Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Όπου η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη στο παράθυρό της, αποφασίζει να δει τον κόσμο με ένα τηλεσκόπιο




Η περιγραφή της Σεραϊνιώς, της λευκής, ασθενούς,   λεπτοφυούς σαν το κρίνο και άχολης ως περιστεράς κόρης σε ένα όχι ιδιαίτερα γνωστό διήγημα του Παπαδιαμάντη, τα  Άγια και τα πεθαμένα, προδιαθέτει ίσως τον αναγνώστη για  μια κοινότοπη ιστορία παιδικών αναμνήσεων για τα ήθη του νησιού.
Η κοπέλα που κεντά την προίκα της αν και δεν το έχει ανάγκη, κλεισμένη στο σπίτι περιμένοντας τον πατέρα της να αποφασίσει ποιον τελικά θα παντρευτεί από αυτούς που την έχουν ζητήσει σε γάμο, κατά το Ευριπιδικό «νυμφευμάτων μεν τών έμών πατήρ έμός μέριμναν έξει» είναι  ένα θέμα που δεν θα το λέγαμε και το πιο συναρπαστικό στην εποχή μας…Η ιστορία στο τέλος, βέβαια εξελίσσεται σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα αφήγηση τοπικής μαντείας με τα κόλλυβα, όπου μαθαίνουμε τι μπορεί να συμβεί αν η κοπέλα που θα βάλει κάτω από το μαξιλάρι της τα άγια κόλλυβα, που προορίζονται για να τιμήσουν, ως είθισται στο νησί τον Άγιο Θεόδωρο, τα μπερδέψει και βάλει στη θέση τους τα πεθαμένα κόλλυβα, αυτά που φτιάχνουν οι συγγενείς για να τιμήσουν τους προσφιλείς τους νεκρούς…
Αυτό όμως που πραγματικά κάνει το διήγημα ξεχωριστό,  είναι μια ασυνήθιστη, αλλόκοτη παρέκβαση στην αρχή, που δεν φαίνεται να έχει σχέση με την καθεαυτό αφήγηση, μια παρέκβαση της ίδιας τάξεως με αυτήν που γίνεται με τον «κήπο του Μπαρμπα – Γιαννιού» στη Μαυρομαντηλού…Για τον κήπο αυτό έχουμε αναφερθεί και άλλη φορά στις Πινακίδες εδώ: Η βοή της γραμμένης αράδας στο χωράφι )

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν, είναι ότι η έγκλειστη, η «κρυμμένη» κατά το έθιμο Σεραϊνιώ, όπως συνέβαινε με τα κορίτσια που έμπαιναν στην εφηβεία, κεντά βέβαια το κέντημά της, αλλά ταυτοχρόνως παρατηρεί τον κόσμο έξω, «μετρούσα τα κατάρτια των καραβιών και αριθμούσα τας λέμβους των αλιέων»...
Ενδεχομένως, η δραστηριότητα του μετρήματος  είναι μηχανική, όπως μετράει κάποιος τις χάντρες του κομπολογιού για να περάσει η ώρα, όπως μετρά  όπως λένε προβατάκια για να προσπαθήσει να κοιμηθεί…
Αυτό που όμως μας εκπλήσσει, είναι ότι η Σεραϊνιώ ανακαλύπτει στον έξω κόσμο, μια μορφή όμοια με αυτήν να κεντά…και αυτή είναι η  Μαλαμώ η παιδιόθεν αντίζηλός της…

Όσο εντρυφεί κανείς στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τόσο ανακαλύπτει πως οι ιστορίες των ανθρώπων, συλλέγονται από το ταμείο των ψυχών και ιστορούνται χωρίς τα πρόσωπα  να έχουν τον πρώτο ρόλο…το σημαντικό είναι η ιστορία της κοινότητας…
Έτσι, ο Γιάννης ο Αμερικάνος στο ομώνυμο διήγημα βρίσκει μετά είκοσι χρόνια ξενιτεμού  στην Αμερική την αρραβωνιαστικιά του και την παντρεύεται με χαρά, ενώ ο Αγάλλος στα Ρόδινα ακρογιάλια, που έχει και αυτός ξενιτευτεί στη Γαλλία δεν την βρίσκει όταν επιστρέφει μια και του έχει πεθάνει προ δεκαετίας. Με τον ίδιο τρόπο το κοριτσάκι, στο μυρολόγι της φώκιας πνίγεται ενώ το αγόρι στη Μαυρομαντηλού γλυτώνει, η Λιαλιώ στη Νοσταλγό δέχεται να παντρευτεί τον χήρο κυρ Μοναχάκη που της προξενεύουν οι δικοί της, ενώ η ηρωίδα στο Καμίνι δραπετεύει για να αποφύγει το προξενιό με τον αντίστοιχα ηλικιωμένο βοσκό…Όλες οι εκδοχές της αφήγησης απαντώνται στα διηγήματα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή της πολίχνης, του μικρού νησιού.
Αν λοιπόν με την έννοια αυτή ο ήρωας ενός διηγήματος είναι το «αντίθετο» όχι απαραίτητα σαν χαρακτήρας αλλά σαν φορέας της μοίρας του κάποιου άλλου ήρωα άλλου διηγήματος, το εντυπωσιακό εδώ – στο Άγια και πεθαμένα – είναι ότι  η ηρωίδα συναντά την όμοια και αντίθετή της και την παρατηρεί:

«έξω εις το μπαλκονάκι εκάθητο εν πρόσωπον, και έκυπτεν επί των γονάτων του, καθώς έκυπτεν η ΣεραΪνιώ, και κάτι είχεν επί της ποδιάς του, καθώς αυτή το κέντημά της. Δεν ηδύνατο να διακρίνει τίποτε. ήτο τόσο μακράν! Αλλ' εφαίνετο να έχη πολύ ενδιαφέρον, μεγάλην επιθυμίαν. Ας είχε όμματα α ε τ ί ν α ς, ας ημπορούσε να ιδή καθαρά εις τόσην απόστασιν!»

Το ενδιαφέρον  και εκπληκτικό βέβαια σε αυτή την περίπτωση είναι ότι  η κόρη του ναυτικού καταφεύγει  στη διαμεσολάβηση του ναυτικού οργάνου.

«Έτρεξεν εις έν έπιπλον, το ήνοιξεν, έψαξεν εις το βάθος, και εξήγαγε πράγμα τι μακρόν, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίον εφαίνετο εκ μαύρου χαρτονίου. Αφήρεσε το κάλυμμα και ανέσυρεν από μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τούτον. Τον έλαβε, διευθέτησεν όλον τον σκελετόν, τον εξέσυρε και επλησίασε το άκρον εις το όμμα της, και εγύρισε το στόμιον, το άλλο άκρον κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινόν εκείνο.    Ήτο το παλαιόν οκιάλι, το ναυτικόν τηλεσκόπιον του πατρός. Το είχεν αντικαταστήσει, φαίνεται, διά νεωτέρου ο καπετάν Γιωργής και διά τούτο το παλαιόν το είχεν αφήσει εις το σπίτι.    Η νεάνις το εκράτησε σιμά εις το όμμα της επί μακρόν και έβλεπεν, έβλεπεν αχόρταγα.»
 
Το διακαές αντικείμενο του πόθου της, δεν είναι ο έξω κόσμος, όπως συμβαίνει στην άλλη έγκλειστη, την έγκλειστη του μύθου, την κυρά του Σάλοτ. Σύμφωνα με την μπαλάντα του Άλφρεντ Τέννυσον, η κυρά του Σάλοτ  κοιτά τον κόσμο μέσα από ένα καθρέφτη γιατί την έχουν καθηλώσει τα μάγια, και μετά κάθεται και υφαίνει…. Η άλλη κεντά,  το τονίζουμε αυτό, όχι επειδή πρόκειται απλά για μια γυναικεία δραστηριότητα αλλά γιατί η υφαντική στις ιστορίες είναι το συμβολικό αντίστοιχο της αφήγησης και του κειμένου.  Text και textus οι ίδιες λέξεις για το κείμενο και το ύφασμα, ύφος  λέμε για το κείμενο…Οι περισσότεροι από εμάς θυμούνται τον μύθο της Αηδόνας και τον Τηρέα και το αποκαλυπτικό υφαντό της αδελφής που έλεγε την ιστορία. Αυτά βέβαια είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα από τους ειδικούς, εξακολουθεί όμως να είναι συναρπαστικό το να ανακαλύπτει κανείς  και στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη τέτοιες θαυμαστές αντηχήσεις με τόσο όμορφες μεταφορές.

Αυτό λοιπόν που συμβαίνει  είναι ότι η Σεραϊνιώ, που κοιτά τον κόσμο τον καθημερινό και μετρά τα καράβια, τις βάρκες και τα ξάρτια τους, μπορεί και κεντά αυτό που «είθισται»: και αυτό  είναι  «οι κλάρες, τα λουλούδια, τα πουλάκια, τα ρόιδα, τ’ αστεράκια, το φεγγάρι και ο ήλιος.»

Αυτό  όμως που συγκινεί ένα δημιουργό, αυτό που είναι το «ιδεώδες των παραμυθιών»,  αυτό που υπερβαίνει την εξιστόρηση της καθημερινής ζωής, αυτό που κάνει τον Παπαδιαμάντη να μην αφηγείται απλώς αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας όπως παραπλανητικά λέει ο ίδιος, είναι αυτό που κάνει η άλλη, η αντίζηλος. Η Μαλαμώ, πολύ σοφά γράφει ο Παπαδιαμάντης σχεδόν κεντά όλον τον ουρανόν:

«και αν δεν ημπορούσε να κεντά όλον τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν, με όλα τα άστρα, τα λούλουδα και τα καράβια. Κατόρθωσε τουλάχιστον να κεντήσει γωνίαν ουρανού με άστρα, γωνίαν γης με λούλουδα και γωνίαν θαλάσσης με ολίγα καράβια» » 
γιατί το να κεντήσεις όλον τον ουρανόν, δεν είναι το να περιγράψεις τι βλέπεις από το παράθυρό σου, ούτε τι θυμήθηκες, αλλά το να δημιουργήσεις έναν ολόκληρο κόσμο από μέσα σου…
Αυτό είναι η τέχνη, αυτό είναι η δημιουργία, αυτό κατόρθωσε  το Μαλαμώ. 


Στην κλίμακα του μικρού το όλον, στην κλίμακα του κεντηματος το σύμπαν…

Και το οπτικόν όργανον του πατρός, η διαμεσολάβηση, αδυνατεί – ο καθρέπτης της κυράς του Σάλοτ θα σπάσει κάποια στιγμή – να κλέψει, να υποκλέψει τη δημιουργία…

Σημείωση:
Το διήγημα "'Αγια και πεθαμένα" βρίσκεται στον τρίτο τόμο των Απάντων του Αλ. Παπαδιαμάντη, εκδόσεις Δόμος, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου

Υπάρχει επίσης στο διαδικτυακό τόπο του Ν. Σαραντάκου, εδώ: 
Εικόνες από το Internet

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το κλειδί στην ανάγνωση τού Παπαδιαμάντη μάλλον δεν είναι η διαφορετική ή αντίθετη κατάληξη των πρωταγωνιστών τών διηγημάτων του, π.χ. η τύχη της αραβωνιαστικιάς, τού αγοριού, τού προξενιού, κλπ αλλά η σχετικότητα των, δλδ εφόσον προηγήθηκαν αυτά πού προηγήθηκαν προέκυψε αυτό πού προέκυψε. Στα μαθηματικά αυτό λέγεται αλγοριθμικός λογισμός και σήμερα αποτελεί το βασικό θεμέλιο για τον ηλεκτρονικό λογισμό. Υπ' αυτή την έννοια αξίζει η μελέτη τού Παπαδιαμάντι να διδάσκεται στην εκπαίδευση κατά την ώρα τού μαθήματος των μαθηματικών αλλά και οι φοιτητές/τριες της Φιλολογικής σχολής να διδάσκονται την εξαιρετική μαθηματική σκέψη τού Παπαδιαμάντι