Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Ο ηδύς μορμυρισμός του ρύακος και η τελική νίκη επί της λήθης στην Εξοχική Λαμπρή του Παπαδιαμάντη

Ο Νικολάι Νικολάεβιτς, πρώην ιερωμένος, οπαδός των απόψεων του Τολστόι και μυθιστορηματικός  ήρωας του Πάστερνακ,  ανέπτυσσε διάφορες θεωρίες για τον Χριστιανισμό και την κοινωνία. Για παράδειγμα,  έλεγε ότι η ιστορία δεν είναι επιστήμη,  αλλά αποτελεί  ένα δεύτερο σύμπαν. Αυτό το σύμπαν συντηρείται από την κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων δράσεων,  που με τη βοήθεια του χρόνου και της μνήμης,  αντιπαρατίθεται στο φαινόμενο του θανάτου.


«Γράφω από τις τας αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας», δηλώνει ευθέως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του Φτωχός Άγιος, επιχειρώντας την κατάδυση σε ένα προσωπικό  του Σύμπαν όπου θα τον ακολουθήσουν οι αναγνώστες του περιβεβλημένοι και αυτοί από τη θαλπωρή των αφηγήσεων της γραίας μάμμης ή της θείας που άκουγε και αυτός ως παιδί, συνθέτοντας την απρόσιτη αυτή συνθήκη εκπλήρωσης που αρκετοί χαρακτηρίζουν, ίσως βιαστικά,  ηθογραφία.

Με απόλυτη πειστικότητα ο αφηγητής ταυτίζεται  με το συγγραφέα καθώς κανείς δεν διανοείται να αμφισβητήσει ότι το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του δεν είναι μυθοπλασία φτιαγμένη στο εργαστήρι του συγγραφέα,  αλλά απλά και μόνο καταγραφή βιωμένης εμπειρίας ή αφηγήσεων που έχει ακούσει από τα προσφιλή του γραΐδια. Επομένως «Αναμνήσεις της Εορτής των Φώτων» χαρακτηρίζεται το διήγημά του Σημαδιακός, «Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας» είναι ο Πτωχός Άγιος, με την έννοια  ότι σχεδόν παντού υπονοείται ότι αυτά είναι βιωμένη εμπειρία του που, όπως είπαμε, υπό την ρέμβη των αναμνήσεων αποφασίζει να αφηγηθεί.

Ο ρόλος της μνήμης επομένως είναι καθοριστικός. Και αξίζει να παρατηρήσουμε, με δεδομένη την σημασία της για την αφήγηση,  μια εμμονική καθήλωση του Παπαδιαμάντη όχι μόνο στη χρήση της και την επίκλησή της – υψίστης σημασίας βεβαίως για τη νίκη κάθε αφήγησης επί του θανάτου – αλλά και στη σπουδή της. Είναι γνωστό, και ίσως εξηγεί κάπως το ενδιαφέρον του αυτό, πως οι κολυβάδες μοναχοί της συντροφιάς του είχαν εντρυφήσει στους κανόνες της μνημονοτεχνικής. Ας μην ξεχνάμε τον ξακουστό Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη με την αστείρευτη μνήμη του (πρβλ. Η ακένωτος μνήμη του Αγίου Νικοδήμου ο οποίος εξηγούσε τους κανόνες που εφάρμοζε για να μπορεί να θυμάται από στήθους τεράστια κείμενα της λειτουργίας). ΄Ετσι, στο Σημαδιακό επιβεβαιώνουμε τις επιρροές με την αναφορά στην «ακένωτο μνήμη της μάμμης», στα εικοσιπενταράκια που αντιστοιχούν σε άσματα των Φώτων που αραδιάζει ο καπετάν Θανασός στα παιδιά αλλά και στα ανάποδα φορεμένα ρούχα του Μανουήλ Προυσαλή (πρβλ. Ίχνη της μνήμης στο Σημαδιακό του Παπαδιαμάντη )  - σαφής υπαινιγμός στις τεχνικές της υπόμνησης.

Το διήγημά του Εξοχική Λαμπρή, «παιδικαί αναμνήσεις» και αυτό συγκροτεί επίσης μια ιδιόμορφη «αφιέρωση» στις ιδιότητες της μνήμης μια πολύ ενδιαφέρουσα σπουδή στις αθέατες όψεις της.


Στην Εξοχική Λαμπρή,  είμαστε μάρτυρες της νοσταλγικής εξιστόρησης της πλάνης και της μεταμέλειας του παπα – Κυριάκου που φτάνει στα όρια της ηθικής πτώσης αλλά ευτυχώς δεν τα υπερβαίνει. Ο ιερέας αυτός σχεδόν διέκοψε τη λειτουργία της Ανάστασης στο δυσπρόσιτο χωριουδάκι των Καλυβιών υποπτευόμενος ότι ο συνεφημέριός του που έμεινε πίσω τον είχε εξαπατήσει με τα χρήματα από το παγκάρι. Η νίκη της μνήμης επί του θανάτου  επιστρατεύει και τις μυθικές πλευρές της μνήμης και της λήθης – συμβόλου βεβαίως του ηθικού θανάτου - που παρεισφρέουν στην αφήγηση. Ο παπά – Κυριάκος, ενώ έχει εγκαταλείψει το ποίμνιό του και την αξιοπρέπειά του, την υστάτη ώρα συνέρχεται και δεν πίνει το νερό της λησμονιάς.*





«Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη το ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχεί ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
- Εγώ έχω να λειτουργήσω είπε, και πίνω νερό;…
Και δεν έπιε.
Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
-Τί κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
Και ποιήσας το σημείον του σταυρού:
-Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! Μη με συνερισθής.»

Η φώτιση από την πλάνη, τον ηδύ μορμυρισμό του προφορικού λόγου που σε κάνει να ξεχνάς, η επαναφορά στην ηθική τάξη –το ενθυμήθη, ανένηψεν – μετά την πτώση που προεκλήθη από την εκμαυλιστική λήθη, η σωτηρία του ιερέα και η ανακουφιστική λαμπριάτικη ευωχία, είναι αφορμή για μια σπουδή στην μνήμη και στη λήθη και στις αμφίβολες και «ανυπόληπτες» όψεις της.

Πρώτο παράδειγμα επισήμανσης της ανεπάρκειας του προφορικού λόγου: ο μπαρμπ’ Αναγνώστης, άνθρωπος που διαψεύδει το όνομά του εφ’όσον

«τα ήξευρεν απ’ έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο να αναγνώσει τίποτε από μέσα.»

Ο μπαρμπ’ Αναγνώστης μπορούσε να λέει απ’έξω την προκαταρκτική προσευχή, τον Κανόνα, το Κύματι θαλάσσης αλλά δεν μπορούσε περισσότερο - δεν μπορούσε να «αναγνώσει» παρά μόνο όσα ήδη από στήθους εγνώριζε. Δεν είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης  ο οποίος μπορεί αφού του κρύβουν το βιβλίο να απαγγείλει τα κείμενα των Προφητειών. Σφάλμα επομένως του παπα – Κυριάκου να εμπιστευτεί τον μη δυνάμενο να αναγνώσει – Αναγνώστη. Σφάλμα που οφείλεται στο ότι ο ίδιος είναι θύμα της λήθης και δεν θυμάται:


-Πού πας; επέμενεν ο μπαρμπα – Μηλιός.
-Ας διαβάζει ο μπαρμπ’ Αναγνώστης τας Πράξεις των Αποστόλων, κ’έφτασα.
Ελησμόνει ότι ο μπαρμπ’ Αναγνώστης δεν ηδύνατο να αναγνώση άλλα ή όσα από στήθους εγνώριζεν.

Επόμενο παράδειγμα ο παρεφθαρμένος προφορικός λόγος: ο μπαρμπα – Κίτσος, ο χωροφύλακας. Ο μπάρμπα – Κίτσος είναι και αυτός θύμα της λήθης, εφ’ όσον είναι

«λησμονημένος από βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον στα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι.»





Μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου ο μπάρμπα – Κίτσος, εφόσον είναι αμφίβολο το αν έχει καταγραφεί στα μητρώα η ύπαρξή του. Ο τρόπος που ψάλλει το Χριστός Ανέστη είναι ιδιάζων:



«Κ’στό –μπρέ –Κ’στός ανέστη

εκ νεκρών θ α ν ά τ ω ν

θάνατον μ π α τ ή σ α ς,

κ’έντοις – έντοις μνήμασι,

ζωήν π α μ μ α κ α ρ ι σ τ ε!»


Όμως, ο Παπαδιαμάντης θα παραδεχθεί ότι «ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος ενθουσιασμού»,

Αυτές οι παραφθορές του προφορικού λόγου, παρά το ότι αναφέρονται αρχικά με εύθυμη διάθεση από τον Παπαδιαμάντη, όπως και το «άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων οι κερατάδες την εικόνα σου τη σεπτή», διαφέρουν από τον αδιάφορο και πλανερό μορμυρισμό του ύδατος – τον προφορικό λόγο των ασεβών – και όχι μόνο δικαιολογούνται και συγχωρούνται αλλά και καταγράφονται με σχολαστική λεπτομέρεια για να μνημονεύονται εσαεί με αγάπη και νοσταλγία. Μπορεί τα μητρώα των Βαυαρών χωροφυλάκων να μην κατέγραψαν την υπηρεσιακή κατάσταση του μπαρμπα Κίτσου, αλλά η νίκη της γραφής επί της λήθης συνετελέσθη εφόσον κατεγράφη το αληθινό «θανάτων θάνατον μπατήσας».

Διαφέρει δηλαδή  η παραφθορά του λόγου των προσφιλών αγαθών και ταπεινών ηρώων διαφέρει από την παραφθορά – «οι λέξεις δεν διακρίνοντο» των ασθματικών λόγων του γιου του παπα Κυριάκου, των λόγων που σπέρνουν τη σύγχυση και τον κάνουν να παρατήσει τη λειτουργία. Ο ψιθυρισμός – «ψιθυρισμοί ηκούοντο» - η μεταφορά χαμηλοφώνως ψευδών και παρεφθαρμένων ειδήσεων, είναι της ίδιας τάξεως με τον σαγηνευτικόν, εκμαυλιστικό και ηδύ μορμορισμό του ρύακος.
Από την άλλη, υπάρχει ο παρεφθαρμένος προφορικός λόγος της αλήθειας, ο λόγος του Κίτσου που από την καρδιά του ψάλλει μεγαλοφώνως και με ενθουσιασμό καθώς και των προσφιλών βραδυγλώσσων και μογιλάλων που με σχολαστική ακρίβεια καταγράφει στο Γουτού Γουπατού και αλλού.  Και στον αντίποδα του μορμορυσμού του ρύακος βρίσκονται οι θορυβώδεις ήχοι του μπαρμπα  - Αναγνώστη, που από στήθους γνωρίζει τη μέρος της λειτουργίας και που με το σήμαντρο από ξύλο καρυάς, «θορυβωδῶς, κρού(ει), ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς».





* Τα αποσπάσματα από το κείμενο προέρχονται από το Δεύτερο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, Κριτική Έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, από τις Εκδόσεις Δόμος (1989)



Η εικονογράφηση είναι του Νικόλα Ανδρικόπουλου, από την "Εξοχική Λαμπρή" σε απόδοση Κώστα Πούλου, εκδόσεις Παπαδόπουλος

Πηγές εικόνων από το διαδίκτυο:

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/9/91/Vincent_van_Gogh,_Beach_with_Figures_and_Sea_with_Ship.JPG
 http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/8b/The_Sower_-_painting_by_Van_Gogh.jpg
http://www.nits.nl/lists/famous/potatoeaters.jpg

3 σχόλια:

Πόλυ Χατζημανωλάκη είπε...

Το παραπάνω αποτελεί νέα επεξεργασμένη εκδοχή ενός ποστ που είχα κάνει πριν δυο χρόνια.

Την επόμενη εβδομάδα δεν θα έχω σύνδεση με το Ίντερνετ. Επομένως, αν δεν απαντώ σε τυχόν σχόλια δεν θα αποτελεί ραθυμία αλλά αδυναμία.

Με τις ευχές μου για Καλό Πάσχα!

apri είπε...

Μαζί με τις ευχές μου για το Πάσχα να αφιερώσω και ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα του Σολωμού. Ξεχωρίζει για την παρήχηση των υγρών συμφώνων (λ, ρ), που δίνουν μια ιδιαίτερη μουσικότητα στους στίχους και επαναλαμβάνουν μυστικά και μαγικά τη βασική έννοια του ποιήματος, δηλ. τη ΛαμπΡή. Μάλιστα, αυτή η ηχητική επανάληψη φτάνει σε κρεσέντο στην τελευταία στροφή, καθώς επαναλαμβάνεται και ένα μεγάλο μέρος της λέξης «Λαμπρή» («λάμπει», «λαμπάδες»)

Η πρώτη στροφή έχει μελοποιηθεί και από τον Ξυδάκη ( http://www.youtube.com/watch?v=0cmrLM-ujvk )

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη,
και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόραις
όλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμασθήτε,
μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόραις
με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε,
ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόραις
ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε,
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφναις εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες,
γλυκόφωνα, κοιτώντας ταις ζωγραφι-
σμέναις εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες,
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες,
κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Πόλυ Χατζημανωλάκη είπε...

Apri σε ευχαριστώ πολύ. Καλή Ανάσταση!