Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Τα μονοπάτια των τραγουδιών στην Πεποικιλμένη του Αλ. Παπαδιαμάντη





Τα μονοπάτια των τραγουδιών (Songlines)  ή ονειρογραμμές των Αβορίγινων της Αυστραλίας έγιναν στους μη ειδικούς γνωστά από το ομώνυμο βιβλίο του Μπρους Τσάτγουιν και αναφέρονται στον τρόπο που χαράσσουν περπατώντας την καταγωγική τους μυθολογία. Ο τόπος δηλαδή είναι συνδεδεμένος με συγκεκριμένα τραγούδια και ο Αβορίγινας έχει την τάση να περιπλανάται τραγουδώντας το δικό του που τον συνδέει με τον τόπο του. Μύθος καταγωγής, δημιουργίας και ταυτόχρονα χάρτης του χωροχρόνου, του ονειροχρόνου θα λέγαμε. Ο Τσάτγουιν έζησε ένα διάστημα μαζί με τους Αβορίγινες στην Αυστραλία  και προσπάθησε όσο ήταν δυνατόν να τους καταλάβει. Η ιδέα του μονοπατιού του τραγουδιού  είναι μια μεταφορά που επινόησε για να φέρει κοντά τους δυο πολιτισμούς και να κάνει όσο γίνεται πιο κατανοητή στο βιβλίο του και βασίζεται στις λόγιες παραδόσεις της Βρετανικής ποίησης. ( Το βιβλίο ευτυχώς υπάρχει ακόμα και κυκλοφορεί η ελληνική του μετάφραση από τις εκδόσεις Χατζηνικολή)
Ένα μικρό σχετικά μέρος του βιβλίου του Τσάτγουιν είναι αφιερωμένο στην παιδική του ηλικία, στην ποιητική ανθολογία της Βρετανικής ποίησης που μάθαινε να αποστηθίζει με τη θεία του την εποχή του Β΄Παγκοσμίου πολέμου όταν ήταν παιδί, τα μυστικά που κρύβουν τα μονοπάτια στα ποιήματα. Δημιουργούνταν εντός του εξ απαλών ονύχων ένα αρχαϊκό τρόπον τινά υπόβαθρο, μια μυστική επιστήμη, που με τη γλώσσα των μεταφορών και της ποίησης ανασκάπτει και φωτίζει άγνωστες διαδρομές και δημιουργεί χάρτες ακόμα και στους Αντίποδες.
Μύθοι τραγουδιστοί που περπατούνται, ανταλλαγές τραγουδιών ανάμεσα σε περιοχές, ένας πολύτιμος ιερός κόσμος που σχεδόν έχει χαθεί και που η ανθρώπινη προσπάθεια προσέγγισής του συγκινεί και συνεπαίρνει.
Ο ονειροχώρος, ο τόπος που είναι στοιχειωμένος από πνεύματα που τραγουδιώνται δεν είναι μόνο στους Αντίποδες ωστόσο. Προτείνω να διαβαστεί υποψιασμένα η Πεποικιλμένη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια ιστορία που με αφορμή τα εννιάμερα από την Κοίμηση της Παναγίας, ο Αλέξανδρος (αφηγητής) που ζει με τις αδελφές του στη Σκιάθο αποφασίζει με ένα φίλο να εκπληρώσει το τάμα του και να περπατήσει μέχρι την Παναγιά την Κεχριά ώστε να ψάλει την Πεποικιλμένη.
Ο φίλος του με άλογο ο Αλέξανδρος με τα πόδια. Ξεκινούν χωριστά και κάποια στιγμή συναντώνται.  

Η διαδρομή είναι μια χαρτογράφηση της Σκιάθου – του Βαραντά το ρέμα, ο Μεγάλος Ανήφορος,  οι Σακαλάροι μέχρι τον Προφήτη Ηλία το πλάτωμα στο οροπέδιο.
Ο τόπος «κροτίζει» λέει ο αφηγητής. Είναι δηλαδή γεμάτος στοιχειά. Μια ιδιότητα του πεδίου των πνευμάτων ενσωματωμένη στον χώρο. Σαν να είναι αντηχείο από όπου θα ακουστούν οι απόκοσμες, θεσπέσιες φωνές που προκαλούν τον τρόμο. Και οι δυο προσκυνητές προχωρούν ψάλλοντας. Ο κυρ Αλέξανδρος την Πεποικιλμένη και ο Κωστής από ότι φαίνεται όσα τροπάρια ξέρει.
Ο αλαφροϊσκιωτος Κωστής ωστόσο «ακούει» τον αντίλαλο. Ο Αλέξανδρος δεν εκροτιζόταν, τουλάχιστον «όχι και τόσο» γιατί έχει στο νου του την Πεποικιλμένη.
Η συνέχεια της διαδρομής είναι μια ακολουθία συγχίσεων, συσκοτισμών, ασάφειας για το δρόμο που μεν Κωστής  δεν γνωρίζει γιατί δεν έχει εκεί δουλειές ο δε Αλέξανδρος έχει λησμονήσει γιατί έχει να πάει εκεί δέκα χρόνια. Όλα έχουν αλλάξει, έχουν μετακινηθεί τα όρια, οι ιδιοκτησίες. Μια σύγχυση όπως τότε με τα Δαιμόνια στο Ρέμα που είχε χαθεί στην παιδική του ηλικία, μια αλληγορία και πάλι όλης του της ζωής όπως όταν έλεγε το Δαντικό «έχει χαθεί δι’ εμέ η ευθεία οδός»
Το κέντρο βάρους της διαδρομής είναι «Η πεποικιλμένη», το πάθος του να την πει, που τον σώζει μέχρι να φτάσει, ένα ξεχείλισμα απώλειας και ένας επανασυντονισμός στο κέντρο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου