Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Η κυρά των Μογγόλων, τα τοπία της μνήμης και τα "καρέλια άφιλτρα"


Ομολογώ ότι δεν έσπευσα να αγοράσω το τελευταίο βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά παρά το ότι είχα ακούσει ότι μόλις κυκλοφόρησε. Γιατί; Όχι φυσικά από κάποια ανεξήγητη αναποδιά, αλλά ήταν η πίεση της δουλειάς – τα « παραδοτέα» - και η ρουτίνα με έκαναν να το αναβάλω για το μέλλον. Όμως, στη τσάντα με τα βιβλία που πήρα μαζί μου για τις λίγες μέρες ξεκούρασης στην ορεινή Αρκαδία, μαζί με το Petals of Blood του Κενυάτη Ngugi wa Thiong'o και φυσικά το Art of Memory της Frances Yates ήταν και η Μαρία των Μογγόλων, χάρη στην πρόβλεψη του βιβλιοπωλείου του ΣΕΑ πριν από τη σήραγγα του Αρτεμισίου να το βάλει στις προθήκες του.
Οφείλω στο σοφό σύμβουλο - προμηθευτή του ΣΕΑ, το ότι είχα την ευκαιρία να το διαβάσω και εκτός φυσικά από το ότι ένιωσα τυχερή, επιβεβαιώνοντας ότι «ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι», διαπίστωσα ότι η κυρία Κορομηλά είχε τη δύναμη να με κάνει να συγκινηθώ δύο φορές με την ίδια αφήγηση.
Δεν την γνωρίζω προσωπικά – και δεν έχω διαβάσει συστηματικά το «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα» - αλλά ομολογώ ότι τη θαύμαζα από μακριά. Τα Σάββατα, άκουγα τις εκπομπές της στο Σκάι, όποτε τις πετύχαινα, και τη θαύμαζα κυρίως γιατί είχε καταφέρει σαν άτομο και έξω από τους κατεστημένους πανεπιστημιακούς θεσμούς, με την αυτονομία που όπως γράφει δεν της συγχώρεσε το σύστημα, να δημιουργήσει ένα καινούργιο πεδίο έρευνας και σπουδής της Ελληνικής ιστορίας και να δώσει μια νέα οπτική στην έννοια της ελληνικότητας, αναδεικνύοντας την συνύφανσή της με την ξεχασμένη ανατολή. Αυτό το προσωπικό παράδειγμα, χωρίς να θέλω να μειώσω τη θεωρητική της συμβολή – κάθε άλλο – με έκανε πολλές φορές να σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται και παράγουν όχι μόνο λογοτεχνικά αλλά και ερευνητικά παραμένοντας εκτός συστήματος. Πρόσφατα έμαθα για την απόλυσή της από το κρατικό ραδιόφωνο – είναι νομίζω τίτλος τιμής για εκείνη, να μην αριθμηθείται με τα τραγουδάκια της Γιουροβίζιον. Με έκπληξη φυσικά – μα τι νόμιζα; - διάβασα για το σκληρό βιοπορισμό της. Η αυτονομία έχει το τίμημά της. Και δεν είναι η μόνη. Ο Τσίρκας μου φαίνεται, σχολιάζει τα χαμένα ποιήματα – τις εμπνεύσεις του Καβάφη - που χάθηκαν την ώρα που εργαζόταν στην Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ.

Αν θυμάμαι καλά, πριν πέντε – έξι χρόνια, ήταν Σάββατο απόγευμα και η κυρία Κορομηλά μιλούσε στο συνέδριο της ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΣ για τις Πολιτιστικές Ταυτότητες και την Παγκοσμιοποίηση, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Η ώρα ήταν δύσκολη αλλά το αμφιθέατρο γεμάτο κόσμο. Μη βρίσκοντας κάθισμα, στάθηκα πίσω, με τους ορθίους.

«Ξέρετε», μου λέει η κυρία που στεκόταν δίπλα μου, «σήμερα ήρθα για να δω από κοντά τη Μαριάννα Κορομηλά».
« Κι εγώ το ίδιο», της απάντησα και ήταν αλήθεια, μια και μέχρι τότε αυτό που γνώριζα ήταν η «ερτζιανή φωνή», όπως εύστοχα γράφει ο Μισέλ Φάις στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της.

Σε αυτή τη διάλεξη ήταν που άκουσα για πρώτη φορά την κυρία Κορομηλά να αντικρούει το χαρακτηρισμό «έθνος ανάδελφον» και να απογειώνει το ακροατήριο αφηγούμενη τις εντυπώσεις της από την αίσθηση της υπέρτατης χαράς του κόσμου, ιδιαιτέρως στη Συρία της δεκαετίας του 1970 – 1980, όταν μάθαιναν ότι είναι «Γιουνάνα» (Γιουνάν =Ίων= Έλληνας),

«άρα Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ορθόδοξη, και, κατά συνέπεια, γι αυτούς, κομμάτι – και μάλιστα, εκλεκτό κομμάτι – του δικού τους κόσμου;» αναρρωτιέται περιγράφοντας πώς της αποκαλύφθηκε η ταυτότητά της, αυτή που της απέδιδαν οι Σύριοι και όλοι οι Μεσανατολίτες.


«Έμποροι, εστιάτορες, βοσκοί, φύλακες αρχαιοτήτων και συνεπιβάτες στα λεωφορεία, Σύριοι, Βεδουίνοι, Κούρδοι, Χαλδαίοι, Παλαιστίνιοι και Αρμένιοι, αδιαφορώντας πλήρως για αυτό που εγώ πίστευα ότι αντιπροσωπεύω, θεωρούσαν ύψιστη τιμή τη γνωριμία μας. Αυτό ήταν ολοφάνερο, αλλά μου διέφευγε αιτία. Αισθανόμουν ότι φέρω κάτι, σαν να εκπροσωπούσα κάποιον, σαν να μετέφερα μνήμες ή σύμβολα ή ποιος ξέρει τι άλλο αόρατο – ορατό σε αυτούς, με τους οποίους δεν είχα τρόπο να επικοινωνήσω με το λόγο (κι αν κάποιοι μιλούσαν γαλλικά ή αγγλικά, δεν έμπαιναν στον κόπο να μου εξηγήσουν, γιατί απλούστατα δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι χρειαζόμουν εξηγήσεις).»

Η αφήγηση – συμβουλεύμαι το βιβλίο όπου, περίπου με τον ίδιο τρόπο, παρατίθενται αυτά που είπε στην ομιλία της εκείνο το απόγευμα – συνεχίζεται με το ζαχαροπλαστείο στο Χαλέπι, όπου πληρώνοντας τα φιστικομπακλαβαδάκια που επρόκειτο να αγοράσει για να πάρει μαζί της στην Ελλάδα, αρχίζει η διαδικασία της αποτίναξης του «προσωπείου» της.
Επ’ αυτού δεν θα συνεχίσω άλλο, γιατί δεν επιθυμώ να παρέμβω αποκλιμακώνοντας την ένταση της αποκάλυψης, που ομολογώ παρά το ότι την «άκουγα» ξανά, με έκανε πάλι να δακρύσω, αυτή τη φορά διαβάζοντας.
Θα σταθώ όμως σε ένα άλλο θέμα που θίγει στο βιβλίο της και που πιστεύω πως έχει πολύ μεγάλη σχέση «με τον τρόπο» αυτού του ιστολογίου, τις πινακίδες από κερί. Δεν εννοώ την πρώτη ανάρτηση και την αναφορά στο Θεαίτητο, αλλά τη μεταφορική ονομασία που αποδίδει στον τόπο της μνήμης ο Κικέρων λέγοντας ότι τελικά τα άτομα που θέλουν να ασκήσουν τη μνήμη τους:

«πρέπει να επιλέγουν χώρους και να σχηματίζουν νοερές εικόνες των αντικειμένων που επιθυμούν να θυμηθούν. Πρέπει μετά να τοποθετούν αυτές τις νοερές εικόνες στις θέσεις, με τρόπο ώστε η διάταξη των θέσεων να διατηρεί τη σειρά των αντικειμένων, και οι εικόνες των αντικειμένων να συμβολίζουν τα ίδια τα αντικείμενα , και να χρησιμοποιούν αδιακρίτως τους τόπους και τις εικόνες αντίστοιχα σαν πινακίδες από κερί με τα γράμματα γραμμένα πάνω τους

Τα είπα αυτά όχι για να πω ότι η κυρία Κορομηλά χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο απομνημόνευσης (δεν την χρησιμοποιεί) αλλά γιατί εν τούτοις, απεικονίζει τις σκηνές από τη Βυζαντινή ιστορία σε ένα οικείο τοπίο του Πηλίου το οποίο καθιστά τοπίο μνήμης. Αυτό το κάνει συναρμόζοντας και φέρνοντας σε αντιστοιχία το χρόνο του βηματισμού της βγαίνοντας από το σπίτι αφ΄ ενός, και τον ιστορικό χρόνο με τον οποίο ρέουν τα γεγονότα αφ΄ετέρου. Είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που λέει ο Κικέρων αλλά εξ ίσου θαυμαστό και ίσως περισσότερο γοητευτικό.


«Ακόμα κι όταν κάνω τον περίπατό μου στα πηλιορείτικα μονοπάτια, μετρώ τα βήματά μου για να την συναντήσω (την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα ) στο χιλιοστό διακοσιοστό πεντηκοστό τρίτο βήμα και κάπου εκεί κάνω την πρώτη στάση. Καθισμένη στην ξερολιθιά δίπλα στο αυλάκι, μεταθέτω το ήρεμο τοπίο με τα πλατάνια στις εξοχές της Νίκαιας και τη βλέπω παιδούλα να κρατάει από το χέρι τον παιδαγωγό, επαναλαμβάνοντας μαζί του «Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα πολύτροπον,...» δίχως να φαντάζεται η καψερή ούτε σε ποιον άντρα θα την ξαπόστελνε ο μπαμπάκας της [...]
Για τη μετάβαση στη γενέτειρα της Μαρίας, όλα είναι προετοιμασμένα (είμαι ειδήμων στο είδος) από τη στιγμή που βγαίνω από το σπίτι. Το σημείο εκκίνησης ειναι οι καρυδιές στη γωνία του κήπου. Μόλις περάσω, αφοσιώνομαι στο μέτρημα, αρχίζοντας από το συμβατικό έτος γέννησης του Χριστού, τον καιρό της παντοδυναμίας του Οκταβιανού Αυγούστου [...]
Ανακαλώντας λοιπόν τους εστεμμένους ανά εκατονταετία (στα εκατό βρίσκεται ο στρατηλάτης Τραϊανός, στα διακόσια ο Αφρικανός λεγεωνάριος Σεπτίμιος Σεβήρος [...] αν περπάτησα χωρίς διακοπή φτάνω στην ξερολιθιά τον καιρό της δυναστείας του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρι [...] αν αναγκάστηκα να διακόψω κάπου το ρυθμό του βηματισμού μου, στα σκιερά πλατάνια συναντώ το εκθρονισμένο εκείνο μειράκιον, τον οκατετή Ιωάννη Δ΄Λάσκαρι [...]
Εξ άλλου η εναλλαγή των εικόνων γύρω μου αντιστοιχεί κάπως στην εναλλαγή των ιστορικών εποχών – τουλάχιστον έτσι τα όρισα, περπατώντας καθημερινά μέχρι το δάσος

Ο περίπατος δεν τελειώνει εδώ. Κάτι παρόμοιο κάνει περπατώντας και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Δεν είναι μόνο το εργαστήρι του ιστορικού, η βιβλιοθήκη, το γραφείο του, που αποκαλύπτονται κάνοντας το βιβλίο αυτό συναρπαστικό και εξαιρετικό. [Χωρίς να υποτιμώ καθόλου το φαγητό, άλλωστε στο Πανόραμα λειτουργούσε εστιατόριο, γιατί άραγε η επιλογή του trendy όρου «η κουζίνα του ιστορικού» για να ονομαστεί η σειρά; Οι σειρές μάλλον, αφού μετά την «κουζίνα του συγγραφέα» υπάρχει και το ανεκδιήγητο « η κουζίνα του ζωγράφου»!]. Είναι η συνάντηση με τον άνθρωπο δημιουργό και με όσα αποκαλύπτονται ή εννοούνται από τα στοιχεία της βιογραφίας του που και αυτά συντηρούν το μύθο Μαριάννα Κορομηλά που μας έκανε να τρέχουμε Σαββατιάτικα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών να την ακούσουμε.

Μια και μιλάμε για γραφείο και αποδελτιώσεις ένα τελευταίο απόσμασμα:

« Κρατούσα σημειώσεις σε δελτία, λοιπόν. Αλλά και σε τετράδια, παλαιά ημερολόγια, μπακαλοτέφτερα, διαφόρων ειδών χαρτάκια και, προπαντός, στο πίσω μέρος του τσιγαρόκουτου (Καρέλια άφιλτρα επί δεκαετίες, το καλύτερο σημειωματάριο αμέσως μετά το δελτίο). 'Ομως ο απειθάρχητος χαρακτήρας μου, η βιασύνη και η τσαπατσουλιά με έκαναν συχνά πυκνά να ξεγλιστράω από το μεθοδικό έργο της αποδελτίωσης σε καρτέλες – κι ας θύμωνε ο Αγγέλου. Πολλές φορές το μετάνιωσα, ορκίστηκα να πειθαρχήσω, άνοιγα το καινούριο βιβλίο, έχοντας τα δελτία στο ξύλινο κουτί δίπλα, έγραφα καμιά τριανταριά, τα τακτοποιούσα γεμάτη υπερηφάνεια, κι ύστερα σημείωνα όπου έβρισκα. Ακόμα και σε λογαριασμούς της Δ.Ε.Η. (σ. 85)»

Το χαρτονάκι από πακέτο των τσιγάρων – αυτοσχέδιο δελτίο – για τη σχολαστική ερευνήτρια, είχε χρησιμοποιηθεί και πριν, κατά τη δεκαετία του πενήντα στην Αμερική, από την Alice Kober. Η γυναίκα, αυτή πριν από το Ventris, είχε καταχωρίσει 190.000 χαρακτήρες της Μυκηναϊκής γραφής χρησιμοποιώντας 42.000 τέτοιες καρτέλλες και είχε προχωρήσει σημαντικά στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει το έργο της γιατί πέθανε πρόωρα. Το γεγονός ότι εκτός από φιλολογία – το διδακτορικό της ήταν στη Χρήση των χρωματικών όρων στους ΄Ελληνες Ποιητές από τον Όμηρο ως το 146 π.Χ. εκτός από τα Επιγράμματα - είχε μελετήσει Χημεία, Μαθηματικά και Αστρονομία για να μπορέσει να χειριστεί καλύτερα το θέμα της και το έργο της ζωής της, μου θυμίζει την μαθητεία της κ. Κορομηλά στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή και τη σπουδή στον ίππο που πραγματοποίησε για να μπορέσει να φανταστεί τους Μογγόλους «ιπποτοξότες» που συντρόφεψαν την Παλαιολογίνα για τόσα χρόνια, αλλά και για την αναγνώριση των φυτών και του ρόλου της γεωργίας στη ζωή των λαών της εποχής εκείνης.





Η φωτογραφία με τις καρτέλλες της Kober προέρχεται από το αρχείο του Chris Williams του τμήματος Κλασσικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Σμιλεύοντας τα "αρχέτυπα" των καραβιών



Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ο χώρος των παραδοσιακών επαγγελμάτων μού ήταν οικείος. Όπως οι περισσότεροι από μας φαντάζομαι, κάτοικοι των πόλεων, τα θυμόμαστε κάποια «εξωτική στιγμή» που θα βιώσουμε στην επαρχία στις πιο στοχαστικές και λιγότερο καταναλωτικές μέρες των διακοπών. Ωστόσο η προσέγγιση αυτή είναι δύσκολη και αρκετές φορές ανέφικτη μια και ο χώρος αυτός ανέκαθεν ανήκε στη τη ρητορική της λαογραφίας και της παράδοσης και της ακόμα πιο ενοχλητικής «επιστροφής στις ρίζες» των πολιτιστικών συλλόγων της «παραδοσιακής» αριστεράς. Εκτός από αυτό υπάρχει φυσικά και μια Ελλάδα κατασκευασμένη για άλλου είδους «πολιτιστικό σαφάρι» και όπου παραδοσιακά αντικείμενα και έπιπλα κοσμούν εν είδει τροπαίων διαφορετικά περιβάλλοντα επιτελώντας διαφορετικές λειτουργίες. Είδα πρόσφατα στο ένθετο περιοδικό που κυκλοφορεί με τα Νέα του Σαββατοκύριακου μια Σαρακατσάνικη κούνια (σαρμανίτσα) (βλέπε εικόνα) να έχει μετατραπεί σε θήκη για CD. Σε αυτό το αλλόκοτο περιβάλλον είναι όντως δύσκολο να μιλήσει κανείς χωρίς να παρεξηγηθεί.


Θα το επιχειρήσω ωστόσο σήμερα για δύο λόγους:


Α) Για χάρη του «ταλαίπωρου κανατά» της προηγούμενης ανάρτησης και όλων φυσικά των μαστόρων και των μαθητάδων που αφιέρωσαν αγάπη και μεράκι στην τέχνη τους και που οι λόγοι που ανέφερα στην εισαγωγή μας κάνουν παθητικούς παρατηρητές της εξαφάνισης τους ή ευκαιριακούς καταναλωτές της μεταλλαγμένης ένταξής τους στην τουριστική και life style βιομηχανία

Β) Γιατί παρατήρησα και θα ήθελα να μεταφέρω εδώ όσο καλύτερα μπορώ μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστημολογική ιδιομορφία στον τρόπο της διατήρησης και της μετάδοσης της συλλογικής μνήμης και της τεχνογνωσίας σε ένα από τα πιο παλιά –οι ρίζες του είναι στην προϊστορική αρχαιότητα (1)- παραδοσιακά επαγγέλματα, αυτό του ξυλοναυπηγού ή καραβομαραγκού.


Στοιχεία και σύντομες περιγραφές για τα παλιά ναυπηγεία (καρνάγια ή ταρσανάδες) μπορεί να βρει κανείς στο ιστολόγιο «τα ξύλινα τείχη» (http://aegeanwoodenwalls.blogspot.com/2007_04_01_archive.html), στο Ναυτότοπο: http://www.naftotopos.gr/Article/Article_08002.php, στο βιβλίο του Β. Κρεμμυδά Καθημερινές ιστορίες με καράβια λίγο πριν λίγο μετά το 1821 από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο αλλά και στο βιβλίο της κ. Μάγιας Γεωργαντοπούλου –Φιλιππίδη Ο Τεχνίτης της θάλασσας από τις εκδόσεις Σοκόλη, μια μυθιστορηματική βιογραφία του παππού της του Υδραίου ξυλοναυπηγού, Ραφαήλ Μελαχροινού.

Για μένα ωστόσο είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μαρτυρία της κατασκευής σκάφους από μοντέλο-ομοίωμα που την απέκτησα από πρώτο χέρι, εδώ και λίγες μέρες. Αυτό οφείλεται στη συνάντηση με έναν από τους τελευταίους των Μοϊκανών, τον κ. Βαγγέλη Κουμπόγιωργα από τις Σπέτσες.
Ο μαστρο Βαγγέλης έχει το εργαστήρι του στο παλιό λιμάνι των Σπετσών και δουλεύει ακόμα με τον παραδοσιακό τρόπο – τη μέθοδο Σάλα.

Η μαθητεία για την τέχνη του ξυλοναυπηγού διαρκεί δέκα χρόνια. Αυτό σύμφωνα με τον μαστρο Βαγγέλη απαιτεί «χρόνο και αγάπη». Πώς αλλιώς να αντέξεις τόσο πολύ καιρό;
Ο πολιτισμός του γραπτού λόγου στον οποίο ζούμε, έχει κάνει αυτονόητο να θεωρούμε ότι η μετάδοση των τεχνικών και άλλων οδηγιών γίνεται αν όχι με μια γραμμική σειρά εντολών, τουλάχιστον με μια σειρά συμβόλων ή έστω διαγραμμάτων. Μπορεί τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την κατασκευή ενός σπιτιού να γίνονται σήμερα στον υπολογιστή αλλά η λογική τους εξακολουθεί να είναι αυτή του σχεδίου επί χάρτου, που αφού έχει σχεδιαστεί με την κατάλληλη κλίμακα, θα δώσει τελικά την τρισδιάστατη κατασκευή στην οποία αποσκοπούσε.
Ο πολιτισμός του γραπτού λόγου όταν μιλάμε για τρισδιάστατες κατασκευές επιτρέπει την ενσωμάτωση και άλλων παραμέτρων και υπολογισμών που αφορούν τη στατική μελέτη, τα φορτία που μπορεί να αντέξει η κατασκευή και που στην κατάλληλη κλίμακα μπορούν να αναπαράγονται η να τροποποιούνται. Τα σχέδια είναι ένας εν δυνάμει χάρτης της κατασκευής και η ολοκλήρωση του σχεδίου και η μελέτη αποτελούν αναμφίβολα ένα σημαντικό βήμα για κατασκευή. Είναι κατά κάποιον τρόπο η αποτύπωση του έργου πριν αρχίσει.

Ο μαστρο Βαγγέλης και όλοι οι ξυλοναυπηγοί σαν αυτόν που χρησιμοποιούν τη μέθοδο Σάλα σκέφτονται διαφορετικά. Έχουν στο μυαλό τους, στη μνήμη τους, την εικόνα του πλοίου που θα σκαρώσουν και πριν από οποιοδήποτε σχέδιο κατασκευάζουν σε ένα κομμάτι ξύλο το μισό ομοίωμά του, αποδίδοντας εκεί τις καμπύλες που απαιτούνται για τη σωστή υδροδυναμική του γραμμή. Όλο αυτό από μνήμης και με το χέρι.
Μετά, σύμφωνα με τον μαστρο – Βαγγέλη, ακουμπούν το μισό μοντέλο στο χαρτί και παίρνουν το ίχνος του με μολύβι και συνεχίζουν με ένα κάναβο στο σχέδιο για να μπορέσει να γίνει η μεγέθυνση. Αντιστοιχίζουν δηλαδή τα τετραγωνάκια του σχεδίου με αυτά στο πάτωμα, όπως κάνουν όλοι όσοι επιχειρούν αποτύπωση (αρχαιολόγοι ή αγιογράφοι).




Από το βιβλίο της κυρίας Γεωργαντοπούλου αντιγράφω μια παρόμοια διαδικασία:

« Ο αρχιμάστορας σχεδίαζε το σκάφος, έφτιαχνε το μοντέλο –το λεγόμενο ομοίωμα – σε κλίμακα που επέλεγε αυτός. Ακολουθούσαν αισθητικές βελτιώσεις με την εμπειρία του και την εμπειρία των γιων του Δημήτρη, Λευτέρη και Φραντζή, που ήταν εξειδικευμένοι σε αυτόν τον τομέα.
Στη συνέχεια έριχναν το πάτωμα –σάλα. ΄Εκαναν κάθετες τομές στο μοντέλο, τις οποίες μετέφεραν στη σάλα με τη βοήθεια νήματος –σταφλή –εμποτισμένου με λιωμένο κεραμίδι. Είχαν καρφάκια και σημεία αναφοράς, τα οποία ένωνε μεταξύ τους το εμβαπτισμένο νήμα, που άφηνε το αποτύπωμά του. Με τον τρόπο αυτό μετέφερε το σχέδιο στη σάλα, όπου πλέον έπαιρνε τις πραγματικές διαστάσεις, όχι σε κλίμακα.
Αφού έφτιαχνε το σχέδιο, έκοβε μετά ένα χαρτόνι, το οποίο κολλούσε στο ξύλινο μοντέλο. Έτσι έκοβε το σκάφος. Τα μέρη του ήταν η καρίνα, η πρύμνη και η πλώρη.»

Αν έχουμε τον κανναβο στην κάθετη τομή στο χαρτόνι, μπορώ να φανταστώ τα καρφάκια στο πάτωμα για να ορίσουμε τη μεγέθυνση – όπως κάνουν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές. Έχω την αίσθηση ότι η σωστή σειρά είναι αυτή που λέει ο κύριος Κουμπόγιωργας:
1. Ομοίωμα
2. χαρτόνι
3. ίχνος κάναβος στο χαρτόνι
4. μεγέθυνση στη σάλα.

Το ουσιώδες πάντως και στις δυο περιγραφές είναι ο ρόλος του ξύλινου ομοιώματος. Αποτελεί το πρόπλασμα του πλοίου που παίρνει μορφή από τη μνήμη και τη δεξιοτεχνία του μάστορα, σαν την πλατωνική ιδέα –το αρχέτυπο του πλοίου.

Στο εργαστήριο του μαστρο – Βαγγέλη βρίσκονται κρεμασμένα στον τοίχο ως άλλου είδους τρόπαια, σημάδια σεμνά μιας τέχνης σοφής, τέτοια μοντέλα πλοίων, το καθένα με το όνομά του και την ιστορία του.


(1) http://www2.fhw.gr/chronos/01/gr/intro/navigation.html

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Ο ταλαίπωρος κανατάς και η «λύση» στα προβλήματα του μέλλοντος





Διάβασα πρόσφατα μια συνέντευξη του Κώστα Γαβρά στο V-men, το ένθετο περιοδικό του Βήματος της Κυριακής (Τεύχος Απριλίου 2008). Μιλάει για τη ζωή του με πολύ ευαισθησία και βαθειά σκέψη. Τα έντονα γράμματα στην αρχή κάθε παραγράφου, δημιουργούν την ψευδαίσθηση της ερώτησης στην οποία εκείνος απαντά σύντομα, σοφά, σχεδόν αποφθεγματικά. Εν τούτοις, δεν πρόκειται για απαντήσεις αλλά για μονομερή κατάθεση των απόψεων του. Κατά πάσα πιθανότητα, η δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη –η κ. Δέσποινα Λάδη - θα έστησε τη σκαλωσιά με τις ερωτήσεις και κατόπιν, αφού πήρε τις απαντήσεις από το διάσημο σκηνοθέτη, αποφάσισε να αποσυρθεί διακριτικά και να αφήσει να φανεί η συνομιλία τους σαν ένα κείμενο δικό του, δομημένο σε ενότητες που έχουν νόημα και νεύρο, προφανώς γιατί απαντούν σε κάποιες «αόρατες» ερωτήσεις.

Θα σχολιάσω ωστόσο εδώ, όχι τόσο την προτροπή της μητέρας του προς εκείνον και τα αδέλφια του «πρέπει να μάθετε γράμματα». Η εκπλήρωση της γονεϊκής επιθυμίας είναι άλλωστε ο λόγος του «φευγιού» του από το χωριό της Αρχαίας Ολυμπίας προς την πηγή της μόρφωσης με τελικό προορισμό το Παρίσι. Αυτό το σεβασμό προς τη γνώση και τη μόρφωση έχουμε συνηθίσει να τον ακούμε από τους «παλιούς» και εκφράζει στις περισσότερες περιπτώσεις την επιθυμία για ένα καλύτερο επάγγελμα και ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Το ενδιαφέρον όμως, είναι η έκφραση της οφειλής προς τη μόρφωση από έναν άνθρωπο βεβαιωμένα δημιουργικό, τον οποίο μάλιστα η εφημερίδα Λιμπερασιόν αποκαλεί «αρχέτυπο πολίτη και σκηνοθέτη». Οι απόψεις του επομένως ως «λόγος προτρεπτικός προς τους νέους» έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Σύμφωνα λοιπόν με τον κύριο Γαβρά:


«Οι σπουδές είναι απαραίτητες διότι σου ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο. Βγαίνεις από τη γειτονιά σου και πηγαίνεις στην άλλη πλευρά του βουνού. Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο κατάλαβα την αξία τους. Ποτέ δεν ήταν για μένα αγγαρεία αλλά ενθουσιασμός. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η μάθηση δεν είναι τίτλος αλλά εργαλείο. Και ευχαρίστηση που πηγάζει από τη σκέψη ότι ένα πρόβλημα που θα έχουμε στο μέλλον θα βρει τη λύση του χάρη σε αυτό που μαθαίνουμε σήμερα.»

Είχε άραγε ο νεαρός φοιτητής που περπατούσε στο Καρτιέ Λατέν αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη στους από καθέδρας δασκάλους του ή το δηλώνει τώρα που είναι εβδομήντα πέντε ετών και από ότι φαίνεται κατάφερε να επιβεβαιώσει ότι αυτή η γνώση ήταν χρήσιμη; Σπανίως συναντάμε «μαθητή» που να χαίρεται το μάθημα όχι επειδή είναι το ίδιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό ή επειδή τη συγκεκριμένη στιγμή το βρίσκει χρήσιμο αλλά επειδή σκέφτεται ότι στο μέλλον θα του χρησιμεύσει. Ακόμα και όταν σπουδάζουν κινηματογράφο στην IDHEC, δεν πιστεύω ότι οι μαθητές δεν αντιστέκονται και δεν αμφισβητούν τη διδασκαλία. Από το αφελές «βαριέμαι και δε βλέπω την ώρα να τελειώσει», μέχρι το κυνικό «πού θα μου χρησιμεύσει αυτό» οι μαθητές διαπραγματεύονται περισσότερο ή λιγότερο ενεργητικά τη σκοπιμότητα αυτού που λέμε μετάδοση της γνώσης, αυτού που ο δάσκαλος κρίνει ότι αποτελεί τη συλλογική μνήμη, το σώμα της γνώσης ενός τομέα που πρέπει να τους διδάξει.

Αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι φαινόμενο μόνο της εποχής μας. Ο ίδιος ο Θαλής αναγκάστηκε για να κλείσει το στόμα ενός ενοχλητικού μαθητή που αμφισβητούσε την αξία μιας μαθηματικής απόδειξης και ρωτούσε επίμονα «αυτό σε τι θα μου χρησιμεύσει» να πει «δώστε του έναν οβολό», δηλαδή ανταμείψτε τον εκ των προτέρων για αυτή τη νέα γνώση μια και ο ίδιος δεν είναι σε θέση να την εκτιμήσει και δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας.

Όσο και να θέλω να το δεχτώ, μου είναι δύσκολο να φανταστώ τον τέλειο και υπομονετικό μαθητή, που δέχεται παθητικά κάτι που για αυτόν δεν έχει νόημα, με την πεποίθηση ότι αυτό θα συμβεί στο μέλλον και αντλεί μάλιστα ευχαρίστηση από αυτήν ακριβώς τη σκέψη της προσμονής.
Αντιθέτως, μου έρχεται στο νου ο ταλαίπωρος μαθητευόμενος του αγγειοπλάστη, αυτός που σύμφωνα με το παραμύθι κάθισε με το δάσκαλο εφτά χρόνια για να μάθει την τέχνη της κεραμικής και όταν πήγε να τα φτιάξει μόνος του, τα αγγεία έσπασαν γιατί δεν είχε εντάξει στις οδηγίες κατασκευής τη συμπεριφορά του δασκάλου του. Ο δάσκαλος, μόλις ψήνονταν τα κανάτια, έσβηνε το φούρνο και καθόταν να ξεκουραστεί κάνοντας ένα τσιγάρο και έτσι τα κανάτια έβρισκαν το χρόνο να κρυώσουν. Ο μαθητής όμως τα έβγαζε αμέσως γιατί δεν είχε καταλάβει το μυστικό. Έτσι, ο απρόσεχτος μαθητής αναγκάστηκε να κάτσει άλλα επτά χρόνια και άλλα επτά ώσπου να πάρει το μάθημά του.

Σε μια εποχή που έχει ακουστεί πολύ το ότι ο μαθητής και τα ενδιαφέροντά του είναι στο κέντρο, που το «πώς μαθαίνω» αντιδιαστέλλεται στο «τι μαθαίνω» και που οι παραδοσιακοί ρόλοι δασκάλου και μαθητή συχνά εναλλάσσονται, η φωνή του Κώστα Γαβρά, αν δεν είναι μια προσπάθεια ωραιοποίησης του παρελθόντος, εγγράφεται, χωρίς ενδεχομένως ο εκφραστής της να έχει την πρόθεση, σε ένα νέο ιδεολογικό ρεύμα που έχει σχέση με τη μετάδοση της γνώσης, με τις θεωρίες πρόσβασης στη μάθηση.

Ιδέες και απόψεις που προέρχονται από το χώρο προοδευτικών ανθρώπων και αφορούν την εκπαίδευση των παιδιών της Αφρικής αρχίζουν να συζητούνται στους κύκλους των εργατικών της Αγγλίας αλλά και αλλού στην Ευρώπη. Σε αυτή τη συζήτηση, η παιδαγωγική μπαίνει σε δεύτερη μοίρα αφού η επιτακτική ανάγκη της μετάδοσης της γνώσης και της πρόσβασης των μη προνομιούχων επιβάλλει μερικές φορές, όπως αναφέρει ο φιλόσοφος Σαβατέρ (1) ακόμα και τον καταναγκασμό στο μαθητή. Η διαδικασία αυτή απαιτεί να επιστρέψει μια ενδεχομένως παλαιού τύπου πειθαρχία πριν η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη και τα σχολεία βγάζουν στρατιές αμόρφωτων που υποτίθεται «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν» γράφει η πρώην εκπαιδευτικός Νατάσσα Πολονύ (2) . Γενικεύοντας, όσο αυτό δεν παραμορφώνει τις απόψεις αυτές, δεν μπορούμε να περιμένουμε τα παιδιά να μάθουν να ανακαλύπτουν τη γνώση. Αυτή πρέπει να μεταδίδεται για το καλό τους. Όλα τα περί μαθητοκεντρικής προσέγγισης και νέων θεωριών μάθησης ή είναι περίπου σαχλαμάρες ή δεν έχουν καμία αξία, μια και με αυτή τη χαλαρή προσέγγιση, τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων (3) , τα παιδιά του γκέτο του Γιοχάνεσμπουργκ αποκλείονται από τη γνώση.

Παρά το συμφωνώ με τις πολιτικές ανησυχίες του ρεύματος αυτού της πρόσβασης, ανησυχώ ιδιαίτερα για την νεοσυντηρητική τους έκφραση. Κάποτε, το να δουν τα παιδιά μια εκπαιδευτική εκπομπή την ώρα του μαθήματος ήταν καινοτομία. Σήμερα, ο εκπαιδευτικός αγωνίζεται να τα κρατήσει ήσυχα για να καθίσουν είκοσι λεπτά παθητικά για μια αντίστοιχη προβολή. Την εποχή μας τα Windows χαιρετούν το χρήστη με το φιλικό αν και απρόσωπο «καλώς ορίσατε» και τα παιδιά ανακαλύπτουν μόνα τους άτυπους και αποτελεσματικούς τρόπους μάθησης. Υπάρχουν για παράδειγμα ηλεκτρονικά παιχνίδια που απαιτούν οξυδερκή κειμενική κατανόηση για άμεσο αποτέλεσμα πόντων και αμείβουν με ποικίλους τρόπους για την επιτυχία του τον παίχτη. Σε αυτές τις συνθήκες παρά τις καλές προθέσεις πιστεύω ότι οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια θα είναι μάχη οπισθοφυλακής. Όταν ένα παιδί σε ηλεκτρονικό χρόνο χτίζει έναν ολόκληρο πολιτισμό της Ρωμαϊκής εποχής, ποιος μπορεί να του πει να περιμένει εφτά χρόνια για να μάθει την τέχνη του κεραμοποιού;

Φοβάμαι ότι ο φούρνος του δασκάλου έχει σβήσει για πάντα και οι φωτιές που βλέπει ο μαθητής είναι από το πεδίο της μάχης του War of Warcraft.


(1) Savater, Fernando, Η αξία του εκπαιδεύειν, μτφ. Βαγγέλης Νικολόπουλος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2004
(2) Νατάσα Πολονύ, Τα χαμένα μας παιδιά, μτφ Ξένια Σκούρα, εκδ. Πόλις, 2006
(3) Young, Michael, Bringing Knowledge Back In: From social constructivism to social realism in the sociology of Education, London Routledge, 2007

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Το α-σήμαντο όνομα του παίχτη στο ηλεκτρονικό παιχνίδι














Όσοι ασχολούνται με τους υπολογιστές γνωρίζουν ότι η «μνήμη» τους με την επανάσταση στις μορφές αποθήκευσης, τους σκληρούς δίσκους, τα DVD, τις κάρτες μνήμης, παίρνει τη μορφή μιας υλικής, τεχνητής και αυτοματοποιημένης λειτουργίας.

Ο πανάρχαιος φόβος της εξασθένησης της μνήμης που θα επέφερε η επινόηση της γραφής και που αναφέρει ο Πλάτωνας στον Φαίδρο ίσως τώρα πια είναι μια απτή πραγματικότητα. Ίσως πάλι να πρέπει να αναπροσαρμόσουμε την εικόνα μας για τον κόσμο μαθαίνοντας να ζούμε όχι πια με τις τυπωμένες σελίδες του χαρτιού αλλά με εξωτερικευμένες τις νοητικές μας ικανότητες. Το φλασάκι μας και η σύνδεση wifi είναι πια τόσο απαραίτητα όσο τα γυαλιά μας. Ότι και να κάνουμε όμως δεν θα μειώσει το χάσμα ανάμεσα στον τεχνολογικό χρόνο και τον εγκεφαλικό χρόνο σκέψης που εγκαταστάθηκε ήδη στην αυγή του πολιτισμού εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Τα είπα όλα αυτά για να τα αντιδιαστείλω σε ένα άλλο είδος μνήμης. Αυτό που αναπτύσσεται με έναν ιδιόμορφο τρόπο στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της Ιωάννας Χρήστου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ταξιδευτής για το «Παιδί και το ηλεκτρονικό παιχνίδι» καταλαβαίνεις τελικά γιατί ο Οδυσσέας προτίμησε να δεθεί στο κατάρτι για να ακούσει το τραγούδι των σειρήνων. Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο το μήνυμα του βιβλίου: σε προκαλεί να αφουγκραστείς την εποχή σου, να μπορείς να καταλαβαίνεις τους νέους κώδικες των επινοημένων κόσμων του ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Αυτός ο κόσμος έλκει τόσο πολύ τα παιδιά και τα κάνει να κάθονται ατέλειωτες ώρες μπροστά στην οθόνη, κρατώντας μερικές φορές την αναπνοή τους.
Αν θελήσει κανείς να μείνει τελείως έξω από τη γνώση αυτού του κόσμου, κινδυνεύει να κωπηλατεί με τα αυτιά βουλωμένα με κερί, σαν να μην έχει ζήσει.

Αυτό το άλλο είδος μνήμης είναι αυτό που αναπτύσσει το παιχνίδι για τις στρατηγικές του παίχτη. «Στα ηλεκτρονικά παιχνίδια Αυτόματης Αντίδρασης», γράφει η κυρία Χρήστου, «οι φανταστικοί ήρωες προικίζονται με ιδιότητες τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και τελικά να αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικότητα τα επαναλαμβανόμενα σχέδια δράσης που πιθανώς υιοθετεί αρχικά ο παίχτης.»

Το ενδιαφέρον, όπως επισημαίνει η κ. Χρήστου, είναι ότι παιχνίδι αναγνωρίζει το σχέδιο του παίχτη και όχι τον παίχτη. Κάποιες φορές μάλιστα το παιχνίδι συγκρατεί το κωδικό όνομα του παίχτη και διαμορφώνει το ιστορικό του. Τις επιτυχίες του, τις ταχύτητες με τις οποίες αντέδρασε, τις προτιμήσεις του. Τον αναγνωρίζει δηλαδή σκιαγραφώντας το προφίλ του. Πριν ο γιος μου κλείσει τον υπολογιστή έχοντας παίξει ένα από τα γνωστά παιχνίδια ρόλων, τον βλέπω να παρατηρεί τις γραφικές παραστάσεις με τις στατιστικές του παιχνιδιού. Τις περιοχές που έχει επισκεφτεί, τις φήμες που έχει ακούσει, τα "κλειδιά" που έχει ανακαλύψει, τους τίτλους που έχει κατακτήσει, τα τέρατα που έχει σκοτώσει, ποιος χαρακτήρας του έχει αστοχήσει ή το αντίθετο, τους πόντους εμπειρίας που πήρε σε μια μάχη... Με λίγα λόγια η εμπειρία του παιχνιδιού διαμορφώνει την ταυτότητα του παίχτη, αυτήν που αντιλαμβάνεται και με την οποία επικοινωνεί ο υπολογιστής.

Είτε το παιχνίδι έχει διαμορφώσει μια εικόνα για τον παίχτη, είτε για το σχέδιο δράσης του, ο παίχτης μπορεί πάντα να του ξεφύγει, «να απαλλαγεί από το βεβαρημένο του παρελθόν» γράφει η κυρία Χρήστου , «δίνοντας στον εαυτό του ένα νέο, α-σήμαντο για τον υπολογιστή όνομα».

Δεν μπορώ να μην σκεφτώ πάλι τον Οδυσσέα στη σπηλιά του Κύκλωπα, που όταν τον ρώτησε το όνομά του απάντησε: «Κανένας».