Ξαναδιαβάζοντας το Αστείο του Μίλαν Κούντερα
Διάβασα ξανά το Αστείο του Μίλαν Κούντερα, από το παλιό μου αντίτυπο των εκδόσεων Κάλβος, του 1971, σε μετάφραση του Ανδρέα Τσάκαλη από τα Τσέχικα…Αφορμή στάθηκε η ανθολόγηση αποσπασμάτων του στα Γαλλικά, στο Facebook, που έκανε η εξαιρετική φίλη Δρ. Δήμητρα Τζανιδάκη – Kreps. Εκτός από τη βασική υπόθεση που μου ήταν γνωστή, αμυδρά θυμόμουν κάποιες εικόνες από το βιβλίο. Ελάχιστα ένιωσα, ομολογώ, πως συναντήθηκα με τον παλιό μου εαυτό, που το είχε πρωτοδιαβάσει σε άλλες εποχές, σίγουρα μετά το 74 ή ίσως το 76; Είμαι βέβαιη ότι μου είχε αρέσει και τότε, όπως επίσης ότι είχα εστιάσει – η εποχή βλέπετε – στην πολιτική διάσταση του βιβλίου και στη λεπτή ειρωνεία που το διαπερνά όταν κριτικάρει κάθε είδους «σύστημα»…Αναγνώρισα αυτή τη φορά στις σελίδες του τον απόηχο των κειμένων του Κούντερα που διάβασα αργότερα, τα σχόλια δηλαδή για τη λήθη, τον έρωτα, το κίτς, το πείσμα της νεότητας…Ένιωσα απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό για τις ανατροπές στην αφήγηση, για την αποκάλυψη του πόσο πολλές οπτικές γωνίες υπάρχουν σε μια ιστορία που κάποιος έχει ζήσει και αφηγείται που θέτουν σε κρίση τελικά το ποια είναι η αλήθεια για τα πράγματα, αν υπάρχει μια αλήθεια…
Ένα βιβλίο για το κιτς, ένα βιβλίο για το έρωτα;
Παράλληλα με την ανάγνωση, είδα μια μικρό κλιπ στο Youtube, με τον Κούντερα στα νιάτα του, τότε που δεν είχε ακόμα απόλυτο έλεγχο της γαλλικής γλώσσας να επιμένει, παρά το εμφανές τρακ μπροστά στην κάμερα, ότι το βιβλίο του δεν είναι πολιτικό, ότι είναι ένα βιβλίο ερωτικό και ένα βιβλίο για το κιτς…Είδα ακόμα, σκαλίζοντας τη βιογραφία του, ότι στα νιάτα του – πριν ακόμα χαρακτηριστεί διαφωνών από την κυβέρνηση της χώρας του – είχε εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ο άνθρωπος, ένας απέραντος κήπος»…
Ο άνθρωπος ένας απέραντος κήπος
Δεν μπόρεσα να βρω δημοσιευμένα αποσπάσματα από τα ποιήματά του – με ενδιέφερε πώς να ήταν τα ποιήματα ενός κομμουνιστή Κούντερα, και ακόμα περισσότερο με ενδιέφερε αυτός ο κήπος, αυτή η αγαπημένη μεταφορά της ποίησης και των ποιητών, στην οποία έχουμε επανέλθει τόσες φορές, είτε μιλώντας για τον Κήπο της Έμιλυ Ντίκινσον στο Άμχερστ, για την Παράξενη αγάπη των κηπουρών για τους κήπους τους στον Επίμονο Κηπουρό του Τζον Λε Καρέ (1) τον Κήπο του Μπαρμα – Γιαννού του Παπαδιαμάντη (2) ακόμα και στην ανάγνωση της περιπλάνησης της Φόνισσας από Κήπο σε Κήπο (3)…Μια εργασία ενός Τσέχου μεταπτυχιακού φοιτητή στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης για τον ποιητή Κούντερα, περιλαμβάνει αρκετές στροφές από την ποιητική συλλογή, που δεν αποτελούν έκπληξη: ένας Κούντερα λυρικός και ευαίσθητος…μια εκδοχή που παρά την τότε ιδεολογική του τοποθέτηση, δεν αντιφάσκει με τον μετέπειτα εαυτό του…
Ιστορίες ερήμωσης
Τελειώνοντας την ανάγνωση του Αστείου, εκεί που ο αφηγητής, ο Λούτβιχ, έχει έλθει αντιμέτωπος με όλες τις ανατροπές και τις διαψεύσεις που μπορεί να του συμβούν, κοιτά τη ζωή του προς τα πίσω. Να σημειώσουμε, ότι αυτή η περιπέτεια των διώξεων και των ταλαιπωριών του, συνέβη "κατά λάθος" - εξ αιτίας μιας κάρτας με ένα «Αστείο» που είχε γράψει ως φοιτητής στην κοπέλα του και που το Κόμμα και οι αφοσιωμένοι στην Επανάσταση σύντροφοί του πήραν τοις μετρητοίς.
Το Αστείο αυτό έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο
Κοιτά λοιπόν τη ζωή του και την συγκρίνει με τη ζωή της Λουτσίας, του ανεκπλήρωτου έρωτά του την εποχή που έκανε τη στρατιωτική του θητεία, καταναγκαστικά έργα δηλαδή, μια και οι συνέπειες του Αστείου ήταν η δίωξη από το σοσιαλιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας τη δεκαετία του 50. Ο έρωτας με τη Λουτσία έληξε με ένα γκροτέσκο τρόπο αλλά και αυτό είναι μέρος της ταλαιπωρίας και των δύο. Ο Λούντβιχ, στο τέλος, χαρακτηρίζει τις ιστορίες τους ως ι σ τ ο ρ ί ε ς ε ρ ή μ ω σ η ς.
«Είναι και οι δύο ιστορίες ερήμωσης. Έτσι όπως ερήμωσαν τη σαρκική αγάπη της Λουτσίας και μάδησαν τη ζωή της από την πιο στοιχειώδη αξία, λεηλάτησαν και στη ζωή μου τις αξίες που πίστευα κι ήμουν μ’ αυτές συνυφασμένος…» Ιστορίες ερήμωσης λοιπόν, του πώς οι συνθήκες, το σύστημα, η ανθρώπινη φύση ερημώνει τις ανθρώπινες ζωές…πώς η ανθρώπινη ζωή μ α δ ά όπως ένα λουλούδι…
Αναζητώντας το πράσινο και το χλοερό
Και τότε, διαβάζοντας δηλαδή για τη ζωή της Λουτσίας που τη μάδησαν σαν λουλούδι, συνειδητοποίησα πως η μεταφορά αυτή των Κήπων είναι σημαίνουσα και για τον Κούντερα. Η ιστορίες αγάπης, που αυτός επιμένει ότι είναι το βιβλίο του, η ιστορία της σχέσης του αφηγητή με αυτήν που παραδέχεται σε όλο το βιβλίο σαν την πιο σημαντική γυναίκα της ζωής του, τη Λουτσία, είναι μια ιστορία κήπων, λουλουδιών και κηπουρών. Είναι μια αναζήτηση του πράσινου και του χλοερού σε μια χώρα χωρίς βλάστηση, σε μια Έρημη Χώρα.
Η Λουτσία προτιμά να εκδηλώνει τα αισθήματά της με λουλούδια...
«Επειδή δεν ήθελε να μου γράψει, προτίμησε να εκφράσει τα αισθήματά της με λουλούδια. Άρχισε κάπως έτσι. Περιπλανιόμασταν σε ένα δασάκι και η Λουτσία ξαφνικά έσκυψε, έκοψε ένα αγριολούλουδο και μου το πρόσφερε. Μου φάνηκε ευγενικό και δεν με ξάφνιασε. Αλλά όταν στην επόμενη συνάντησή μας με περίμενε με μια ολόκληρη ανθοδέσμη, άρχισα κάπως να ντρέπομαι.Ήμουν μόλις είκοσι δύο χρονών, απόφευγα σπασμωδικά κάθε τι που θα μπορούσε να θεωρηθεί θηλυπρεπές ή παιδιάστικο. Ντρεπόμουν να κρατώ στο δρόμο λουλούδια, δεν τ’ αγόραζα με ευχαρίστηση, ούτε και με ευχαρίστηση τα δεχόμουν. Εξήγησα της Λουτσίας συνεσταλμένα, πως λουλούδια προσφέρουν οι άντρες στις γυναίκες κι όχι οι γυναίκες στους άντρες αλλά σαν την είδα νάναι έτοιμη να ξεσπάσει στο κλάμα, αμέσως την επαίνεσα και τα πήρα.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Τα λουλούδια από τότε με περίμεναν σε κάθε μας συνάντηση και γω στο τέλος συμφιλιώθηκα μαζί τους γιατί με αφόπλισε το αυθόρμητο του δώρου της Λουτσίας και είδα συνάμα, πως η ίδια σ’ αυτό τον τρόπο δωρίσματος επιμένει. Ίσως γιατί βασανίζονταν από κάποια ανεπάρκεια σε γλωσσικές ικανότητες και βρήκε στα λουλούδια τη σταθερή φόρμα του λόγου. Μάλλον όχι με την έννοια ενός δύσκαμπτου συμβολισμού που έχουν αποκτήσει τα λουλούδια, αλλά με την έννοια ενός τρόπου πιο παλιού, ακαθόριστου, ενστικτώδη, π ρ ο γ λ ω σ σ ι κ ο ύ. Ίσως η Λουτσία, που σχεδόν πάντα ήταν ολιγόλογη, ποθούσε ορμέμφυτα το βουβό εκείνο στάδιο του ανθρώπου, που δεν υπήρχαν οι λέξεις και οι άνθρωποι συνεννοούνταν μεταξύ τους με τον τρόπο των χειρονομιών: δείχναν το δέντρο με το δάχτυλο, χαμογελούσαν, άγγιζε ο ένας τον άλλονε…»
Η Μαρκέτα φοιτήτρια βοτανικής
Πριν τη Λουτσία και τον προγλωσσικό κώδικα των λουλουδιών, την βιωματική της δηλαδή σχέση με το φυτικό κόσμο, έχει υπάρξει η Μαρκέτα, η αγαπημένη του στο πανεπιστήμιο στην οποία άλλωστε απευθυνόταν η περίφημη κάρτα με το «αστείο» η οποία όμως δεν διστάζει να συνταχθεί με το μέρος των διωκτών του. Η Μαρκέτα είναι ανώριμη και χωρίς χιούμορ και έχει και αυτή σχέση με τον κόσμο των φυτών, εφόσον αυτό είναι το αντικείμενο των σπουδών της: «Γνώριζε άριστα τη βοτανική αλλά συνέβαινε να μην καταλαβαίνει τα ανέκδοτα που της διηγούνταν οι συνάδελφοι»…Η Μαρκέτα – χωρίς χιούμορ, η Μαρκέτα – θύτης, γνωρίζει άριστα τη νεκρή γλώσσα της βοτανικής αλλά επί της ουσίας δεν γνωρίζει τίποτε από τη μυστική γλώσσα των φυτών…
Η Λουτσία και τα άνθη των νεκροταφείων
Η Λουτσία, αντιθέτως, η προ – γλωσσική, προ – λογική γυναίκα, αυτήν που αγάπησε αλλά δεν κατάλαβε ο αφηγητής γιατί προσπάθησε να της επιβάλει τον απελπισμένο έρωτα των σωμάτων παρά τη θέλησή της, εξελίσσεται σε μια μορφή Οφηλίας, μια μορφή τρελής – περιπλανώμενης νεράιδας, στο χωριό όπου καταφεύγει για να γλυτώσει, συγκεντρώνοντας την περιέργεια των κατοίκων, την αγάπη των παιδιών που της αφήνουν τροφή πιστεύοντας ότι είναι νεράιδα μέχρι που να την ανακαλύψουν οι αρχές και να αποκαλυφθεί ότι στο παρελθόν είχε καταδικαστεί γιατί έκλεβε λουλούδια από το νεκροταφείο…
«Και γιατί έπαιρνες εκείνα τα λουλούδια;Ήταν λυπημένη και γι αυτό τα έβαζε στο δωματιάκι της του οικοτροφείου στο βάζο. Παλιά μάζευε αγριολούλουδα απ’ τη φύση, αλλά η Οστράβα είναι μια καπνισμένη πόλη που τριγύρω δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βλάστηση, μόνο σκουπουδότοποι, φράχτες, γήπεδα, και δω και κει κανένα αραιό δασάκι γεμάτο κάπνες. Όμορφα λουλούδια βρήκε η Λουτσία μόνο στο νεκροταφείο. Λουλούδια ευγενικά, λουλούδια χαρμόσυνα. Κρίνους, τριαντάφυλλα, χρυσάνθεμα.
Και πώς σε πιάσαν;Σύχναζε τακτικά και με ευχαρίστηση στο νεκροταφείο. Όχι μονάχα για τα λουλούδια που έπαιρνε αλλά και γιατί εκεί ήταν όμορφα κι είχε μια γαλήνη που την ανακούφιζε. Κάθε τάφος ήταν κι ένας ξεχωριστός κήπος. Και εκείνη σταματούσε μπροστά τους κι εξέταζε τα μνημεία αυτά με τις πένθιμες επιγραφές τους […] Μπροστά, κάτω από τον σταυρό ήταν τοποθετημένο σε ένα βάζο ένα θαυμάσιο μπουκέτο τριαντάφυλλα. Η Λουτσία γονάτισε μπροστά στον τάφο. Πίσω της μια πένθιμη ιτιά σχεδόν τη σκέπαζε σαν φύλακας άγγελός της […] Σε λίγο έρχονταν σε αυτόν τον τάφο ένας ηλικιωμένος με τη γυναίκα του […] και σε λίγο βλέπουν το κορίτσι να σηκώνεται, να παίρνει από το βάζο εκείνο το ωραίο μπουκέτο τριαντάφυλλα που οι ίδιοι άφησαν πριν τρεις μέρες, και να φεύγει…»
Κότσκα ο κηπουρός
Η ιστορία αυτή που η Λουτσία σιγά σιγά αφηγείται στον «θεραπευτή» και μελλοντικό εραστή της, τον θρησκευόμενο Κότσκα, τον εκπεσόντα πανεπιστημιακό και - όχι τυχαία - εθελοντή «κηπουρό» στο χωριό όπου έχει καταφύγει με επιλογή του επιβεβαιώνει αυτό που και ο ίδιος ο αφηγητής, ο Λούτβιχ, παραδέχεται στο τέλος. Η χώρα τους και οι ζωές τους έχουν ερημώσει. Η χώρα είναι μια έρημη χώρα, χωρίς βλάστηση, χωρίς δροσιά και ο μόνος χλοερός τόπος είναι το νεκροταφείο. Επί πλέον, η ιδιότητα του Κότσκα και τα θρησκευτικά του οράματα σωτηρίας της Λουτσίας, που τον σπρώχνουν στην αγκαλιά της, παραπέμπουν ως παρωδία στα θέματα που έχει χειριστεί ο Πάστερνακ με τον Χριστό – Κηπουρό και τα άνθη των τάφων που έχουν σχέση με την άλλη ζωή…Το μη ορθολογικό, το εξω – λογικό, το προ γλωσσικό, το χλοερό σε αντίθεση με το άσχημο, στείρο και το έρημο, τις τραχείες συνθήκες και στην ερήμωση της χώρας κατά την εποχή της δεκαετίας του πενήντα, βρίσκονται στα νεκροταφεία, βρίσκονται στο Αλλού. …
Η αγριοτριανταφυλλιά του Γιαροσλάβ
Στο τέλος, ο αφηγητής βρίσκει ανακούφιση στη συντροφιά των φίλων, των μουσικών του συγκροτήματος της νεότητάς τους, όπου επικεφαλής είναι ο καλός Γιαροσλάβ, ο φίλος του. Ο Γιαροσλάβ επεδίωκε πάντα να αναβιώσουν και να ενταχθούν στη νέα – σοσιαλιστική - κοινωνία τα έθιμα και οι μυητικές τελετές της Μοραβικής παράδοσης…Όλα αυτά γίνονται με καλές προθέσεις εκ μέρους του, παρά το ότι ο Λούτβιχ τον αμφισβητούσε ήδη από την εποχή της νεότητός τους. Το ενδιαφέρον όμως, πέραν των θεωρητικών αναζητήσεων για την παράδοση και τις τελετές της σε μια τέτοια κοινωνία, ο Γιαροσλάβ, στα όνειρά του, διακατέχεται από μια παράξενη και νοσταλγική σχέση με μια αγριοτριανταφυλιά… «Προχωρώ και μπροστά μου φανερώνεται ανάμεσα στους θάμνους μια αγριοτριανταφυλλιά. Είναι φορτωμένη από μικρά ροζ τριαντάφυλλα. Και γω σταματώ κι είμαι ευτυχισμένος. Κάθομαι στο γρασίδι, δίπλα στην τριανταφυλλιά και για λίγο ξαπλώνομαι. Αισθάνομαι την επαφή της ράχης μου με τη χλοερή γη…» Η νοσταλγία της αγριοτριανταφυλλιάς επανέρχεται στην περιπλάνηση του Γιαροσλάβ στη σοσιαλιστική τελετή αναβίωσης της παραδοσιακής τελετής «το ιππικό των βασιλέων» μέχρι να τον συναντήσει ο Λούτβιχ, ο αφηγητής να έχει διαψευσθεί από την πραγματικότητα και να έχει ξαπλώσει δίπλα την όχθη του ποταμού απελπισμένος... Γιαροσλάβ που υποδυόταν τον βασιλιά της τελετής, ενσαρκώνει στην αφήγηση τον άρρωστο βασιλιά, τον Fisher King, τον βασιλιά ψαρά, στην Έρημη Χώρα, που είναι η Χώρα του…
Έξοδος: Αναζητώντας την αγριοτριανταφυλλιά του ονείρου
Το τέλος του μυθιστορήματος , η συνειδητοποίηση των παράλληλων ιστοριών ερήμωσης – μαδήματος (του λουλουδιού) της ζωής τελειώνει με την συγκέντρωση του παλιού νεανικού συγκροτήματος γύρω από μια ανθισμένη φλαμουριά και μετά που συνειδητοποιούν ότι παίζουν χωρίς κανείς από τους νέους να τους ακούει, προετοιμάζουν την έξοδο, αναζητώντας το χαμένο χρόνο της νεότητας, αναζητώντας την αγριοτριανταφυλλιά του ονείρου…
Το τέλος του μυθιστορήματος , η συνειδητοποίηση των παράλληλων ιστοριών ερήμωσης – μαδήματος (του λουλουδιού) της ζωής τελειώνει με την συγκέντρωση του παλιού νεανικού συγκροτήματος γύρω από μια ανθισμένη φλαμουριά και μετά που συνειδητοποιούν ότι παίζουν χωρίς κανείς από τους νέους να τους ακούει, προετοιμάζουν την έξοδο, αναζητώντας το χαμένο χρόνο της νεότητας, αναζητώντας την αγριοτριανταφυλλιά του ονείρου…
«θα βγούμε έξω στον κάμπο όπως συνηθίζαμε παλιά. Θάναι ζεστή βραδιά, θα λάμπουν τ’ αστέρια και μεις θα σταματήσουμε κάπου κοντά στη αγριοτριανταφυλλιά και θα παίξουμε μόνο για μας, για τη δική μας ευχαρίστηση, όπως κάναμε παλιά…»
(1) Η παράξενη αγάπη των κηπουρών για τους κήπους τους εδώ: http://waxtablets.blogspot.com/2010/04/blog-post.html
(2) Η βοή της γραμμένης αράδας στο χωράφι, εδώ:
(3) Φονικά στους Κήπους: Η Φραγκογιαννού μεταξύ ανθρωπίνης, θείας και αγρίας κατάστασης εδώ:
(4) «Man, a wide garden: Milan Kundera as a young Stalinist», Culik, Jan (2007), Glasgow ePrints Service, εδώ:
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Το Αστείο» του Μίλαν Κούντερα, μετάφραση Ανδρέα Τσάκαλη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1971
Εικόνες από το διαδίκτυο:
Τί ομορφα κείμενα Πολυ μου και πόσο συγκινησιακά φορτισμένα είναι!!!Δεν εχει σημασία να πω ότι ειναι καλογραμμένα, προσεγμένα κλπ, σημασία εχει να πω ότι μιλάνε κατ ευθείαν στην καρδιά ενός ανθρωπου, του σύγχρονου ανθρώπου που χει λαβωμένες τις φτερούγες του. Φιλι αγαπημένο...
ΑπάντησηΔιαγραφή@Ρίτσα μου σε ευχαριστώ τόσο πολύ για τα λόγια σου και για την τιμή της ανάγνωσης...Φιλιά πολλά!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή