Σε πολλά διηγήματα
ο Παπαδιαμάντης ξεκινά με μια εξωπραγματική ιδιαίτερα ποιητική κάποτε και
σχεδόν αυτόνομη, που μοιάζει εκτός του πλαισίου της αφήγησης περιγραφή. Στην «Γλυκοφιλούσα»
για παράδειγμα, περιγράφει ένα σπίτι των
ανέμων – «την μόνην φιλοκτημοσύνη του και μόνη του πλεονεξία» - σε ένα απόκρημνο σημείο βόρεια όπου μπορεί
να αντικρύζει την μεγάλην πόλην. Στο «Καμίνι», επίσης αρχίζει μια εξωπραγματική
περιγραφή που έχει ανθολογήσει μοναχή της ο Ελύτης, στην Μαγεία του
Παπαδιαμάντη, μια περιγραφή εκείνου του δροσερού χώρου, του φυσικού σχηματισμού,
της χοάνης δίπλα στην θάλασσα, φορτωμένης με τόσες αλληγορίες και που ήταν αντικείμενο ονείρων του αφηγητή σε
νεαρή ηλικία. Αυτό φαίνεται να μην συνδέεται με την ιστορία των ανθρώπων που θα
ιστορηθεί στο διήγημα, της Τσούλας που θέλουν οι γονείς να την παντρέψουν με
τον μεγαλύτερό της και του Νίκου και έχει κάνει αρκετούς μελετητές να
δυσανασχετήσουν. Σχετικά αναφέρει ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος σε κείμενό του[2] στα Παπαδιαμαντικά
Τετράδια, δίνοντας μάχη για την υπεράσπιση του «διηγήματος» που υποτίμησαν και
ο Κωστής Παλαμάς και ο Γάλλος καθηγητής και μελετητής του Παπαδιαμάντη Γκυ
Σωνιέ. Σαν να υπάρχουν δηλαδή δυο φωνές στη διήγημα, του ποιητή και
διηγηματογράφου και μιλούν χωριστά, χωριστά αν δεν έχεις αυτιά να ακούσεις την
συγχορδία. Έτσι και ο αναγνώστης, της Μαυρομαντηλούς, θα αντιμετωπίσει στιγμές
αμηχανίας διαβάζοντας στην αρχή του διηγήματος για αυτόν τον παράξενο κήπο του
Μπαρμπα – Γιαννιού. Μια χωριστή ιστορία θαρρείς, αν και πιστεύω πως σε κάθε
περίπτωση – και για όλα τα προηγούμενα – για ένα ενιαίο διήγημα πρόκειται, έργο
σε δύο πράξεις, σε δύο μέρη που συνθέτουν εν τέλει στην αντίθεση και στην
διαφορά τους μια «διαλεκτική φαντασμαγορία». Επειδή
ο αφηγητής μιλά για έναν καθημερινό ήρωα τον Μπαρμπα – Γιαννιό και τον κήπο
του, το περιβόλι του και τους καρπούς του, μπαίνεις στην ανάγνωση ανυποψίαστος,
με τη βεβαιότητα ότι θα συναντήσεις μια ιστορία ανθρώπων, από τη συλλογή των
αφηγήσεων της παιδικής ηλικίας του συγγραφέως, του ταμείου των ψυχών που
αναφέρει ο Κωστής Παπαγιώργης[3]. Θα αφουγκραστείς τη βιασύνη
του ιερέως που τρέχει να προλάβει την Ανάστση, θα αντικρύσεις το λευκό ρόδο που
κοσμεί το στήθος μιας κοπέλλας, θα διαβάσεις τα γράμματα του εξαδέλφου που προ
πολλών ετών ξενιτεύθηκε στην Αμερικήν, θα μάθεις για την ιστορία του παιδιού
που γλύτωσε ή δεν γλύτωσε αυτή τη φορά από τον πνιγμό, ξεφεύγοντας από την
προσοχή της μητέρας ή της μάμμης του…
Βεβαίως και μαθαίνεις για τις υποχρεώσεις του Μπαρμπα – Γιαννιού προς τις
αδελφές του – ίσως υπαινιγμός για το βαρύ φορτίο του ιδίου του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη – όπως επίσης και την ιστορία της εγκαρτέρησης μιας μάνας, την
στοργή της μητριάς προς την αγαπημένη ψυχοκόρη, αλλά και για εκείνο το
βράχο, τη Μαυρομαντηλού, με τον οποίο ο ήρωας έχει, φαίνεται, μυστηριώδη σύνδεσμο. Εν τούτοις το κείμενο δεν
προχωρεί αλλά επί μακρόν ο αφηγητής φαίνεται να εντρυφεί και να βρίσκει
ιδιαιτέραν απόλαυση στην περιγραφή ενός κήπου, του κήπου του μπαρμπα –
Γιαννιού. Έπαινοι για τον ιδιοκτήτη και
τον ζηλευτό του κήπο, από όπου με το γαϊδουράκι
του επιστρέφει με τους καρπούς
των κόπων του, τις λαχανίδες τα κουνουπίδια και τα μποστανικά του, τέτοια
ευλογημένη καρποφορία που κάποιοι των κατηγορούν ότι τα έχει γητεμένα όλα αυτά,
ότι προσφεύγει σε άλλες δυνάμεις έχοντας κάνει
μυστικές και ανταλλαγές με τον κόσμο τον δαιμονικό.
Αυτή η υποψία τραβά
την προσοχή και σιγά σιγά η αφήγηση ξεφεύγει, περνά στην υπερβολή, υποψιάζει
καλλίτερα θα έλεγα βεβαιώνει ότι ίσως και ο κήπος αυτός είναι «θεόκτιστος» όπως
αποκαλείται το Καμίνι, ότι ο Παπαδιαμάντης άρχισε να περιγράφει όχι ένα περιβολάκι
του Θεού, όπως κάποιοι ανέμεναν, αλλά ένα περιβολάκι του Παπαδιαμάντη. Αξίζει
λοιπόν την προσοχή μας αυτό το περιβολάκι και ας καθυστερήσουμε για να
διαβάσουμε το πώς είναι φτιαγμένο μια και ό, τι θα αντικρύσουμε εκεί δεν
συγκρίνεται σε καμιά περίπτωση με οτιδήποτε θα μπορούσαμε να περιμένουμε σε ένα περιβολάκι. Αυτός ο κήπος λοιπόν δεν είναι απλώς ένα λαμπρόν και
μεγαλοπρεπές αλλά είναι ένα α χ α ν έ
ς περιβόλι. Αχανές: τεράστιο, ακάλυπτο.
Μετά υπάρχουν οι παραβολές και οι συγκρίσεις με τον Όμηρο, που έβαλε λέει «εκ παραλλήλου τα κύματα της
θαλάσσης και του αγρού με τους κομμώντας στάχεις» και το υπέροχο παράθεμα ότι «εκινήθη δ’ αγορή φη κύματα
μακρά θαλάσσης», και για τους ανέμους που φυσούν τον Εύρο, τον Νότο και τον Ζέφυρο που
παίζει με τα στάχυα: «λάβρος επαιγίζων, επί τ’ ημύει ασταχύσσεσιν»
Ο κήπος δεν είναι κήπος. Τα άγρια χόρτα του αγρού,
γιγαντιαία, «πελώρια, άγρια ή κηπευτά, δεν έπαυαν να
οργώνονται., να σχηματίζουν αύλακες και να είναι γαλήνια, ομαλά, απ’ αρχής, από
καταβολής κόσμου». Περιγραφή που σε παραπέμπει βεβαίως στη θάλασσα, την
ευμεταβλητότητα αλλά και στον Βιργίλιο και τις μεταφορές του για την ποίηση και
το όργωμα της γης. Υποψιασμένος λοιπόν για
το παιχνίδι των ανέμων στα στάχυα – τα θεωρείς ως στίχους και ακούς πλέον τις φωνές. Ακούς τους στάχεις «να
φρίσσωσιν, να κροαίνοωσι, να βρέμωσι, να ηχώσι, να πλαταγώσι, να κτυπώσι παν
αντίκτυπον σώμα». Νομίζω πως αν
δεν προχωρήσεις βιαστικά μπορείς να ακούσεις στον ήχο αυτό της τρικυμίας την
βοή της γραμμένης αράδας στο χωράφι. Αποκαλύπτεται η φωνή του Κειμένου, ο
κόσμος όλος όπως τον διαβάζεις.
Ο κήπος πριν από την ιστορία, ο κήπος – θάλασσα, είναι
μια πρωτοφανής αλληγορία της συγγραφικής έμπνευσης, της γραφής, είναι που κυρ
Αλέξανδρος ανοίγει την πόρτα στο εργαστήρι του και θέλει να μιλήσει για το πώς
σκαρώνει τις ιστορίες του. Η θάλασσα είναι πάντα το ασυνείδητο – από εκεί
αντλούνται και εκεί επιστρέφουν όλα, από εκεί αναδύονται οι χαρακτήρες και
μνημειώνονται οι ιστορίες.
Αρχέγονη διαδικασία η έμπνευση. Μαγεία και μόχθος. Κάποια στιγμή στον
Πανταρώτα, θα δούμε έτσι που στήνει το σκιάχτρο τον ήρωά του στη βάρκα – πάντα
πάνω στη θάλασσα βεβαίως – την τέχνη της κατασκευής.
Επιστρέφουμε όμως στο περιβόλι – κόσμο – μια και όλα εκεί αντικατοπτρίζονται
και από εκεί κατεβαίνουν στο χαρτί. Εκεί το το νησί του, οι άνθρωποί του, τα
γραΐδια, οι ιερείς, η θάλασσα, οι βάρκες, ο ουρανός… Μας λέει λοιπόν πως ο
ουράνιος θόλος κατοπτρίζεται στο βυθό του κήπου, πως ο κήπος είναι δηλαδή το
σύμπαν, με τον ήλιο τη σελήνη και τους αστερισμούς του, κάθε τι επίγειο
και υπέργειο και μαζί και ο βυθός όπου αυτά καθρεφτίζονται. Ο κήπος
είναι υπερκόσμιος είναι μυστήριο. Εν κατακλείδι: «Ο κήπος
είναι βιβλίον». Ο κήπος είναι ο
κήπος της γραφής. Κατά λέξη. Επί πλέον, μας λέει ότι ο κήπος είναι βιβλίον
ανοικτόν. «Αλλά βιβλίον με ιερογλυφικούς
χαρακτήρας, ή μ’ εκείνα τα «σήματα λυγρά», τα διατεθλασμένα, τα εγχαραγμένα επί
των γυμνών κρανίων των νεκρών, τα οποία λέγεται μεν ότι σημαίνουσι την μοίραν
του τεθνεώτος, αλλ’ αν δεν είναι τις μάντις, δεν δύναται να τ’ αναγνώσει…και
τούτο κατόπιν εορτής, αφού ο νεκρός έζησε…»
Η ανθρώπινη μοίρα, οι ιστορίες των ανθρώπων
εσαεί κείμενο – τα σήματα λυγρά – η ολέθρια μοίρα αλλά και το σήμα, το σημάδι,
η μοίρα, η ιστορία εγγεγραμμένη με τρόπο θεϊκά επινοημένο. Σχέση της γραφής με
το θάνατο, αλλά και ο ένθεος αναγνώστης – γραφεύς που γι αυτόν δεν υπάρχουν
μυστικά. Αν για τους άλλους αυτά είναι δύσληπτα, για τον Μπαρμπα Γιαννιό ο κήπος «ήτο
βιβλίον με κεφαλαιώδεις λαμπρούς χαρακτήρας, σαφές και ευανάγνωστον.» Μια σύγκλιση δηλαδή εντός του κειμένου, μια ταύτιση μεταφοράς και
κυριολεξίας μια και όλα αυτά τα μυστήρια τα άντρα, τα κοιλώματα, τα μυστικά του εδάφους είναι πια γράμματα, είναι
κεφαλαιώδεις λαμπροί χαρακτήρες – και με τις δύο έννοιες. Και σύμβολα και
ανθρώπινες ψυχές. Τα μυστήρια του κήπου είναι οικεία στον κηπουρό γιατί αυτός
γράφει.
Τα γνωρίζει ή τον γνωρίζουν εκείνα καλύτερα λέει ο
Παπαδιαμάντης και κατόπιν κλείνει την πόρτα του εργαστηρίου του και μένουν οι
γραμμένοι χαρακτήρες, μένει η αφήγηση
η ιστορία του «ξαδέλφου» από τρυφερού χρόνου και τα
πιστευτά και απίστευτα για την μάνα, τις αδελφές την ψυχοκόρη που ο αναγνώστης περίμενε
από την αρχή να συναντήσει στη «Μαυρομαντηλού».
Ο κήπος δεν υπάρχει πια. Μόνο η αφηγημένη ιστορία. Δεν υπάρχει εκτός από μια
υποσημείωση, μια χαραμάδα, που ξανανοίγει ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κλείνοντας το μάτι:
«Αντί φορτικής παρεκβάσεως, ας μου συγχωρηθεί μικρά
υποσημείωσις. Μη νομίσει τις ότι πλάττω ή επινοώ τι εκ των εν τω κειμένω. Και η
εγκαρτέρησις και<η> οικονομία της συζύγου και η στοργή της μητρυιάς είναι
γεγονότα εξ όσων είδα ιδίοις όμμασιν. Αλλ’ οι πολλοί πιστεύουσι προθύμως τα
μυθεύματα, η δε αλήθεια φαίνεται αυτοίς απιθανωτέρα του ψεύδους. Και εν τω καθ’
ημέραν βίω παρετήρησα ότι, οσάκις ηθέλησα χάριν παιδιάς να είπω ψευδές τι, παρ’
ελπίδα εύρον τους ακροατάς ευπίστους τόσον, ώστε, και διαμαρτυρομένου εμού
ύστερον ότι ηστεϊζόμην, δεν επείθοντο, αλλ’ επέμενον να πιστεύωσιν ως αληθές το
ψεύδος· οσάκις δ’ εδοκίμασα να είπω αλήθειάν τινα, τους εύρον δυσπίστους και
κακοπονήρως μειδιώντας. –Αλλ’ ας είναι βέβαιος ο αναγνώστης, ότι ημείς οι
διηγηματογράφοι
ίδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν ετύμοισιν ομοία,
ίδμεν δ’ εύτ’ εθέλωμεν αληθέα μυθήσασθαι.»
Ο διηγηματογράφος δηλαδή που κατασκευάζει και σκαρώνει
ιστορίες. Η ιδιαίτερη έγνοια να μιλήσει με άλλη γλώσσα, με μια άλλη φωνή για το
ίδιο, για αυτό που άφησε να φανεί για λίγο μέσα στην φαντασμαγορία της
αλληγορίας και των συμβόλων.
Η ιστορία και η κατασκευή της. Ο διηγηματογράφος και έμπνευσή του, η θάλασσά
του, ο κήπος του, το εργαστήρι του, τα έργα της ψυχής και του πνεύματός του.
[1] Διάβασα πρόσφατα στο
Πρωτοχρονιάτικο τεύχος των Παπαδιαμαντικών Τετραδίων του 2010, ένα μικρό
σημείωμα του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου
που αναφέρεται στο «θαλασσινό ονάριον» μια έκφραση την οποία ο εκλεκτός
επιμελητής επικαλείται για να ενισχύσει την άποψή του, αυτήν της λαμπρής
περιγραφής του θαλασσινού περιβολιού που περιγράφεται στην Μαυρομαντηλού. Η
ερμηνεία αυτή, την οποία διετύπωσε σε κείμενό του δημοσιευμένο στα μελετήματα είναι
του Άγγελου Μαντά[1].
Η άποψη αυτή δεν έπεισε φαίνεται όλους τους μελετητές ενώ κατά τον Ν. Δ. Τ. έπρεπε
να κλείσει οριστικά το θέμα. Θυμάμαι κι
εγώ πίστευα ότι επίσης έκλεινε το θέμα με τη δική μου ανάγνωση, αδημοσίευτη
αλλά αναρτημένη στο διαδίκτυο την ίδια χρονιά. Δεν είχα την τύχη να την
διαβάσει ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος ώστε να ακούσω τη γνώμη του. Τις
αντιρρήσεις στα δικά μου επιχειρήματα. Κι εγώ τότε κατέληγα ότι δεν επρόκειτο
για κήπο αλλά για μια μεταφορά, απολύτως και εκπληκτικά νεωτερική του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για την τέχνη της συγγραφής διηγημάτων. Αργότερα, πέντε
χρόνια αργότερα, ανακάλυψα ξαναδιαβάζοντας το Βαρδιάνος στα Σπόρκα, ένα
θαλασσινό περιβόλι εκεί που δεν το περίμενα, κοντά στην περιοχή που είναι τα παλιά
Λαζαρέτα[1]. Ένα
πραγματολογικό στοιχείο που ήρθε εκ των υστέρων να προσθέσει ότι ίσως υπήρχε
Μπαρμπα Γιαννιός ή κυρ Γιαννιός με γαίδουράκι και ίσως είχε κήπο, και ίσως
εκείνος ήταν η αφορμή για το θαλασσινό Ομηρικό περβόλι… Ωστόσο, όλες οι
παρατηρήσεις και τα ευρήματα αυτής της πρώτης ανάγνωσης, διαβάζοντας το διήγημα
ως σύνολο, ο κήπος είναι εκεί για να υποστηρίξει ολόκληρη την ιστορία του
Μπαρμπα Γιαννιού ενισχύουν την άποψη ότι ο κήπος δεν ήταν κήπος, είναι μια
μεταφορά για την τέχνη της συγγραφής, την τέχνη των διηγηματογράφων.
[2] Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος,
«Ανεμόσκαλα μεταξωτή», Παπαδιαμαντικά Τετράδια, Τεύχος 9, Πρωτοχρονιά 2010, σελ. 30 - 40
[3] Κωστής Παπαγιώργης, «Αλέξανδρος
Αδαμαντίου Εμμανουήλ», Εκδόσεις Καστανιώτη 1997
Πηγές εικόνων από το ΄Ιντερνετ:
http://www.kunstpedia.com/content_images/1/Smithsonion/Vincent-van-Gogh-Landscape-with-Wheat-Sheaves-and-Rising-Moon-5.jpg
http://users.dra.sch.gr/symfo/sholio/kimena/jpg/papadiamantis2.jpg
http://www.1st-art-gallery.com/thumbnail/168072/1/Fishing-Boats-At-Sea.jpg
4 σχόλια:
Εσείς οι διηγηματογράφοι, λοιπόν, ας είστε καλά να γράφετε όλα αυτά που τόσο εμείς απολαμβάνουμε.
Είναι κάθε φορά όταν διαβάζω όσα γράφει η Πόλυ που νιώθω σκέτη μαγεία...
ένα ταξιδευτικό ιδεολογικό μοντάζ με εικόνες και λόγια. Διηγηματογράφοι- κάποιοι ίσως είναι μάγοι...
Πραγματικά υπέροχη ανάρτηση, Πόλυ...
Το να αποκαλούν τον Παπαδιαμάντη απλώς ηθογράφο μού φαίνεται μικροψυχία. Για εμένα είναι ο μοναδικός ίσως "ποιητικός διηγηματογράφος" που πέρασε από τα ελληνικά γράμματα και γι' αυτό η μαγεία του είναι αξεπέραστη. Οι ιστορίες του μπορεί να καταγράφουν ήθη, να ασκούν ενίοτε έμμεση κοινωνική κριτική , αλλά είναι γραμμένες με τα μεθυστικά εργαλεία της ποίησης: φθόγγοι που επαναλαμβάνονται, εικόνες που επαναλαμβάνονται, περιγραφές-ζωγραφικοί πίνακες με κρυμμένους συμβολισμούς. Όσο τον διαβάζεις, τόσο αισθάνεσαι ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο στην αφήγησή του, ότι κάποια μυστήρια διαδρομή συνδέει κάθε στοιχείο με κάτι άλλο.
Γητευτής μέσα από την απλότητα.
«Να φρίσσωσιν, να κροαίνοωσι, να βρέμωσι, να ηχώσι, να πλαταγώσι, να κτυπώσι παν αντίκτυπον σώμα». Υπάρχει κάποιος που να μην αισθάνεται το κτύπημα του σταχυού-κύματος στο πρόσωπο την ώρα που διαβάζει αυτές τις γραμμές;
Ο Μαγικός κήπος του μπαρμπα Γιαννιού θυμίζει τόσο έντονα Χόγκουαρντ τού Χάρυ Πότερ το σχολείο, ώστε να απορεί κανείς πως χάνεται η ευκαιρία η βιβλιοπαραγωγή να εξαντλείται στα όρια της εγχώριας αγοράς. Πολύ εύστοχη η ματιά σου στο κλείσιμο τού ματιού τού Παπαδιαμάντη περί αληθούς ή ψευδούς...σκευωρίας.
Δημοσίευση σχολίου