Τις προάλλες φωτογράφισα ένα σκακιστή στο Πανελλήνιο με
ζουμ. Δύο κλικ. Η σκέψη πριν την κίνηση και το μετέωρο χέρι πάνω από την
σκακιέρα. Στεκόμουν μπροστά στο Χημείο, έξω από τα κάγκελα, έξω από το χώρο που
είχα περάσει τέσσερα χρόνια από τα πιο σημαντικά της νιότης μου, μεταπολίτευση,
σπουδές στη Φυσική, πολιτική ένταξη και έξω από τα Αμφιθέατρα, στα σκαλάκια και
στο παγκάκι που δεν υπάρχει πια. Στοχαζόμασταν για το μέλλον του κόσμου σαν να
ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Μια αίσθηση παντοδυναμίας, αποχουντοποίησης, εκείνη
η λέξη σήμαινε ότι οι καθηγητές που είχαν ενδεχομένως συνεργαστεί με τη
δικτατορία είχαν απομακρυνθεί, προσωρινά από ότι φαίνεται αλλά εμείς δεν το
ξέραμε. Είχαμε λοιπόν στρογγυλοκαθίσει στα γραφεία τους, ο όροφος της Πυρηνικής
φιλοξενούσε συνεδριάσεις επιτροπών έτους, σαν μια φοιτητική λέσχη, ένα ρούχο
μεγαλύτερο από το μπόι μας. Αναζητήσεις σε όλα τα επίπεδα, διαβάζαμε, συζητούσαμε,
διαφωνούσαμε με πάθος αγαπούσαμε κάποια βιβλία, ζούσαμε σε μια διαρκή πολιτική
συνεδρίαση όπου μεταξύ άλλων είχαν
θέση και τα φιλοσοφικά θεμέλια της Φυσικής: η Διαλεκτική της Φύσης, το Είναι και το
γίγνεσθαι του Ευτύχη Μπιτσάκη αλλά και η
διαλεκτική του Συγκεκριμένου του Κάρελ Κόσικ δεν θυμάμαι εκδοτικό οίκο, το
αστείο του Κούντερα, νομίζω Κάλβος, το μηδέν και το άπειρο του Άρθουρ Καίσλερ μαύρο εξώφυλλο
Ηριδανός, το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, σχεδόν μαύρο Κέδρος, το διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή κεραμιδί δεν θυμάμαι τον εκδότη ίσως από το τυπογραφείο
κείμενα, ο Λένιν πόσα βήματα
μπροστά πόσα πίσω ποιος ξέρει, η καταγωγή της οικογένειας που δεν διάβασα ποτέ,
το δικαίωμα στην τεμπελιά του Λαφάργκ, ο Γκράμσι από τη φυλακή, οι σκέψεις του
σοφού διανοούμενου για την ηγεμονία βεβαίως αλλά κυρίως το δικαίωμα στη χαρά
της ζωής που τόσο εύκολα γινόταν παρανάλωμα μιας επανάστασης.
Παιδί της επαρχίας, ήρθα στην πρωτεύουσα ένα χρόνο πριν
τη μεταπολίτευση και πέρασα τις τρεις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου σε ένα
ιδιωτικό σχολείο των βορείων προαστίων. Με υποτροφία. Τη Σόλωνος τη γνώρισα για
πρώτη φορά με τη φίλη μου την Πόπη Μουπαγιατζή, αθηναία που την ήξερε σαν τη
τσέπη της και που με πήγε για πρώτη φορά στα γραφεία της Νέας Εδα. Εκεί είδα
τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Αντρέα Λεντάκη να μπαίνουν και μας χαιρέτισαν. Η
Πόπη που ήξερε πρόσωπα και πράγματα με πήγε για πρώτη φορά στο Χνάρι. Δεν έχει
μεγάλο χώρο ούτε τα έχει όλα τα βιβλία μου είπε. Θα σου φέρει όμως ότι
του ζητήσεις. Η απόλυτη συμπύκνωση τα λίγα τετραγωνικά του πρώτου μου
βιβλιοπωλείου στην πρωτεύουσα. Το θα σου φέρει ότι του ζητήσεις ήταν με άλλα μέτρα,
σε άλλη κλίμακα από τη σημερινή. Δεν περίμενες μια εβδομάδα ή έστω τρεις μέρες
να σε πάρουν τηλέφωνο ότι ήρθε η παραγγελία. Ο Γιώργος σε άφηνε στο
μαγαζί του, έφευγε και σε δέκα λεπτά ερχόταν με το βιβλίο που είχες ζητήσει.
Μια μαγεία, να μπεις στον κόσμο αυτό - ήμουν δεκάξι χρονών και με έπαιρναν για
πρώτη φορά στα σοβαρά - μια ενηλικίωση μια γητειά αυτή η συναλλαγή όπου δεν σε
ρωτούσαν, δεν σε έκριναν σου έφερναν αυτό που ζήτησες, έμπαινες στον κόσμο των
ενηλίκων, το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο και ένα άλλο κόκκινο για το ότι θέλετε
να μάθετε για το σεξ. πώς μαθαίναμε για τα βιβλία τότε χωρίς ίντερνετ, χωρίς
διαφήμιση, μια αγορά του δήμου ζωντανή, ένα αντηχείο να αναπαράγει ιδέες, η
κριτική στα αναγνωστικά της Φραγκουδάκη, οι ήρωες του Ντίσνεϋ και οι περίεργες
οικογενειακές τους σχέσεις - ανιψιά και θείοι μα πως αυτό συνδέεται με τον
ιμπεριαλισμό, το έξοχο των Αλαίν Ζωμπέρ και Ζαν Μαρκ Λεβί Λεμπλόν για την
αυτοκριτική της επιστήμης, εκ των ένδον δηλαδή, μια πεντάτομη κοινωνική ιστορία
της τέχνης εκδόσεις Κάλβος τα ανασύρω από τη μνήμη τα βιβλία που με
διαμόρφωσαν, δεν τα έχω πια τα περισσότερα.
Όλα τα χρόνια, όχι μόνο στην αρχή, είχα μια δυσκολία να
βρω την Κιάφας. Είναι τρυπωμένη ανάμεσα στην Ακαδημίας και τη Ζωοδόχου Πηγής.
Από την κάτω πλευρά τη βρίσκεις αμέσως, ένας δρομάκος που ξεστρατίζει
από την Ακαδημίας και βιάζεται να συναντήσει τη Ζωοδόχου Πηγής την κάθετο. Αν
κατεβαίνεις όμως από πάνω όμως, από τη Σόλωνος, και είσαι ζουλάπι όπως ήμουν
εγώ μπορεί να την προσπεράσεις και να μην τη βρίσκεις. Έτσι έκανα κύκλους, γύρω
γύρω το ίδιο αργότερα για να βρω τη Γραβιάς, όταν άνοιξε η πρωτοπορία το μεγάλο
βιβλιοπωλείο, ο αντίποδας της φωτεινής άυλης συμπύκνωσης του χναριού. Βιβλία
απλωμένα
να δουν τα μάτια σου. Η Πολιτεία
ακουγόταν ίσως, δεν θυμάμαι, αλλά δεν είχα πάει ποτέ ως τότε.
Ένα θαύμα λοιπόν να το βρω, να βεβαιωθώ ότι δεν έφυγε από
τη θέση του και ένα δεύτερο να επιβεβαιώσω ότι πάντα θα φύγω με αυτό που
ζήτησα, το βιβλίο αίτημα και αποτέλεσμα των συλλογικών ζυμώσεων που μας διαμόρφωναν,
που διαμορφώναμε ο ένας τον άλλο...
Και οι σελιδοδείκτες του άλλη καταπληκτική ιστορία.
μαζεύονταν μαζεύονταν στο σπίτι, και στις μετακομίσεις Παρίσι Βρυξέλλες και
πάλι πίσω, ζαχαρί χαρτονάκια, οδοντωτό τελείωμα με φωτογραφίες λογοτεχνών και
όμορφη γκρο κορδέλα. Κομψοτεχνήματα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να τους μαζέψω, ούτε
τους χρησιμοποιούσα είναι αλήθεια για να σημαδεύω τη σελίδα. Τους είχα σε
συρτάρια, η ανάμεσα σε βιβλία, μικρά πνεύματα της ανάγνωσης που με άφηναν σιγά
σιγά, χάνονταν ανεπαισθήτως. Τώρα δεν έχει μείνει κανείς και κόντευα να τους
ξεχάσω. Ώσπου είδα έναν προχτές φωτογραφημένο στη σελίδα του Γιώργου στο φέησμπουκ
και άρχισε να χτυπά η καρδιά μου.
Με τον Γιώργο Τσιλδερίκη ανταμώσαμε ξανά, χρόνια μετά στο
φέησμπουκ. Εκείνος φέρεται σαν να με θυμάται. Μου έκανε την μεγάλη τιμή να με
καλέσει απόψε να πω κάτι για το Χνάρι. Το Χνάρι του, το Χνάρι μας. Εγώ τον
ήξερα καλά. Νιώθω πολύ συγκίνηση κάθε φορά που τον βλέπω. Μόνο τα μαλλιά του
έχουν ασπρίσει. Και τα δικά μου φυσικά. Δεν είχαμε την ευκαιρία
να μιλήσουμε να γνωριστούμε περισσότερο τότε, εκεί ήταν στέκι, είχε φίλους που
σύχναζαν εκεί, που κουβέντιαζαν μαζί του. Εγώ δίσταζα, ντρεπόμουν ακόμη,
κοίταζα τα ράφια με τα βιβλία, κρυφάκουγα ένιωθα μια θέρμη ότι κάτι σπουδαίο
συντελείται εδώ κι εγώ που είμαι δίπλα σαν να με αγγίζει το θαύμα. Και μετά ο
Γιώργος, ακούραστος έτρεχε να μου φέρει αυτό που ζήτησα.
Εκείνη τη μέρα έξω από το Χημείο, εκεί που φωτογράφιζα
τον σκακιστή, νοστάλγησα πάλι το Χνάρι. Νοστάλγησα το δύσκολο δρόμο, αυτόν που
κρατάει πιο πολύ, αυτόν που χάνεσαι και δεν τον βρίσκεις από την πάνω μεριά, από
τη Σόλωνος. Αυτό είναι το μόνο που σώθηκε από εκείνη την εποχή, με τα κτίρια
που ερειπώνουν και κλείνουν, το κέντρο της Αθήνας που μεταμορφώνεται.
Το μόνο που μένει είναι η αίσθηση του να χάνεις το δρόμο
, η χαρμόσυνη επανάληψη μιας τελετουργίας της νεότητας, να χάνεις τα ίχνη να τα
βρίσκεις, (το χνάρι), να αγωνιάς με μια προσμονή που μετασχηματίζεται
στη
βεβαιότητα ότι θα το ξαναδείς , το Χνάρι στην Κιάφας, ανοιχτό γεμάτο βιβλία και
ζωή σε όλη του τη δόξα.
Διαβάστηκε στην τιμητική εκδήλωση για το Χνάρι, τη Δευτέρα 26/03/2019 στο Polis Art Cafe
Lovely blog. Thanks for sharing with us.This is so useful.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα τι βόλτα ήταν αυτή που με πήγατε!
ΑπάντησηΔιαγραφή