Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Για την ελληνική αυπνία - τη μεγάλη αγρυπνία - του Μισέλ Φάις

 







Θυμάμαι ακόμα πώς το αγόρασα - από μεγάλο βιβλιοπωλείο στο Χαλάνδρι όπου κάποτε πήγαινα και περιπλανιόμουν στις προθήκες, με καλή διάθεση, διάθεση να μαγευτώ όπως συμβαίνει σε όλα τα νυφοπάζαρα. "Πάρε με", όπως "πιες με" που έλεγε το μαγικό ελιξήριο στην Αλίκη και δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις, απλά κοιτάς και κοιτάς και μετράς τι περισσεύει από το χαρτζιλίκι. 

Εκεί, στον πάγκο, ένας ηλικιωμένος κύριος ζήτησε αυτό με την Ελληνική "αγρυπνία"  για το Βιζυηνό, ήταν 2006 τότε ή λίγο μετά, δεν είχε πει όνομα συγγραφέως αλλά κάπου το είχα ακούσει και ξέρω γιατί - ήθελα να μάθω, ήθελα να βρω τους τρόπους που μπορεί να καθρεφτιστεί κανείς σε έναν νεκρό ποιητή, τότε βάδιζα στα αχνάρια του Ανδρέα Κάλβου και πώς άραγε να μιλήσεις κανείς για κάποιον που είναι απών και που σε κινεί να γράψεις για αυτόν η πεποίηθηση ότι έχει αδικηθεί; 

Σαν να παίρνεις εκδίκηση για έναν αδικημένο φίλο, γιατί να καθρεφτίζεσαι έτσι στο μυαλό του, αυτό που κάνουν οι γραφιάδες όχι βέβαια οι ακαδημαϊκοί, αν και στο τέλος νομίζω πως και αυτοί καθρεφτίζονται στο μυαλό του νεκρού συγγραφέα, θέλει δεν θέλει. 

Το βιβλίο της αϋπνίας  το πήρα κι εγώ και το διάβασα. Οι ανεπίδοτες επιστολές είναι ολισθηρό έδαφος - όταν γράφεις ανεπίδοτες επιστολές φαινομενικά έχεις το μαχαίρι, έχεις και το καρπούζι - και μέχρι τώρα, στις περισσότερες περιπτώσεις, ακόμα και οι καλύτεροι αρχίζουν να αφηγούνται, ότι δήθεν γράφουν στον απόντα, αυτά που θέλουν να διδάξουν στον αναγνώστη, Το βρίσκω μάταιο, αλλά δεν ήταν έτσι αυτό το βιβλίο. Δεν με βοήθησε τότε - νόμιζα - , ποιος ξέρει ίσως και να με βοήθησε στο δικό μου καθρέφτισμα με τον Κάλβο, Πήρα άλλο δρόμο. Πιο μυθοπλαστικό. Αλλά ένιωθα να με συνεπαίρνει το ίδιο πάθος υπεράσπισης αδικημένου φίλου. 

Τώρα, με χρόνια και καιρούς, στην ησυχία των Χριστουγέννων, ανέσυρα το κόκκινο βιβλιαράκι από τη βιβλιοθήκη μου, το είχα ξεχάσει, δεν το έχω περιλάβει στις έρευνες που κάνω με το Βιζυηνό, τη σχέση που νομίζω πως έχει με την αλχημεία και το μεγάλο έργο, τη ματαίωση και την τρέλα που ακολουθεί. Τα ορυχεία, το Σαμάκοβο, το χρυσάφι, ο φυσητής - ο καρβουνασβεστάς εν προκειμένω... Άρχισα να διαβάζω ξανά, τις ανεπίδοτες επιστολές. Αυτές είναι πραγματικές επιστολές, δεν είναι δηθεν. Δεν θέλω να πω για τη λογοτεχνική δεξιοτεχνία, το γλωσσάρι, τα παρένθετα κείμενα του ψυχιάτρου, αλλά για τις επιστολές αυτές καθ΄εαυτές. Ο Μισέλ Φάις, δεν προσποιείται, δεν ασχολείται με τον αναγνώστη του - αν και ως αναγνώστης με τα χίλια πρόσωπα τις υπογράφει και τις απευθύνει στον Βιζυηνό - εννοώ δεν ασχολείται για να τον διδάξει. Απευθύνεται μόνο στον καθρέφτη - τον ψυχαναλυτικό καθρέφτη του Βιζυηνού θα έλεγα - και γράφει, γράφει, ένα εσωτερικό κείμενο, όλο υπονοούμενα, για αυτούς τους δυο. Θρακιώτης και ο ίδιος, γραφιάς με υπαρξιακή αγωνία.  Ένας καθρεφτισμός, μια υπεράσπιση για δυνατούς λύτες. Υπάρχουν αναφορές, όχι βιβλιογραφία. Τα διακυβεύματα είναι υπαρξιακά όχι ακαδημαϊκά. Έχει όμως σκάψει τόσο βαθιά στην έρευνα, αναρρωτιέμαι τώρα τι να είχα καταλάβει πριν δεκαπέντε χρόνια, την τύφλα μου είχα καταλάβει. Τώρα, που βρίσκομαι κι εγώ σε αυτά τα ίχνη, εδώ και δυο χρόνια, θαρρώ πως καταλαβαίνω, φρικιώ, εκπλήσσομαι, θαυμάζω, αγαλλιώ με την αντοχή του ερευνητή, αναλυτή, αναλυόμενου - θαρρώ πως αποδίδεται αν έχει νόημα αυτό - η τέλεια δικαιοσύνη στο νεκρό Βιζυηνό. Ο αναγνώστης μπαίνει με δική του ευθύνη. Είναι ένα βιβλίο ερμητικά κλειστό για τον άσχετο. Επικίνδυνο για τον μαθητευόμενο μάγο, παραπλανητικό ίσως. Σπαρακτικό για αυτόν που νομίζει ότι ξέρει. Αισθάνθηκα κάποιες στιγμές, ότι ο Μ. Φ. έχτιζε με άλλα υλικά αυτό που ήθελα να πω με την αλχημεία, την τρέλλα μετά την έλειψη έργου, μετά την κατάρρευση.  Σπαρακτικό, γιατί 




εμπλέκεται συναισθηματικά, ως γραφιάς, όμοιος με τον νεκρό Βιζυηνό, σε όλα τα πάθη του. Αδικεί τον Παπαδιαμάντη - αυτό με πονά, αποδίδοντάς του φράσεις και απόψεις τόσο κακόγουστες και σκοτεινές που βρήκε στα διηγήματά του.. Ποιος θα υπερασπιστεί τον Παπαδιαμάντη από τους τα φαιά φορούντες; Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, αλλά το θέμα μας είναι ο Βιζυηνός. 

Θεωρώ πως καταφέρνει υποδειγματικά να κατασκευάσει την εικόνα του ομοίου του - "όμοιέ μου, αδελφέ μου" νεκρού συγγραφέα. Να σμιλέψει με πάθος και τέχνη τις διαφορές, να βρεθούν οι συγκλονιστικές ομοιότητες, τα διακυβεύματα, να μη λυπηθεί τις δίκαιες μομφές στο κατεστημένο της εποχής και μετά (ελίτ και όχλος), να πετύχει το τέλειο ομοίωμα, το γκόλεμ των ραββίνων της Πράγας με το οποίο συνομιλεί, να τον αναστήσει επί της ουσίας.      

Η ελληνική αυπνία - γίνεται αναστάσιμη αγρυπνία, στο προσκέφαλο του προσφιλούς νεκρού

Πόλυ Χατζημανωλάκη
27/12/2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου