(ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι…Μια εφημερίδα, μερικά μονόφυλλα με ποιήματα. Ο Δημήτριος είναι ένας νέος 27 ετών…)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Ούτε ένα στεφάνι στην κηδεία δεν έστειλα…Ούτε ένα στεφάνι να γράφει «Στον αγαπημένο μου Κωνσταντίνο, δικός σου, Δημήτριος».
Χμ…Ανήμερα των γενεθλίων σου, να παίρνεις δώρο ένα στεφάνι…Για φαντάσου τον ποιητή με λευκούς νεκρικούς λωτούς…στην κάσα… Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ…
Τι άλλα λουλούδια να έστελνα...Λωτούς της Αιγύπτου…Μέσα από την άμμο που δεν κρυώνει ποτέ γεννιούνται οι λωτοί…ακόμα και στο πλάι του δρόμου στην Κορνίς λωτούς θα δεις…τα άνθη της λησμονιάς και του θανάτου λένε…για μένα δεν ήταν ποτέ. Για μένα ήταν πάντα θύμηση και επιθυμία, όποτε περνούσα, όποτε θα περνώ στο μέλλον…
Τότε που έπιασε η μπόρα και μπήκα σε εκείνο το καφενείο
Πάτησα στις λάσπες πριν μπω
Και ήταν ένα μικρό παιδί που μάζευε τα πράγματά του τρέχοντας
Και μόλις κάθισα, είδα στην είσοδο, με την ομπρέλα του ανοιχτή
Αυτόν να με κοιτάει
Και τα γυαλιά του δεν είχαν προλάβει ακόμα να θαμπώσουν από την άχνα
Δεν προχώρησε
Κάτι έκλωθε με το νου του εκείνη την ώρα
Σαν να ήταν ο ίδιος ο έρως που με τη μια φτερούγα κρατούσε τη σμίλη
Κι έπλαθε συμμετρικά τα μέλη του άλλου με χαρά
Με είχε δει…
Και ο ιδιοκτήτης δεν ξέρω γιατί φώναξε…
«Εφημερίδες δεν έχει σήμερα…» και τρόμαξα…
«Διαβάζω όλη νύχτα είπε ένας άλλος…» Μετά γύρισα στην πόρτα και είχε φύγει…
Και είχε φύγει…
Χωρίς να πει τίποτε…εδώ και καιρό είχε σταματήσει να μιλά…
Τελευταία, στο νοσοκομείο, επικοινωνούσε μόνο με σημειώματα. Ούτε ένα από αυτά δεν έφτανε σε μένα…Δεν τον άφηναν ποτέ μόνο του…Γύρω του ήταν μαζεμένοι όλοι, συγγενείς, γνωστοί…
Μαζεμένοι όλοι γύρω του, πώς όρμησαν να του δείξουν τη στοργή τους…
Έτσι…
(διαβάζει την εφημερίδα)
Τον προσφιλή μας Κωνσταντίνον Π. Καβάφη
Ποιητήν
Θανόντα εν τω Ελληνικώ Νοσοκομείω την 2αν πρωινήν κηδεύομεν σήμερον, ώρα 4ην μετά μεσημβρίαν…
Η συγκέντρωσις θα γίνη εις τον ιερόν Ναόν του Αγίου Σάββα, όπου και θα ψαλή η νεκρώσιμος ακολουθία…
Αι τεθλιμμέναι ανεψιαί… Οι πενθούντες…μμμμ
Γύρισα από την κηδεία αργά, με μάτια υγρά και θολωμένα…Γύρισα ζωντανός και εκείνος είναι πεθαμένος…
Στεκόμουν μόνος στο τέλος της πομπής…περίμενα…
Και στο διάδρομο του Ελληνικού νοσοκομείου, μόνος, όρθιος με τις ώρες περίμενα…Οι συγγενείς του με κοίταγαν ενοχλημένοι - με προφανή απορία και δυσαρέσκεια…
δεν τολμούσαν όμως να με διώξουν…
ήταν μια νοσοκόμα Ελληνίδα, από τη Σύμη μου είχε πει ήταν η καταγωγή της, που με είχε συμπονέσει. Θα ήμουν αξιοθρήνητος…έτσι αξύριστος σε μαύρο χάλι…μου έφερε κάποια φορά μια κούπα τσάι…είχε καταλάβει…
Μια φορά μου είπε τον καφέ…ήμουν κρυωμένος εκείνο το βράδυ, τα μάτια μου ήταν θολά και ένιωθα ρίγη και εκείνη με πήρε στο δωμάτιό της…και κρατούσε ένα φλυτζάνι – μα εγώ δεν είχα πιει
Δε θυμάμαι
Και μου είπε να φοβάστε τον πνιγμό…
Εγώ ήμουν ο νεκρός σε αυτή την ιστορία
Σαν τον Αντίνοο…
Κι εκείνος ο Ρωμαίος αυτοκράτορας…
Ευχαριστώ αγαπητή μου, της είπα.
Εγώ τη μοίρα μου τη λέω μοναχός μου…
Τέτοια σκεφτόμουν εκείνες τις ατέλειωτες ώρες όρθιος στο διάδρομο…
Εγώ το ξέρω…Θυμάμαι κάθε στιγμή…
Να γυρίσει να με δει…όπως ήταν ξαπλωμένος, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του, να γυρίσει να με δει… Κάποια στιγμή, ζαλίστηκα από την ορθοστασία, κάθε μέρα στις τέσσερις το απόγευμα μετά τη δουλειά…ώρες όρθιος…Παρά λίγο να λιποθυμήσω…συγκρατήθηκα όμως, ακούμπησα στον τοίχο…
Όλες αυτές τις ώρες…Όσον μπορείς δούλεψε μυαλό…πλημμύριζε το μυαλό μου σαν τον Νείλο, τον ποταμό…που κυλούσε απαλά και παρέσυρε τις σκέψεις μου…σκέψεις, επιθυμίες, λέξεις, φράσεις …νάρκης του άλγους δοκιμές, δεν εδεσμεύθηκα, εκόμισα εις την τέχνην…η άνομη ηδονή…ας φρόντιζαν…κατέβαιναν σαν άδεια μπουκάλια στο ποτάμι, σαν φύλλα που άνοιγαν τα δάχτυλά τους και με χαιρετούσαν…
Κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη καπνοπωλείου…Παρασκευή βράδυ. Εκείνος φορούσε το παλτό του, αξύριστος, το κασκόλ τυλιγμένο γύρω από το λαιμό . Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, τυχαία…τυχαίως έγραψε εκείνος στο ποίημα αργότερα.
Θυμάμαι ακόμα τον καπνοπώλη…ήταν ένας παλιός ναυτικός από τη Λισσαβώνα, με τις τσέπες τρύπιες και την πινακίδα του μαγαζιού γραμμένη στη γλώσσα του…Με κέρναγε σταφίδες κάθε φορά που περνούσα, μου έλεγε πώς η μοίρα τον έριξε στην Αλεξάνδρεια…
Εκείνος, στην είσοδο πάλι, κοίταζε προς το μέρος μου. Χαμογέλασα ελαφρά. Αυτός έσκυψε το κεφάλι…Κάπως ανήσυχος…
Οράματα του διαδρόμου όλα αυτά, όπως τον έβλεπα από μακριά στο θάλαμό του, όπως τον κοιτούσα ξαπλωμένο, με τους φριχτούς επιδέσμους τυλιγμένους γύρω από το λαιμό του…
Αυτό και μια σκηνή όπου εκείνος στο δωμάτιο βηματίζει, σκέπτεται και ύστερα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο…
Με τυλιγμένο λαιμό τον συνάντησα και την πρώτη φορά…
Θύμηση κι επίθυμία σαρώνονται στην κοίτη του ποταμού…τα δάχτυλα των φύλλων… τα χέρια των δέντρων….το σώμα του που θυμάται …
Στο χέρι αυτό το πρησμένο που ακουμπά στο σεντόνι, που ίσα που φαίνονται οι φλεβίτσες του, η μελανιά στο μέσα μέρος της παλάμης είμαι εγώ. Εγώ το δάγκωσα αυτό το χέρι σαν ανθρωποφάγος για να το κατασπαράξω. Κι εγώ θα πεθάνω εκεί, κρατημένος στην παλάμη αυτή μέσα. Όσο και αν οι συγγενείς με κρατούσαν έξω, αυτός με κράταγε σφιχτά από το χέρι…
Έκλεινα τα μάτια και του έλεγα.
Κανείς δεν ξέρει που πονάς. Την πανοπλία σου την έφτιαξες έτσι που κανείς δεν ξέρει που είναι οι πληγές σου ποιητή…
Κι εγώ, ένα παιδί απλό…επινοώ τους διαλόγους…την ερώτηση και την απάντηση, τις εξομολογήσεις…τις διαφωνίες…αφού δεν μπορείς να μιλήσεις ποιητή…μάθε πως δεν ήμουν ποτέ ένα παιδί απλό…
Μου λες με την άφωνη φωνή σου πως πέρασα από τη μια στιγμή στην άλλη, στον Υψηλό της Ποιήσεως Κόσμο… πως σε ενέπνευσα.
Πως για μένα γράφτηκε το Πέρασμα, και το Όταν διεγείρονται…
Με αφήνεις να σου μιλώ για τα δικά μου τα διαβάσματα…Για τη Νήσο των Θησαυρών και τους πειρατές…προσπαθώ να διακρίνω κάποιο ενδιαφέρον…Ο νους σου εκεί στους Πτολεμαίους και στην Κλεοπάτρα και τον Καισαρίωνα…Σε αφήνει αδιάφορο ο Τζων Σίλβερ; Δεν μου το λες ποτέ…
Θα ανοίξω τώρα το παράθυρο…να καθαρίσει λίγο τον αέρα…με πνίγει η αίσθηση των αρωμάτων εδώ μέσα…θα δυναμώσει και το φως των κεριών…
Δεν έχω όρεξη για τίποτε.
Δεν είμαι εδώ. Είμαι εκεί σε αυτό το χέρι κλεισμένος, τότε που σαν έτοιμος από καιρό ζήτησε και του έδωσαν ένα κομμάτι χαρτί. Και αντί να γράψει ένα σημείωμα όπως περίμεναν, αυτός ζωγράφισε τη μαύρη βούλα και τον κύκλο.
(Γελά)
Οι άλλοι δεν κατάλαβαν τι ήταν. Εγώ μόνο ήξερα πως ήταν το σημάδι του θανάτου.
Ήταν από τη Νήσο μας των Θησαυρών! Το σημάδι που οι πειρατές έδιναν σε όποιον είχε σειρά να πεθάνει. Το θυμόταν!!! Με άκουγε λοιπόν όταν του το διάβαζα! Με πρόσεχε!!!
Η μαύρη βούλα, την έτρεμαν όλοι. Εκτός από τον Τζον Σίλβερ.
Το τελευταίο του σημείωμα λοιπόν ήταν για μένα. Μου έγραψε, έτοιμος να αναχωρήσει…
Να σαλπάρει για τους λιμένας τους πρωτοειδωμένους…
Ανοίγω το παράθυρο και μαζί του νοιώθω να αποχαιρετώ την Πόλιν του, την Αλεξάνδρεια του θανάτου του…και της ζωής του…
Είμαι ευτυχής που αξιώθηκα ένα τέτοιον έρωτα…
Θα κατέβω τώρα να πάρω σιγαρέτα από τον Πορτογάλο…
Εικόνες από:
Πόλυ Χατζημανωλάκη
19/12/2010
5 σχόλια:
Καλώς ήρθες στην ουτοπία μας με το πλεόνασμα της μνήμης και το έλλειμμα της λήθης...
κι' εκείνη η ροή σε σκέψεις τού Νείλου σε γέφυρες επάνω άϋλης αψίδας κολόνες, ουδέν εμπόδιον επ'ανάστασης
Με συγκινήσατε βαθιά με τούτο το κείμενο.
Εκπληκτικό κείμενο, η αποθέωση της ποιητικής γραφής (έστω και με το μανδύα του πεζού λόγου). Απόλυτα μέσα στο πνεύμα της ποίησης του Καβάφη, ένα "must read" για όσους αγαπούν το μεγάλο ποιητή!
...Κι ένας καλός λόγος για να γίνουμε φανατικοί αναγνώστες αυτού του εξαιρετικού blog που μόλις ανακαλύψαμε!
πόσο όμορφο κείμενο !
πόσο ταιριαστό πάντρεμα λόγων κι αισθήσεων ..
Ευχαριστώ ..
Δημοσίευση σχολίου