Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Η ταινία «Κράτησέ με» της Λουκίας Ρικάκη, το τυφλό παιχνίδι των δακτύλων και ο Παπαδιαμάντης

Λίγα πράγματα θα μπορούσα να πω για την ταινία της Λουκίας Ρικάκη «Κράτησέ με», που να μην έχουν ήδη ειπωθεί από τους κριτικούς ή από την ευρύτερη κοινότητα των μπλόγκερς, γραφιάδων, φεησμπουκάδων που η σκηνοθέτης να μην τα γνωρίζει και να μην τα έχει ήδη αναρτήσει στα ιστολόγιά της: για τα δύσκολα μονοπάτια που διάλεξε η ταινία, για την περίεργη πρώτη ύλη της που ήταν τα μηνύματα από το διαδίκτυο τριάντα ανθρώπων που είχαν βιώσει την απώλεια, για την εκκεντρικότητα στη χρήση της τεχνολογίας – κάτι που θύμιζε video art - , για την προσήλωση στην ποίηση…


Δεν είναι λίγοι οι χρήστες του φέησμπουκ που είδαν την ταινία και της έγραψαν αφού θεώρησαν ότι η ταινία ήταν σαρξ εκ της σαρκός τους. Τα μηνύματα αυτά και τα σχόλια των θεατών ήλθαν με e-mail, επαληθεύοντας τη φράση που ακούγεται στην ταινία «η ιστορία σήμερα γράφεται με e-mail». Ο καθένας έγραψε με το δικό του τρόπο για την επίδραση που είχε η ταινία πάνω του και για την συγκίνηση που προκάλεσε αυτός ο ασυνήθιστος, ποιητικός και όχι μόνο χειρισμός του θέματος της απώλειας, τις αλληγορίες για το χώρο και τα φτερά των αγγέλων, για αυτή την αριστοτεχνική σύνθεση σε ένα έργο τέχνης, που δεν κλείνει, αλλά συνεχίζεται από τις παρεμβάσεις και τα σχόλια και μετά την ταινία.

Αυτό μάλιστα που ήταν εκκεντρικό και πρωτότυπο όταν γυρίστηκε η ταινία, η συμμετοχή δηλαδή της κοινότητας των τριάντα ανθρώπων που κατέθεσαν τις προσωπικές τους, τόσο διαφορετικές περιπτώσεις απώλειας, αυτό το μοίρασμα της εμπειρίας, το ξέπλυμά της στη συλλογικότητα έχει γίνει πια με ταχύτατους ρυθμούς μια πρακτική ενσωματωμένη στους νέους κώδικες επικοινωνίας του διαδικτύου.

Με αυτή την έννοια λοιπόν θα ήθελα κι εγώ, μια και μια τέτοια προσπάθεια σύνθεσης τείνει το χέρι – και πιστεύω το πετυχαίνει – σε ένα θεατή όχι απλά καταναλωτή ή τιμητή μιας τέχνης που πειραματίζεται με τη ρευστότητα και τα στεγανά, να καταθέσω στο χαρτί (στο χαρτί;;;) κάποιες παρατηρήσεις που ήρθαν στο νου μου σήμερα το πρωί, αφού αργά χτες το βράδυ παιδευόμουν με τα παιχνίδια των δακτύλων των ηρώων του Παπαδιαμάντη, διαπιστώνοντας κάποια κοινά μοτίβα χειρισμού της απώλειας στο διήγημα «’Ερως - ΄Ηρως» του Αλ. Παπαδιαμάντη (όπου ο ήρως Γιωργής υφίσταται εν μια νυκτί την σπαρακτική γι αυτόν απώλεια του παιδικού του έρωτα) και στην ταινία «Κράτησέ με» της Λουκίας Ρικάκη.



Δεν πρόκειται φυσικά για μια συστηματική και συμπαγή παρουσίαση αλλά για σκόρπια συμπεράσματα από την παράλληλη «ανάγνωση» των δύο σωμάτων: του διηγήματος και της ταινίας. Της ταινίας πρώτα στο Δαναό και του διηγήματος, τυχαία χτες το βράδυ μένοντας αργά…Η ανάγνωση του διηγήματος, ομολογώ ενεργοποίησε το αίσθημα που δημιουργεί η ταινία, την συγκίνηση και την παρηγορία μέσα από τις αλλεπάλληλες αφηγήσεις των συμπρωταγωνιστών που προσπαθούν να διαχειριστούν με την αφήγηση και τον «λόγο» το πλήγμα που προκαλεί η απώλεια.



Αν λοιπόν παρατήρησα κάτι σημαντικό σε αυτές τις δύο παράλληλες αναγνώσεις, είναι ότι ο «Λόγος» είναι που με την απώλεια υφίσταται πριν από όλα το πλήγμα. Τεράστιο πλήγμα.

Οι άνθρωποι συντρίβονται, γίνονται δηλαδή πολλά κομμάτια και αποφασίζουν, «αφού δεν υπάρχει φθόγγος», όχι απλά λέξεις - τόσο πολύ έχει κατακερματιστεί και ο λόγος και οι λέξεις - για να εκφράσουν αυτό που υποφέρουν, να κόψουν στην αρχή την επαφή με το περιβάλλον.



Οι ήρωες του «κράτησέ με» έχουν τα μάτια τους δεμένα με ένα μαύρο μαντήλι… ο Γιωργής τα έχει ανοιχτά αλλά σαν δράκος που δεν βλέπει. Το βλέμμα στρέφεται ένδον.

«Θα έλεγες ότι ανέπνεε προς τα έσω, ότι έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον»

«Δι’ αυτόν», γράφει ο Παπαδιαμάντης, «δεν υπήρχε πλέον άσμα, ούτε φθόγγος, ούτε ήχος, ικανός να εκφράσει το τι υπέφερε»



Από το ενδόμυχον λοιπόν, από το βαθύτατα προσωπικό, το μέσα του ανθρώπου από όπου θα αναδυθεί ο φθόγγος και τα σύμβολα του λόγου, ξεκινά η βίωση της απώλειας. Πρώτο βήμα. Και πώς, χωρίς όραση θα συνδεθούν τα ένδον συντρίμμια;

Μα από το αρχετυπικό παιχνίδι των δακτύλων.

Οι ήρωες της ταινίας, ψηλαφούν με τα χέρια τους ένα αντικείμενο που δεν γνωρίζουν τι είναι, μια και τα μάτια τους είναι κλειστά: μια πέτρα, ένα μαχαίρι, μια πυραμίδα, μια ξεραμένη ρίζα δέντρου …Η διαδικασία της αφής, της ψηλάφισης, θερμαίνει το αντικείμενο, κάνει αισθητή την υφή του, τον όγκο του, τις διαστάσεις του. Το περιστρέφουν στα χέρια τους, το χαΪδεύουν με τα δάκτυλά τους και στο τέλος συγκροτούν την ταυτότητά του και αρχίζουν να μιλούν.

Η γλώσσα των δακτύλων είναι η αρχή, και μετά αρχίζει ο μονόλογος, που είναι διακοπτόμενος, συγκινημένος, αλλά η αφήγηση έχει πάρει το δρόμο της. Η αφήγηση που πάντα νικά την απώλεια. Η αφήγηση που είναι ενοποίηση, θεραπεία, συγκρότηση…


Η συγκρότηση του λόγου από τα σύμβολά του γίνεται αισθητή στην ταινία, στον σπαρακτικό μονόλογο της πρωταγωνίστριας στη νοηματική γλώσσα. Το αίσθημα, το κλάμα, γίνεται κίνηση του σώματος, κίνηση της έκφρασης, και χωρίς να είναι ακόμα προφορικός λόγος είναι εν τούτοις επικοινωνία, επικοινωνία ενδόμυχη, προς τον βωβό και κωφό παππού, προς τον νεκρό παππού που χάθηκε…



Το παιχνίδι των δακτύλων λοιπόν, οι χειρονομίες…



Με τον ίδιο τρόπο, στην αρχή της ιστορίας, εν τω μέσω του βαθυτάτου πόνου του, όταν θα αρχίζει να απεργάζεται την εκδίκηση, ο Γιωργής, ένα παιχνίδι δακτύλων φέρνει στο νου του, ένα παιχνίδι δακτύλων τον «δείκτη», που συνήθιζε να παίζει με την Αρχοντούλα, την παιδική του αγάπη:



«Και άλλοτε πάλιν έπαιζαν οι δύο τους “τον δείχτην”, οπού ήτον μία απλή κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εις την χείρα της μικράς πότε εις πριόνι, πότε εις καράβι, πότε εις τραπέζι, πότε εις τυλιγάδι και εις αργαλειόν.

Και πάλιν άλλοτε έπαιζαν, εκείνη με τα δύο χέρια της, αυτός με το έν δάχτυλον του, το “Δώ' μ' φωτίτσα — έλα παραπανίτσα”, οπότε, καθώς ανέβαινε με το δάκτυλόν του εις το τελευταίον σκαλοπάτι, το σκυλί, το οποίον ενήδρευεν από μέσα από τας δύο παλάμας της, οπού παρίστων

οικίαν, και τα συνημμένα δάκτυλα της σκάλαν, τον έπιανε και τον εδάγκανε και τον εκυνηγούσε, γαύ! γαύ! Ώ της αθώας παιδιάς, οπού είναι κρίμα να μην είναι τις ακόμη παιδί διά να την παίξη!»



Εν αρχή ην ο λόγος…ο λόγος ο άναρθρος…ο λόγος ο σκοτεινός…το τεχνούργημα της τυφλής φαντασίας…η λέξη σύμβολο…η πανίσχυρη λέξη…



Το φως του λόγου στέκεται απέναντι στην απώλεια…η δύναμη των λέξεων, μετά που οι αφηγητές τις αγγίζουν, τις χαϊδεύουν όπως την πέτρα σε σχήμα καρδιάς που μαζεύει η πρωταγωνίστρια από τη θάλασσα, τις λειαίνουν, τόσο που αρχίζουν σιγά σιγά να λάμπουν…

3 σχόλια:

Ναυσικά είπε...

"Κι εγώ στα χέρια μου για πάντα θα σε κλείσω
με της αγάπης τα δεσμά θα σε κρατήσω
για να μη φύγεις και σε χάσω
και δύσκολες στιγμές περάσω." όπως λέει και το τραγούδι. Όταν η αφή πασχίζει να εγκλωβίσει το φευγάτο συναίσθημα, τότε που το λάστιχο τεντώνει τόσο πολύ για να χωρέσει τούτο το συναίσθημα που στο τέλος ξεπερνάει το όριο θραύσης του και σπάει. Και τα χέρια δεν αρκούν. Και το συναίσηθημα ψάχνει νέα έξοδο. Και ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει και βγαίνει από τη στοματική κοιλότητα, βγαίνει με τη μορφή λέξεων με τη μορφή σπαραγμού και χύνεται. Και ταξιδεύει με τον αέρα και κάποτε, σαν έρθουν οι χειμώνες της ψυχής, παγώνει και πέφτει στο έδαφος, παίρνοντας τη μορφή καρδιάς. Κι η καρδιά περιμένει, ωσότου κάποιος τη βρει, τη βρει και τη λειάνει... Κι ο άνθρωπος υποθέτω, περιμένει μαζί με την καρδιά.

ritsmas είπε...

Εγώ η τεχνοκράτισσα θα πω : ένα εξαιρετικά δομημένο κείμενο,όπου μπορείς και απομονώνεις στοιχεία από την ταινία και το από το βιβλίο , πετυχαίνοντας μια αριστουργηματική σύνθεση που πέραν όλων των άλλων- της ορθότητας του λόγου και της βαθύτερης επεξεργασίας των νοημάτων - αναδεικνύει την έννοια της συνέχειας και της διαχρονικότητας που σου έγραψα αλλού.
Φιλί!

Μαρία Δριμή είπε...

Με συμπαρέσυρες για άλλη μια φορά στα γεμάτα αναφορές ταξίδια σου. Βρήκα και διάβασα το διήγημα του Παπαδιαμάντη. Τώρα πρέπει να δω και την ταινία της Λουκίας.
Με άφησε με ένα μεγάλο ερωτηματικό το διήγημα. Τι θα ήταν πιο πιθανό να έπραξε τελικά ο Γιώργης; Μάλλον να κατάπινε τον πόνο του, τα λόγια του και την ίδια του την ανάσα και να μην έκανε τίποτα.
Καλημέρα, Πόλυ!