Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Δρακοκτονίες και ο Άρχων των λέξεων στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη



 
H Αλίκη και ο Jabberwocky, ο Δράκος του nonsense της γλώσας

Όσοι έχουν δει την ταινία του Tim Burton  η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και την εκδοχή των περιπετειών που ιστορούνται εκεί – αφήνοντας προσωρινά τις ενστάσεις  για το τι υπηρετεί μια κινηματογραφική μεταφορά ενός μεγαλειώδους έργου  και διατηρώντας το δικαίωμα της συμμετοχής στη γοητεία και την  εσαεί έμπνευση και δημιουργία  από αυτό – θα παρατήρησαν την κεντρική, κεφαλαιώδους σημασίας θα λέγαμε,  θέση της δρακοκτονίας.  

Η Αλίκη ενδεδυμένη την πανοπλία του ιππότη, ως Αη Γιώργης, σκοτώνει το Δράκο, που είναι το μυθικό τέρας 
Jabberwocky.
Ο Jabberwocky είναι o δράκος  - ποίημα  - λήρος στην αρχή του βιβλίου με τις περιπέτειες της Αλίκης πίσω από τον Καθρέφτη. Ένα αριστουργηματικό ποίημα όπου ο Λιούις Κάρολ ασκεί στο έπακρο την μαγική τέχνη του μη – νοήματος, ακολουθώντας τον προσφιλή τρόπο του nonsense,  θρυμματίζοντας και ανασυνθέτοντας τις λέξεις, φυλακίζοντας το νόημα – τα  διπλά νοήματα – πολύ περισσότερο από όσο το είχε κάνει ο βασιλιάς των χρησμών ο Xάμπτυ – Ντάμπτυ όταν  κοκορευόταν ότι είναι ο κύριος και το αφεντικό των νοημάτων των λέξεων…

Ο
Jaberwocky είναι το Θηρίον και η Αλίκη θα το αντιμετωπίσει, επιτελώντας τη συμβολική  αποστολή της δρακοκτονίας, απελευθερώνοντας  - ίσως -  το νόημα,  όπως ο Αη Γιώργης απελευθερώνει τη βασιλοπούλα, το θύμα του Δράκου της παράδοσης,  που έχει και αυτός αποκλείσει τις πηγές των νερών…

Δράκοι και Αηγιώργηδες στον Αλέξανδρο  Παπαδιαμάντη
Χωρίς να θέλει κανείς να αποκλείσει το εύρος των συμβολισμών μιας  νίκης κατά του «Δράκου» και τι ενδεχομένως να σημαίνει  για τον εκάστοτε  ήρωα  (τους Αη Γιώργηδες ) της παράδοσης που την καταγάγει, από την εποχή του Απόλλωνα που σκότωσε τον Πύθωνα και του Περσέα όταν έσωσε την Ανδρομέδα, είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα και η αναλογίες της δρακοκτονίας κατά του φύλακα της γλώσσας της ταινίας με τρεις περιπτώσεις  συμβολικής «δρακοκτονίας» που απαντώνται στα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ο φύλακας των νερών, αυτός που έχει φέρει την ξηρασία στο μύθο, συνδέεται με την περίδεση του λόγου και της γλώσσας των θυμάτων του, σύμπτωμα ιδιαιτέρως σημαίνον στον Παπαδιαμάντη μια και έχει πλειστάκις ασχοληθεί με τα πάθη της γλώσσας, τους γητευτές και τις γητεύτριες του λόγου που σε οδηγούν στην άβυσσο της κολάσεως,  αλλά και με τα θύματα, τους χτυπημένους, τους τραυλούς, τους μογιλάλους…

Ο Αη Γιώργης -  Μανώλης και ο Δράκος  - Τσηλότατος
Η πρώτη περίπτωση συμβολικής δρακοκτονίας που θα αναφερθούμε, συμβαίνει στο διήγημα "Γουτού – Γουπατού". Πρωταγωνιστής είναι ο αγαθός μογιλάλος Μανώλης Ταπόης, ο Μανώλης το Χταπόδι, δηλαδή, με «την γλώσσαν του (την) δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων» με την οποίαν επιχειρούσε να μιλήσει ο δυστυχής, με απίστευτη δυσκολία στην άρθρωση «η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων» που καθιστούσαν αυτήν την γλώσσα «νηπιώδη», ακατανότητον με ελάχιστους εκ των συγχωριανών του ικανούς να την καταλαβαίνουν και να την μεταφράζουν.
Η μετάφραση της γλώσσας του Μανώλη Ταπόη,  είναι χάρισμα κάποιων καλόψυχων χωρικών, ακριβώς όπως το χάρισμα του ψαρά στο «μυρολόγι της φώκιας» που μπορούσε να μεταφράσει την άφωνον γλώσσα των φωκών, των πλασμάτων που είναι τόσο κοντά στις σειρήνες και έτσι μάθαμε κι εμείς τι έλεγαν τα λόγια  στο μυρολόγι της φώκιας για την μικρή Ακριβούλα.


Η ιδιόμορφη εκφορά του λόγου – το δέσιμο – του Μανώλη Ταπόη αλλά και οι άλλες αναπηρίες του, του στερούν – την καθ’ ολοκληρίαν ανθρώπινη ιδιότητά του.
«Το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές», γράφει ο Παπαδιαμάντης: «Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού, δεν εκινείτο ελευθέρως. η δεξιά χειρ αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου.»


Η αναφορά στους οδόντας του χιμαιρικού όντος του ταυροσκύλου, αλλά και αργότερα η  σύγκριση της πολύ μεγάλης αγάπης, στοργής και ανησυχίας του Μανώλη για την μητέρα του  με αυτήν της αγάπης των τεράτων και των Αγίων για την δική τους, κάνει το «το ήμισυ του ανθρώπου» να ακούγεται σαν «ήμισυ ανθρώπου»:
«Δια να σωθεί τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να επικαλεσθεί την μητέρα του τέρατος. «Αυδάν δέ Κραταιίν, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
Εις τους καθ’ ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είναι η προς την μητέρα φιλοστοργία, και εις τους Αγίους και εις τα τέρατα.»

Ο Μανώλης ανάμεσα σε άνθρωπο – τέρας και Άγιο
Ο Μανώλης είναι δηλαδή κάτι ανάμεσα, σε άνθρωπο και σε τέρας, σε άνθρωπο και σε  Άγιο, και με αυτές του τις δύο ιδιότητες θα αντιμετωπίσει τον «Δράκο»  της ιστορίας, που είναι ο ελεεινός Τσηλότατος, ένας bully της εποχής εκείνης, ένα αρχηγός μιας συμμορίας, ένας εκφοβιστής των μικρών παιδιών που τα συνοδεύει ο Μανώλης για να μη φοβούνται από τα περάσματα που κρατά ο Τσηλότατος.

Το θεριό της βρύσης ο Τσηλότατος
Η ταύτιση του Τσηλότατου με τον Δράκον αποκαλύπτεται όχι μόνο από τη δράση του, αποτελούσε μάστιγα

«Εις την Επάνω Ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο Βράχος εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος. Ήτο αυτός ο ανεγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωρίου. Τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαψά κα πλατέα, ως δύο κατάρτια. Εφόρει παρδαλήν φανέλαν, ήτις ήτο άμα το υποκάμισον και το επανωφόρι του, και κοντόν πανταλόνι, χειμώνα και θέρος. Άδειαν δεν είχε παιδί ή νέος ή γέρος να περάσει απ’ εκεί σιμά εις τον Βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγει εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας. Αν δεν του έδιδε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά, η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήσει τα ψωμιά. Έβαλλε φωτιά εις τα κλαδιά και τα έκαιεν, εις το προαύλιον του φούρνου· κι εφώναζε τ’ άλλα τα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ’ επάνω από την λαμπήν της φωτιάς, ως να ήτο ήδη τ’ Άι-Γιαννιού στο Λιοτρόπι. Από την μίαν γειτόνισσαν απήτει να του φέρει τυρόπιταν που να πλέει στο βούτυρο δια να φάγει, από την άλλην λαδόπιταν με λάδι πολύ, ή καμίαν γριά (μεγάλην τηγανίταν, ίσην με το τηγάνι), από την άλλην τυλιχτό (είδος κολοκυθόπιτας) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι.»

Αποτελεί μάστιγα αλλά και ταυτίζεται σαφέστατα με τον Δράκο:

«Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους δια τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γίνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλει εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον»

Ο Τσηλότατος, το θεριό της βρύσης, ο Δράκος και ο κυλός, χωλός και μογιλάλος Μανόλης, που θα καταφέρει χάρη στην συνδρομή ενός παιδιού που εγνώριζε την γλώσσα του και τον και θυμήθηκε την οδηγία που του είχε δώσει: «Άα γης Τότατο μάμι μίμι, έα ντά, χέι το αό χέι.» Οδηγία ακολουθούμενη από την Παπαδιαμαντική μετάφραση:  (Τουτέστιν· άμα ιδείς τον Τσηλότατο να κοντεύει να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλεις το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον  καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).)

Η επίκληση του ονόματος της μητρός  και νίκη κατά του δράκου εντός
Ετσι, ο Μανώλης ο Ταπόης, (Αη Γιώργης)  καταφέρνει να νικήσει τον Τσηλότατο (Δράκο) και θα τον είχε πνίξει από το σφίξιμο του χεριού – μέγγενης, αν κάποιος δεν τον ξεγελούσε λέγοντάς του ότι κινδυνεύει η μάνα του…

Η μάστιγα, ο τρόμος και ο εκφοβισμός, η ομοιότητα με τα μυθικά πνεύματα των πηγών, καθιστούν τον Τσηλότατο Δράκο, ενώ ο Μανώλης,  είναι ο ήρωας - θύμα, που τον αντιμετωπίζει οριστικά, εκτός από τις άλλες φορές που προστατεύει τα μικρά παιδάκια από τον εκφοβισμό της συμμορίας του. Εκτός από την στέρηση της γλώσσας και της λαλιάς του, βλάβη που συνυπάρχει ανεξήγητα με την παρουσία του "δράκου" και που επί τούτου ως  παιχνιώδες κρύψιμο του νοήματος υπάρχει και στο Jabberwocky, έχει ο ίδιος ζωώδεις – τερατώδεις ιδιότητες – το όνομα Χταπόδι, το χέρι του ταυρόσκυλου και υπεράνθρωπη δύναμη – άλλος δράκος και αυτή – στην οποία επιβάλλεται με την φιλοστοργία προς την μητέρα του, αφού αφήνει τον εαυτό του να εξαπατηθεί…
Νίκη δηλαδή κατά του δράκου του εκτός και κατά του δράκου του εντός…

Ο ένδον Δράκος και ο Ήρως Γιωργής
Μια άλλη περίπτωση δρακοκτονίας, όπου ο Αη Γιώργης και ο Δράκος ταυτίζονται με το ίδιο πρόσωπο, είναι η περίπτωση όπου ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, καταφέρνει να υπερνικήσει το θηρίο εντός του, τον θυμό, την οργή του και την επιθυμία να διαπράξει φόνο, όταν μαθαίνει ότι οι νεόνυμφη  την οποία πρέπει να περάσει απέναντι με τη βάρκα του με τον άντρα της  είναι η πρώτη του αγάπη, ο παιδικός του έρωτας η Αρχοντούλα…
Και δεν είναι μόνο το όνομα της κοπέλας Αρχοντούλα – Αρχοντοπούλα που ανακαλεί την ιστορία του δράκοντος, ούτε το υγρό στοιχείο που δεν υπάρχει εδώ με μορφή πηγής, αλλά ως θαλάσσιο πέρασμα το οποίο φυλά με τη βάρκα του ο ίδιος. 


Είναι ότι παρομοιάζεται σαφέστατα με δράκον, από την αρχή του διηγήματος.
 

«Εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δ ρ ά κ ο ν του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα»


Η εξωτερική ταύτιση με τον Δράκο, που αργότερα, όπως εξελίσσεται η αφήγηση μετατρέπεται σε ισχυρότατη εσωτερική σύγκρουση και αιματηρή πάλη:

«Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν... θα συνέλθουν... θα τρέξουν κατόπιν του... Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθή επάνω του, και θα τον σχίση με τα νύχια της τα μαύρα...»

Και η παρουσία του Δράκου με τον οποίο αναμετράται, του επιβάλει επίσης δεσμεύσεις στην έκφραση και στο λόγο:
«Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.»
Σε μια ανάγνωση του διηγήματος αυτού εκ παραλλήλου με την ταινία «Κράτησέ με» τηςΛουκίας Ρικάκη, μια ταινία που αναφέρεται στην απώλεια,  είχαμε ξανά αναφερθεί στην ανακοπή του λόγου, όπως το παιχνίδι των δακτύλων της θεραπείας στην ταινία, των αναμνήσεων του Γιωργή στο διήγημα,  που αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τον θρυμματισμό  που έχει προκαλέσει η απώλεια,  αποκαθιστώντας την αφήγηση…
Η σύγκρουση του Γιωργή Ήρωα με τον Γιωργή Δράκο, φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν στην φαντασία του
 
καταπληγωμένος, «αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων» και εν τέλει διευθετείται, όπως και εις την περίπτωση του Μανώλη με  μια ειρήνευση, αφού η μορφή της μητέρας του θέτει τέρμα στην νοερή σπαρακτική αντιπαράθεση και ο φόνος αποφεύγεται:
«Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης;”Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”»
Ο Γιωργής λοιπόν διεξάγει νίκη κατά του εσωτερικού θηρίου με μια έσωθεν επίκληση της μητρικής στοργής, των αναμνήσεων και των χειρονομιών που του είχε διδάξει η μητέρα του…
(Η έξωθεν επίκληση της μητέρας εν κινδύνω, έστω και ως ψευδολογία ήταν που απέτρεψε και συγκράτησε τον Μανώλη από το να κάνει ένα μοιραίο φονικό.)  Το ίδιο και τώρα…
Η επίκληση της μητρός αποτρέπει το κακό. 

Σαν να αντιστρέφονται οι ρόλοι δηλαδή, και αντί ο ήρωας να τρέχει να σώσει την αρχοντοπούλα από το θηρίο, η μητέρα του, η θηλυκή του πλευρά σώζει τον ίδιο από την ανεξέλεγκτη εκδήλωση του θυμού του. Η Μητέρα – ίσως με την μορφή της Παναγίας «εναέριος, παλλομένη» στο όραμα είναι που νικά τον Δράκο…


Ο Δράκος και η φωνή του

Ο τρίτος ήρωας του Παπαδιαμάντη που συγκρούεται με τον Δράκο είναι ο Κώτσος, ένα παλικαράκι που η κακή του τύχη, τα κουτσομπολιά του χωριού και ο κακός υπολογισμός των ημερών κυήσεως έκαναν τον ναυτικό πατέρα του να αμφιβάλει για την εντιμότητα της μάνας του και να τους εγκαταλείψει…
Ο μικρός μεγαλώνει με την μητέρα του και την αδελφή της. Τα τεχνάσματα και οι  παραπλανήσεις του λόγου έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας από την αρχή, όταν ο μικρός προσπαθεί να μάθει τι σημαίνει «μούλος» που τον φωνάζουν τα παιδιά και οι απαντήσεις που παίρνει είναι

«-Να! σε βλέπουν, βρε συ, που είσαι ξανθός… κι επειδή τάχα, απ’ την τρίχα σου, τους φαίνεται να μοιάζεις σαν μουλαράκι… γι’ αυτό σε φωνάζουν έτσι δα…»
 ή
«-Όπως της Μπουλίνας το γιο, που είναι κοκκινομάλλης, τόνε λένε Κοκκίνη… Και το Γιώργη της Μελάχρως, που είναι μαύρος, τόνε φωνάζουνε Αραπάκη… Κατάλαβες τώρα;»
Το ότι η επικράτεια του λόγου είναι ασταθής, κάτι  που θα φανεί  πολύ καθαρά, αργότερα με τις ιδιότητες της Δρακοσπηλιάς,  εκδηλώνεται σαν επικρεμάνος κινδυνος, με την μορφή κατάρας:
«-Το στόμα τους να πιαστεί!… να βγάλουν τη φάγουσα[3], ναι! ήρχισε να καταράται ταπεινή τη φωνή, ελθούσα εις επικουρίαν της αδελφής της, η Κρατήρα.»

Το πιάσιμο του στόματος, το χτύπημα, η βωβότης αυτό είναι ένας αρχέγονος φόβος, που προκαλεί ο Φύλακας των Νερών και της Φωνής. Το στόμα κρουνός, το απύλωτον από όπου ρέει η ομιλία όπως από τις πηγές το νερό με κάποια υπόγεια αναλογία, φαίνεται να  βρίσκεται και αυτό  στην κυριαρχία του Στοιχειού των νερών.  (Πρβλ: Όπου το καυκίον της χελώνης παραβάλλεται με το φόρεμα (κολόβιον) της γυναικός και το χάσκον στόμα της πολυλογίας γίνεται φρέαρ, βάραθρον και πύλη της κολάσεως στον Παπαδιαμάντη)
Από αυτό, από την βωβότητα και το "χτύπημα" κινδυνεύει όποιος περάσει έξω από την σπηλιά του Θηρίου, την Δρακοσπηλιά, από όπου ακούγεται μια μυστηριώδης βοή:

«Η οπή εντός του βράχου ανήρχετο εις διάστημα πολλών οργιών, ως ελέγετο, εις το κοίλον του βράχου και απέληγεν εις την κορυφήν όπου είχε διέξοδον. Ελέγετο ότι εκεί μέσα ενεφώλευε τον παλαιόν καιρόν ένας Δράκος, όστις έκρυπτεν εκεί θησαυρούς, τους οποίους εφύλαττον και  έβοσκον την νύκτα διάφοροι Αράπηδες, σκλάβοι του.
    Τριγύρω εις τα ερείπια έβγαιναν την νύκτα όχι ολίγα στοιχειά, εξωτικά και κρούσματα. Από την θέσιν των ερειπίων ήρχιζεν έν ρεύμα, στενόν, σύσκιον, το οποίον κατήρχετο βαθύ κάτω εις την κοιλάδα και εντός του ρεύματος, ολίγον παρακάτω από τα ερείπια, υπήρχε μία κρήνη παλαιά, εις την ρίζαν γηραιού δένδρου, μ’ ένα τάσι δεμένον δι’ αλύσεως εις κρίκον επί του γηραιού κορμού∙ εκαλείτο κοινώς το Κρύο Πηγάδι, ήτον δε κρύο όχι μόνον το νερόν, εκ του οποίου πολλοί δεν έπινον, λέγοντες ότι ήτον στοιχειωμένο, αλλ’ ο υγρός αήρ, το περιβάλλον και το σύσκιον και σκοτεινόν της μικράς κλεισωρείας. Πολλαί γραίαι, από τας πρωτινάς, όσαι είχον γεννηθεί περί τας αρχάς του αιώνος, όταν ήσαν αναγκασμέναι να διέλθωσιν από το στενόν τούτο, συνήθιζαν να χαιρετούν την παλαιάν κρήνην διά συνθηματικής ρήσεως:
    -Χαίρε και συ, Κρύο Πηγαδάκι με το ζώδιό σου!
    Μερικαί έλεγον «καημένο Κρύο Πηγάδι», και άλλαι τινές έλεγον ευφημότερον «Καλό Πηγάδι, με το ζώδιό σου!» Όλος ο τόπος τριγύρω, τα ερείπια και το ρεύμα, έβριθεν από νεράιδες την ημέραν, εμυρμηκία την νύκτα από στοιχεία και φαντάσματα.
    Εις το Κρύο Πηγάδι πολλοί διηγούντο ότι είχον ιδεί να κάθεται πλησίον ένας Αράπης, με την τσιμπούκα του. Διάφορα πλάσματα, χωριατόπουλα, τσομπανόπουλα και βοσκοπούλες, είχαν «χτυπηθεί» διότι ευρέθησαν εις κακήν ώραν σιμά στο Κρύο Πηγάδι. Η Καμπαναχμάκαινα, ποιμενίς προβάτων, και μήτηρ δέκα παιδιών, είχε πάθει την νύκτα από αφωνίαν και παραλυσίαν.»



Ο Δράκος, η πηγή του νερού, και η αφωνία και παραλυσία…το πλήγμα το οποίο επιφέρει στα θύματά του…

Ο μικρός Κώτσος, αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον Δράκο και να μπει στην σπηλιά…Και βεβαίως, δέχεται την επίθεση από τον Δράκο τον ένδον, εφόσον  η βουή, η φωνή του Δράκου τον φωνάζει με την χειρότερη προσφώνηση που θα μπορούσε να ακούσει:

«Συγχρόνως ο Κώτσος ήκουσεν, ή του εφάνη ότι ήκουσε, μίαν βοήν υποχθόνιον, υπόκωφον φωνήν, ήτις ήρχετο αγρία από τα βάθη του σπηλαίου.    Η φωνή του εφάνη ότι έλεγε:
    -Μού…λο! Μού…λο!
    Λοιπόν, ως και τα φαντάσματα ήξευραν την δυστυχίαν του! Λοιπόν και τα ξωτικά όλα εγνώριζαν το τρωτόν μέρος του! Και ο Δράκος διά της φωνής του επεκύρωνε τας φωνάς των μοθχηρών παιδίων!»
Την συντριβή του Κώτσου από την φωνή του Δράκου, τον Δράκο μέσα του, αποτρέπει και πάλι η καλόγνωμη Κρατήρα, που το όνομά της έχει το μητρικό σχήμα του Δοχείου. Η Κρατήρα είναι  σημαίνουσα μητρική μορφή για τον Κώτσο μια και αυτή εμφανίζεται κυρίως δυναμικά και όχι η μητέρα του στην ανατροφή του.
Η θεία του  λοιπόν εκλογικεύει το πλήγμα, και θεραπεύει την ψυχή του αγαπημένου της ανεψιού:
«Η Κρατήρα ησθάνθη πόνον και συγχρόνως εγέλασε. Ήρχισε να εξηγεί εις τον ανεψιόν της:    -Άμα αποκοτήσει κανείς και πάει στη Σπηλιά του Δράκου, νύχτα, μεσάνυχτα, αυτά θ’ ακούσει… Λένε πως η βοή εκείνη της Σπηλιάς έχει ένα ιδίωμα, να ξαναλέει στον άνθρωπο ό,τι καημό έχει στη ζωή του… Κείνο που του πονεί του καθενός, το λέει, τάχα με ανθρώπινη φωνή. Τ’ άκουσα που το έλεγαν οι παλαιοί, μα τώρα σ’ αυτά τα χρόνια δεν θα πήγε κανένας να μπει μες στη Σπηλιά. Εσένα σου φάνηκε πως άκουσες «Μούλο!» Αν επήγαινα εγώ μες στη Δρακοσπηλιά, θα μου εφαίνετο πως ακούω «το χρέος! το χρέος!», κείνον τον καημό που έχω. Αν επήγαινε η μάννα σου, θα έκαναν τ’ αυτιά της πως ακούει «το παιδί! το παιδί!» κι αν επήγαινε ο προκομμένος ο πατέρας σου, θ’ άκουε μια φωνή «το μέτρημα! το μέτρημα!» Αυτό είναι η φωνή του Δράκου.»

Γινόμαστε μάρτυρες δηλαδή και για τρίτη φορά της επικουρίας ώστε να νικηθεί κατά κράτος ο Δράκος, από μια μητρική μορφή, πολύ σημαντική για τον ήρωα…

Description: F:\pmeletios\images\ag_giorgios.jpg
O Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, 15ος αιώνας, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνλών
Ο Παπαδιαμάντης, ο Άγιος Γεωργιος και η δύναμη των λέξεων:
Ο Παπαδιαμάντης, αναφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου, στον ναίσκο του Αγίου Γεωργίου και στις εργασίες αναστήλωσής του, στη μορφή του Αγίου Γεωργίου ως στρατιωτικού Αγίου με τη στολή του και σε πλήρη εξαρτυση στην Παναγία την Γλυκοφιλούσα αλλά αποφεύγει να αναφερθεί στην δρακοκτονία. Αντιθέτως, σε  ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ακρόπολη, κάνει κριτική στην εκκλησία για την χαλάρωση του θρησκευτικού συναισθήματος και  γιατί δεν ενημερώνει τους πιστούς για τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο. Αναφερόμενος δε στο  βίο του σύμφωνα με τους συναξαριστές, δεν είναι η δρακοκτονία αυτό που επιλέγει να πει αλλά μια παράδοξη νίκη του κατά της αλαλίας:

 «Μια ημέρα ο άγιος εισελθών εις ναό ειδώλων παρόντος πολλού πλήθους λαού, απηυθύνθη προς εν των εκεί ξοάνων και είπε·
    «Λάβε ανθρωπίνην φωνήν και ειπέ εις τους ανθρώπους τούτους, εάν τα είδωλα εισί θεοί και αξίζωσι να λατρεύονται». Εις την διαταγήν του αγίου το λίθινον ξόανον έλαβε αμέσως λαλιάν ανθρώπου και ωμολόγησεν ότι τα είδωλα είναι ανάξια λατρείας και ότι μόνον ο Ιησούς είναι ο αληθινός Θεός. Συν τοις λέξεσι ταύταις άπαντα τα αγάλματα του ναού πεσόντα αυτομάτως συνετρίβησαν, όλος δε ο εκεί συνηθροισμένος κόσμος επίστευσεν εις Χριστόν.»


Για το άρθρο του Αλ. Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα Ακρόπολις (23 Απριλίου 1887) εδώ:


Τα τρία διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_fwnhdrakou.html

Εικόνες από: 


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Emtre l' ancient regime et le mouveaux.
Mεταξύ Δράκου και Αγίου, μεταξύ Μινώταυρου και Θησέα, μεταξύ Λερναίας Υδρας και Ηράκλειου άθλου.
Φαντάζομαι ότι στη Κίνα η μυθιστορία τού Δράκου δεν έχει τόσο μεταβατική μορφή ενώ στα καθ' ημάς εφεξής υπερισχύει τα τω Καίσαρος ο δρακουλίνος, τα τού Θεού ο άγιος. Tαυτόχρονα μεταφέρεται η πάλη ενστίκτου/πνεύματος στο εσωτερικό τού Καθ'ένα, σε μορφή Κένταυρου/Χείρωνος{Neadertal/Homo Sapiens}.