Ομολογώ ότι δεν έσπευσα να αγοράσω το τελευταίο βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά παρά το ότι είχα ακούσει ότι μόλις κυκλοφόρησε. Γιατί; Όχι φυσικά από κάποια ανεξήγητη αναποδιά, αλλά ήταν η πίεση της δουλειάς – τα « παραδοτέα» - και η ρουτίνα με έκαναν να το αναβάλω για το μέλλον. Όμως, στη τσάντα με τα βιβλία που πήρα μαζί μου για τις λίγες μέρες ξεκούρασης στην ορεινή Αρκαδία, μαζί με το Petals of Blood του Κενυάτη Ngugi wa Thiong'o και φυσικά το Art of Memory της Frances Yates ήταν και η Μαρία των Μογγόλων, χάρη στην πρόβλεψη του βιβλιοπωλείου του ΣΕΑ πριν από τη σήραγγα του Αρτεμισίου να το βάλει στις προθήκες του.
Οφείλω στο σοφό σύμβουλο - προμηθευτή του ΣΕΑ, το ότι είχα την ευκαιρία να το διαβάσω και εκτός φυσικά από το ότι ένιωσα τυχερή, επιβεβαιώνοντας ότι «ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι», διαπίστωσα ότι η κυρία Κορομηλά είχε τη δύναμη να με κάνει να συγκινηθώ δύο φορές με την ίδια αφήγηση.
Δεν την γνωρίζω προσωπικά – και δεν έχω διαβάσει συστηματικά το «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα» - αλλά ομολογώ ότι τη θαύμαζα από μακριά. Τα Σάββατα, άκουγα τις εκπομπές της στο Σκάι, όποτε τις πετύχαινα, και τη θαύμαζα κυρίως γιατί είχε καταφέρει σαν άτομο και έξω από τους κατεστημένους πανεπιστημιακούς θεσμούς, με την αυτονομία που όπως γράφει δεν της συγχώρεσε το σύστημα, να δημιουργήσει ένα καινούργιο πεδίο έρευνας και σπουδής της Ελληνικής ιστορίας και να δώσει μια νέα οπτική στην έννοια της ελληνικότητας, αναδεικνύοντας την συνύφανσή της με την ξεχασμένη ανατολή. Αυτό το προσωπικό παράδειγμα, χωρίς να θέλω να μειώσω τη θεωρητική της συμβολή – κάθε άλλο – με έκανε πολλές φορές να σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται και παράγουν όχι μόνο λογοτεχνικά αλλά και ερευνητικά παραμένοντας εκτός συστήματος. Πρόσφατα έμαθα για την απόλυσή της από το κρατικό ραδιόφωνο – είναι νομίζω τίτλος τιμής για εκείνη, να μην αριθμηθείται με τα τραγουδάκια της Γιουροβίζιον. Με έκπληξη φυσικά – μα τι νόμιζα; - διάβασα για το σκληρό βιοπορισμό της. Η αυτονομία έχει το τίμημά της. Και δεν είναι η μόνη. Ο Τσίρκας μου φαίνεται, σχολιάζει τα χαμένα ποιήματα – τις εμπνεύσεις του Καβάφη - που χάθηκαν την ώρα που εργαζόταν στην Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ.
Αν θυμάμαι καλά, πριν πέντε – έξι χρόνια, ήταν Σάββατο απόγευμα και η κυρία Κορομηλά μιλούσε στο συνέδριο της ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΣ για τις Πολιτιστικές Ταυτότητες και την Παγκοσμιοποίηση, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Η ώρα ήταν δύσκολη αλλά το αμφιθέατρο γεμάτο κόσμο. Μη βρίσκοντας κάθισμα, στάθηκα πίσω, με τους ορθίους.
«Ξέρετε», μου λέει η κυρία που στεκόταν δίπλα μου, «σήμερα ήρθα για να δω από κοντά τη Μαριάννα Κορομηλά».
« Κι εγώ το ίδιο», της απάντησα και ήταν αλήθεια, μια και μέχρι τότε αυτό που γνώριζα ήταν η «ερτζιανή φωνή», όπως εύστοχα γράφει ο Μισέλ Φάις στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της.
Σε αυτή τη διάλεξη ήταν που άκουσα για πρώτη φορά την κυρία Κορομηλά να αντικρούει το χαρακτηρισμό «έθνος ανάδελφον» και να απογειώνει το ακροατήριο αφηγούμενη τις εντυπώσεις της από την αίσθηση της υπέρτατης χαράς του κόσμου, ιδιαιτέρως στη Συρία της δεκαετίας του 1970 – 1980, όταν μάθαιναν ότι είναι «Γιουνάνα» (Γιουνάν =Ίων= Έλληνας),
«άρα Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ορθόδοξη, και, κατά συνέπεια, γι αυτούς, κομμάτι – και μάλιστα, εκλεκτό κομμάτι – του δικού τους κόσμου;» αναρρωτιέται περιγράφοντας πώς της αποκαλύφθηκε η ταυτότητά της, αυτή που της απέδιδαν οι Σύριοι και όλοι οι Μεσανατολίτες.
«Έμποροι, εστιάτορες, βοσκοί, φύλακες αρχαιοτήτων και συνεπιβάτες στα λεωφορεία, Σύριοι, Βεδουίνοι, Κούρδοι, Χαλδαίοι, Παλαιστίνιοι και Αρμένιοι, αδιαφορώντας πλήρως για αυτό που εγώ πίστευα ότι αντιπροσωπεύω, θεωρούσαν ύψιστη τιμή τη γνωριμία μας. Αυτό ήταν ολοφάνερο, αλλά μου διέφευγε αιτία. Αισθανόμουν ότι φέρω κάτι, σαν να εκπροσωπούσα κάποιον, σαν να μετέφερα μνήμες ή σύμβολα ή ποιος ξέρει τι άλλο αόρατο – ορατό σε αυτούς, με τους οποίους δεν είχα τρόπο να επικοινωνήσω με το λόγο (κι αν κάποιοι μιλούσαν γαλλικά ή αγγλικά, δεν έμπαιναν στον κόπο να μου εξηγήσουν, γιατί απλούστατα δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι χρειαζόμουν εξηγήσεις).»
Η αφήγηση – συμβουλεύμαι το βιβλίο όπου, περίπου με τον ίδιο τρόπο, παρατίθενται αυτά που είπε στην ομιλία της εκείνο το απόγευμα – συνεχίζεται με το ζαχαροπλαστείο στο Χαλέπι, όπου πληρώνοντας τα φιστικομπακλαβαδάκια που επρόκειτο να αγοράσει για να πάρει μαζί της στην Ελλάδα, αρχίζει η διαδικασία της αποτίναξης του «προσωπείου» της.
Επ’ αυτού δεν θα συνεχίσω άλλο, γιατί δεν επιθυμώ να παρέμβω αποκλιμακώνοντας την ένταση της αποκάλυψης, που ομολογώ παρά το ότι την «άκουγα» ξανά, με έκανε πάλι να δακρύσω, αυτή τη φορά διαβάζοντας.
Θα σταθώ όμως σε ένα άλλο θέμα που θίγει στο βιβλίο της και που πιστεύω πως έχει πολύ μεγάλη σχέση «με τον τρόπο» αυτού του ιστολογίου, τις πινακίδες από κερί. Δεν εννοώ την πρώτη ανάρτηση και την αναφορά στο Θεαίτητο, αλλά τη μεταφορική ονομασία που αποδίδει στον τόπο της μνήμης ο Κικέρων λέγοντας ότι τελικά τα άτομα που θέλουν να ασκήσουν τη μνήμη τους:
«πρέπει να επιλέγουν χώρους και να σχηματίζουν νοερές εικόνες των αντικειμένων που επιθυμούν να θυμηθούν. Πρέπει μετά να τοποθετούν αυτές τις νοερές εικόνες στις θέσεις, με τρόπο ώστε η διάταξη των θέσεων να διατηρεί τη σειρά των αντικειμένων, και οι εικόνες των αντικειμένων να συμβολίζουν τα ίδια τα αντικείμενα , και να χρησιμοποιούν αδιακρίτως τους τόπους και τις εικόνες αντίστοιχα σαν πινακίδες από κερί με τα γράμματα γραμμένα πάνω τους.»
Τα είπα αυτά όχι για να πω ότι η κυρία Κορομηλά χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο απομνημόνευσης (δεν την χρησιμοποιεί) αλλά γιατί εν τούτοις, απεικονίζει τις σκηνές από τη Βυζαντινή ιστορία σε ένα οικείο τοπίο του Πηλίου το οποίο καθιστά τοπίο μνήμης. Αυτό το κάνει συναρμόζοντας και φέρνοντας σε αντιστοιχία το χρόνο του βηματισμού της βγαίνοντας από το σπίτι αφ΄ ενός, και τον ιστορικό χρόνο με τον οποίο ρέουν τα γεγονότα αφ΄ετέρου. Είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που λέει ο Κικέρων αλλά εξ ίσου θαυμαστό και ίσως περισσότερο γοητευτικό.
«Ακόμα κι όταν κάνω τον περίπατό μου στα πηλιορείτικα μονοπάτια, μετρώ τα βήματά μου για να την συναντήσω (την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα ) στο χιλιοστό διακοσιοστό πεντηκοστό τρίτο βήμα και κάπου εκεί κάνω την πρώτη στάση. Καθισμένη στην ξερολιθιά δίπλα στο αυλάκι, μεταθέτω το ήρεμο τοπίο με τα πλατάνια στις εξοχές της Νίκαιας και τη βλέπω παιδούλα να κρατάει από το χέρι τον παιδαγωγό, επαναλαμβάνοντας μαζί του «Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα πολύτροπον,...» δίχως να φαντάζεται η καψερή ούτε σε ποιον άντρα θα την ξαπόστελνε ο μπαμπάκας της [...]
Για τη μετάβαση στη γενέτειρα της Μαρίας, όλα είναι προετοιμασμένα (είμαι ειδήμων στο είδος) από τη στιγμή που βγαίνω από το σπίτι. Το σημείο εκκίνησης ειναι οι καρυδιές στη γωνία του κήπου. Μόλις περάσω, αφοσιώνομαι στο μέτρημα, αρχίζοντας από το συμβατικό έτος γέννησης του Χριστού, τον καιρό της παντοδυναμίας του Οκταβιανού Αυγούστου [...]
Ανακαλώντας λοιπόν τους εστεμμένους ανά εκατονταετία (στα εκατό βρίσκεται ο στρατηλάτης Τραϊανός, στα διακόσια ο Αφρικανός λεγεωνάριος Σεπτίμιος Σεβήρος [...] αν περπάτησα χωρίς διακοπή φτάνω στην ξερολιθιά τον καιρό της δυναστείας του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρι [...] αν αναγκάστηκα να διακόψω κάπου το ρυθμό του βηματισμού μου, στα σκιερά πλατάνια συναντώ το εκθρονισμένο εκείνο μειράκιον, τον οκατετή Ιωάννη Δ΄Λάσκαρι [...]
Εξ άλλου η εναλλαγή των εικόνων γύρω μου αντιστοιχεί κάπως στην εναλλαγή των ιστορικών εποχών – τουλάχιστον έτσι τα όρισα, περπατώντας καθημερινά μέχρι το δάσος.»
Ο περίπατος δεν τελειώνει εδώ. Κάτι παρόμοιο κάνει περπατώντας και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Δεν είναι μόνο το εργαστήρι του ιστορικού, η βιβλιοθήκη, το γραφείο του, που αποκαλύπτονται κάνοντας το βιβλίο αυτό συναρπαστικό και εξαιρετικό. [Χωρίς να υποτιμώ καθόλου το φαγητό, άλλωστε στο Πανόραμα λειτουργούσε εστιατόριο, γιατί άραγε η επιλογή του trendy όρου «η κουζίνα του ιστορικού» για να ονομαστεί η σειρά; Οι σειρές μάλλον, αφού μετά την «κουζίνα του συγγραφέα» υπάρχει και το ανεκδιήγητο « η κουζίνα του ζωγράφου»!]. Είναι η συνάντηση με τον άνθρωπο δημιουργό και με όσα αποκαλύπτονται ή εννοούνται από τα στοιχεία της βιογραφίας του που και αυτά συντηρούν το μύθο Μαριάννα Κορομηλά που μας έκανε να τρέχουμε Σαββατιάτικα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών να την ακούσουμε.
Μια και μιλάμε για γραφείο και αποδελτιώσεις ένα τελευταίο απόσμασμα:
« Κρατούσα σημειώσεις σε δελτία, λοιπόν. Αλλά και σε τετράδια, παλαιά ημερολόγια, μπακαλοτέφτερα, διαφόρων ειδών χαρτάκια και, προπαντός, στο πίσω μέρος του τσιγαρόκουτου (Καρέλια άφιλτρα επί δεκαετίες, το καλύτερο σημειωματάριο αμέσως μετά το δελτίο). 'Ομως ο απειθάρχητος χαρακτήρας μου, η βιασύνη και η τσαπατσουλιά με έκαναν συχνά πυκνά να ξεγλιστράω από το μεθοδικό έργο της αποδελτίωσης σε καρτέλες – κι ας θύμωνε ο Αγγέλου. Πολλές φορές το μετάνιωσα, ορκίστηκα να πειθαρχήσω, άνοιγα το καινούριο βιβλίο, έχοντας τα δελτία στο ξύλινο κουτί δίπλα, έγραφα καμιά τριανταριά, τα τακτοποιούσα γεμάτη υπερηφάνεια, κι ύστερα σημείωνα όπου έβρισκα. Ακόμα και σε λογαριασμούς της Δ.Ε.Η. (σ. 85)»
Το χαρτονάκι από πακέτο των τσιγάρων – αυτοσχέδιο δελτίο – για τη σχολαστική ερευνήτρια, είχε χρησιμοποιηθεί και πριν, κατά τη δεκαετία του πενήντα στην Αμερική, από την Alice Kober. Η γυναίκα, αυτή πριν από το Ventris, είχε καταχωρίσει 190.000 χαρακτήρες της Μυκηναϊκής γραφής χρησιμοποιώντας 42.000 τέτοιες καρτέλλες και είχε προχωρήσει σημαντικά στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει το έργο της γιατί πέθανε πρόωρα. Το γεγονός ότι εκτός από φιλολογία – το διδακτορικό της ήταν στη Χρήση των χρωματικών όρων στους ΄Ελληνες Ποιητές από τον Όμηρο ως το 146 π.Χ. εκτός από τα Επιγράμματα - είχε μελετήσει Χημεία, Μαθηματικά και Αστρονομία για να μπορέσει να χειριστεί καλύτερα το θέμα της και το έργο της ζωής της, μου θυμίζει την μαθητεία της κ. Κορομηλά στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή και τη σπουδή στον ίππο που πραγματοποίησε για να μπορέσει να φανταστεί τους Μογγόλους «ιπποτοξότες» που συντρόφεψαν την Παλαιολογίνα για τόσα χρόνια, αλλά και για την αναγνώριση των φυτών και του ρόλου της γεωργίας στη ζωή των λαών της εποχής εκείνης.
Η φωτογραφία με τις καρτέλλες της Kober προέρχεται από το αρχείο του Chris Williams του τμήματος Κλασσικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν.