Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ο γέρος στο καμίνι

Φωτογραφία: Ο γέρος στο καμίνι

Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για το πώς φτιάχνονται τα ποιήματα…
Για μυστικά εργαστήρια όπου τα σφυρηλατεί η Άτροπος, για γέννες υπερφυσικές μικρών φτερωτών μωρών, για όνειρα που προσπαθεί να θυμηθεί ο ποιητής τη μέρα, για λογάκια ρυθμικά που του ψιθυρίζει στο αυτί η Μούσα του και αυτός τρέχει ενθουσιασμένος να γράψει, να προλάβει πριν τα ξεχάσει, αλλά σαν αυτή που θα σας πω καμιά δεν είναι…
Αυτός που μου την είπε είναι ποιητής βαθύς, δίκαιος, ταπεινός. Γράφει τους στίχους του μόνος του, στην ησυχία του σπιτιού του. Γράφει σκέφτεται…κάποτε δεν σκέφτεται αφήνει να κυλήσουν στο χαρτί αισθήματα, σαν να ανοίγονται ρήγματα ανάμεσα στον κόσμο αυτό και στον άλλο…
Διστάζει για μερικές λέξεις, στο τέλος όμως γράφει τα πράγματα με το όνομά τους και ας πουν ότι θέλουν οι άλλοι…
Κάποτε νομίζει πως ακούει ομιλίες πνευμάτων στο κεφάλι του, κάποτε κοιτά μελαγχολικά το άσπρο χαρτί…άσπρο και σιωπηλό μπροστά του και ανάβει ένα τσιγάρο στα σκοτεινά, κοιτώντας έξω από το παράθυρο μήπως και ακούσει εκείνο τον ήχο της γης που γυρίζει, αυτόν που άκουσαν λέει κάπου οι αστροναύτες και το είπαν στις ειδήσεις. 
Δεν είναι αρκετά αλαφροΐσκιωτος πιστεύει, για αυτό ακόμα δεν του χαρίστηκε αυτή η μουσική…

Μου είπε τελικά το μυστικό του. 

Στη γειτονιά του, στο Κέντρο της Αθήνας, σε ζόρικη περιοχή, στη Μιχαήλ Βόδα αν αγαπάτε, υπάρχει ένας υπόγειος φούρνος. 
Εκεί πάνε ακόμα οικογένειες και ψήνουν, το ταψί με τα γεμιστά γιατί το κρέας το έχουν όλο και πιο σπάνια, αλλά κάποτε ο φούρνος είχε γνωρίσει δόξες, υπάρχει και το καθημερινό ψωμί για τις οικογένειες, καρβελάκια, άζυμα, αραβικές πίτες και ναν για όποιον θέλει, ο φούρναρης έχει μάθει τις συνήθειες των γειτόνων, αυτές που έφεραν από τις πατρίδες τους  και το φουρνίζει ο ίδιος, καψαλισμένος από τις φλόγες που πετιούνται από το καμίνι του…
Κάθε μέρα το  ψωμάκι το ταπεινό είναι έτοιμο και περνά ο κόσμος – καμιά φορά στέλνουν κανένα παιδί στη θέση τους  - να το φέρει. 
Σε αυτό το φούρνο είναι που έρχεται  τα ξημερώματα, ένας γέροντας, αυτός που περιμένει ο ποιητής. Παλιός ηθοποιός, ψηλός, λεβέντης, όμορφος, με μια μικρή γενειάδα γκρίζα – όχι πολύ περιποιημένη – φορώντας ένα σκούρο μαύρο παλτό και κάθεται δίπλα στο καμίνι…
Έχει κάτι χέρια σαν φτερά, αλλά αυτό δεν το βλέπεις από την αρχή…Πρέπει να περιμένεις, να γίνει το μυστήριο. Κάθεται, ο φούρναρης τον περιμένει και του βγάζει ρακί. 
Ο ποιητής, όταν τον είδε για πρώτη φορά ξαφνιάστηκε. Μα πώς το έπαθα αυτό να τον νομίζω πεθαμένο…Κοίτα να δεις που ζει και τόσα χρόνια δεν έχουν περάσει από πάνω του…
Χωρίς πολλά πολλά – γιατί είναι κι άλλοι που περιμένουν – ο ποιητής του δίνει το χειρόγραφο. Αυτό που έγραψε τη νύχτα. Με πολλή αγωνία, κάθε φορά τα γόνατά του λυγίζουν…το μετανιώνει…
Πώς θα του φανεί του Γέρου. 
Εκείνος, βάζει τα γυαλιά του, και αρχίζει να διαβάζει δυνατά. Με μια φωνή δυνατή, βαθειά και λεβέντικη…Οι λέξεις μαζεύονται, συνωθούνται, λαχταρούν να βρεθούν μπροστά στο βλέμμα του, να διαβαστούν από τη φωνή του. Οι στίχοι, λες και πλάθονται ξανά από την ανάγνωση. Ζωοποιούνται… Αντηχούν αλλιώς στην ψυχή του ίδιου του ποιητή. Βαπτίζονται στην πυρά.
Πλήρεις νοήματος υπερκόσμιου πλέον παραδίδονται πάλι στον συγγραφέα, που διπλώνει το χειρόγραφό του και το κρύβει στο στήθος του. Νιώθει να τον ζεσταίνει, πυρωμένο από την αλλόκοτη θέρμη εκείνης της ανάγνωσης. Μεταμορφωμένο το κείμενο. Μεταστοιχειωμένο. 
Ποίημα πια δικό του…
Βγαίνει στην πρωινή δροσιά και του φαίνεται πως κάπου ακούει ένα κοκόρι να διαλαλεί τη χαρά του. Το φαντάζεται πλουμιστό, με πορφυρά, και μπλε φτερά να ξελαρυγγίζεται…Ακούγεται καθαρά παρά τις εξατμίσεις από τα μηχανάκια…

Χαμογελά.

Κάθε φορά, για κάθε ποίημα το ίδιο γίνεται


Πόλυ Χατζημανωλάκη, Οκτώβρης 2012






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου