Η μητέρα μου είχε έναν τρόπο να
αποφεύγει τις ερωτήσεις μου όταν ήμουν μικρή.
Ήταν δασκάλα, ήθελε να περηφανεύεται για τις επιδόσεις μου στο σχολείο και της άρεσε
να λέει στον κόσμο ότι δεν με βοηθά στο σπίτι. Που ήταν αλήθεια βέβαια αλλά και
όταν δεν μας έβλεπε κανείς υπήρχε ένα αόρατο μάτι που δεν την άφηνε να απαντήσει αν ρωτούσα κάτι. Μου είχε πάρει
τον αέρα δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτό και
παγιώθηκε αυτή η κατάσταση. Κάποτε έφερε σπίτι μια παιδική εγκυκλοπαίδεια.
Θυμάμαι σαν τώρα να λέει στις φίλες της: της πήρα τον Θησαυρό των γνώσεων για
να μη με ρωτάει. Επομένως είχα συνηθίσει να παραλείπω την ερώτηση που
ενδεχομένως θα της έκανα ακόμα και για
θέματα που δεν θα εύρισκα εκεί. Δεν
μπορώ να θυμηθώ τώρα τι ερωτήσεις – καταιγισμός μου έρχονταν στο μυαλό που δεν
μπορούσα στην ηλικία των οκτώ - εννιά χρονών να διατυπώσω με μορφή λήμματος για
την εγκυκλοπαίδεια μου, που την ξεφύλλιζα ευτυχής ούτως ή άλλως – ή τις Χρυσές
σελίδες άλλη εγκυκλοπαίδεια θεματική από
την οποία είχα διαβάσει σε περίληψη τις Μικρές Κυρίες και δεν ήξερα τι είναι η
σκαρλατίνα από την οποία πέθανε η Ρουθ που την κόλλησε από ένα μωρά. Ένα από τα θέματα που είχε πάρει αρχικά
μυθικές διαστάσεις και μετά σιγά σιγά το απώθησα ήταν το «πλακώνω το παιδί μου»
που είχα διαβάσει στο «Αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού. Πώς και
γιατί το διάβασα το έχω ξαναπεί εδώ και αλλού. Περιλαμβανόταν στην ανθολογία
παιδικών διηγημάτων που είχα από τον πατέρα μου. Εκεί ήταν και το στο «Χριστό
στο Κάστρο» του Παπαδιαμάντη και το «Θάνατος
παλληκαριού» του Κωστή Παλαμά. Το ότι
αυτή η γυναίκα πλάκωσε το παιδί της με
είχε τρομάξει πολύ γιατί δεν καταλάβαινα πώς και γιατί οι άνθρωποι χάνουν τον
έλεγχο και σκοτώνουν τα παιδιά τους αλλά και πώς ακριβώς τα «πλακώνουν». Να
ρωτήσω τον πατέρα μου με τον οποίο μοιραζόμασταν την αγάπη για την ανάγνωση
ήταν αδιανόητο. Κάτι μου έλεγε πως αυτό δεν είναι για μπαμπάδες – αν και αυτός μου
είχε δώσει το βιβλίο με τα διηγήματα. Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά του
νομίσματος. Εκείνοι μεν με είχαν κλείσει έξω αλλά κι εγώ είχα βολευτεί στο να μην ρωτάω, είχα φτιάξει
έναν απαγορευμένο για αυτούς φανταστικό κόσμο με ετερόκλητα υλικά – κάποια ακατανόητα,
κάποια ακατανόμαστα - και είχα την ησυχία μου να φαντάζομαι σε υπερβολικό βαθμό που
δεν είχα καμία διάθεση να τους ανοίξω την πόρτα. Έμεινα λοιπόν με αυτήν και άλλες
απορίες αλλά το αναφέρω εδώ γιατί κάποια στιγμή διέγραψα από το νου μου την
ακατανόητη σκηνή του πλακώματος και όρισα ως αμάρτημα το προηγούμενο « άσε
μου το κορίτσι και πάρε το άλλο μου παιδί» στην προσευχή της μάνας, που
κρυφάκουσε ο Γιωργής. Αυτό το καταλάβαινα πλήρως και την είχα καταδικάσει την
μητέρα του Γιωργή για αυτό το αμάρτημα οριστικά και αμετάκλητα, δεν χρειαζόταν κάτι
άλλο.
Τα έγραψα αυτά γιατί θεωρώ ότι "Το αμάρτημα της μητρός μου" και η παρανάγνωσή του- ίσως η προσαρμογή της ανάγνωσής του στα μέτρα μου, συνδέεται τόσο πολύ με την προσωπική μου μυθολογία και την διαμόρφωση που αξίζει να το γράψω. Δεν είμαι η πρώτη που το κάνει φυσικά αυτό με αφορμή τον κύριο Βιζυηνό που αρχίζω αυτή την εποχή να ξαναδιαβάζω μετά που βρήκα τα Άπαντά του στο σπίτι των γονιών μου, έκδοση Βίπερ του 1971. Είχα ακούσει τον Λάκη Παπαστάθη να λέει πώς έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων στη Θράκη, στα γυρίσματα της ταινίας το «Μόνον της ζωής του ταξείδιον». Τα βράδια στο ξενοδοχείο μαζευόταν κι έγραφε τις δικές του ιστορίες της παιδικής ηλικίας με αφορμή τις αναμνήσεις και το ταξίδι του Γιωργή με τον παππού του, στη χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί.
Τα έγραψα αυτά γιατί θεωρώ ότι "Το αμάρτημα της μητρός μου" και η παρανάγνωσή του- ίσως η προσαρμογή της ανάγνωσής του στα μέτρα μου, συνδέεται τόσο πολύ με την προσωπική μου μυθολογία και την διαμόρφωση που αξίζει να το γράψω. Δεν είμαι η πρώτη που το κάνει φυσικά αυτό με αφορμή τον κύριο Βιζυηνό που αρχίζω αυτή την εποχή να ξαναδιαβάζω μετά που βρήκα τα Άπαντά του στο σπίτι των γονιών μου, έκδοση Βίπερ του 1971. Είχα ακούσει τον Λάκη Παπαστάθη να λέει πώς έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων στη Θράκη, στα γυρίσματα της ταινίας το «Μόνον της ζωής του ταξείδιον». Τα βράδια στο ξενοδοχείο μαζευόταν κι έγραφε τις δικές του ιστορίες της παιδικής ηλικίας με αφορμή τις αναμνήσεις και το ταξίδι του Γιωργή με τον παππού του, στη χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί.
Πόλυ Χατζημανωλάκη, 17 Ιουνίου 2018
Εικόνα από σελίδα χωρίς πρόσβαση:
https://www.cambridge.org/core/books/cambridge-companion-to-the-literature-of-the-american-renaissance/rethinking-the-renaissance/805AD1002E302AE3BA97258D2C7B6659
Εικόνα από σελίδα χωρίς πρόσβαση:
Και γιατί να υπάρξουν σχόλια, εκεί που χωρούν μόνο θαυμαστικά!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Κάκια μου! Χαίρομαι και ευχαριστώ που έρχεσαι εδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή