Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Κοιτάζοντας «ατράνταχτα» το μέλλον με το ναυτικό τηλεσκόπιο. Ιστορίες μαντείας στον Παπαδιαμάντη









Υπάρχουν δυο περιπτώσεις που δύο Παπαδιαμαντικές ηρωίδες, η Σεραϊνιώ κόρη καπετάνιου και η Αρχόντω σύζυγος καπετάνιου αποφασίζουν να σηκώσουν το ναυτικό τηλεσκόπιο του πατρός η μια του συζύγου η άλλη και να ατενίσουν τον ορίζοντα.
Και τις δυο φορές, σε ένα πρώτο επίπεδο, υπάρχει μια επιτακτική ανάγκη να δουν κάτι που τα όρια της ανθρώπινης όρασής τους, δεν τους επιτρέπει να κάνουν. Στην πρώτη περίπτωση, η Σεραϊνιώ, στο διήγημα Άγια και Πεθαμένα, έχει μια αντίζηλο στο κέντημα και με τις επίγειες παρατηρήσεις της με το ναυτικό όργανο, την παρακολουθεί, που κεντά…Στη δεύτερη, η Αρχόντω, η καπετάνισσα ανησυχεί για την καθυστέρηση του πλοίου του συζύγου της.

Η Σεραϊνιώ λοιπόν, επιθυμεί να διακρίνει μακριά εφόσον
«έξω εις το μπαλκονάκι εκάθητο εν πρόσωπον, και έκυπτεν επί των γονάτων του, καθώς έκυπτεν η ΣεραΪνιώ, και κάτι είχεν επί της ποδιάς του, καθώς αυτή το κέντημά της. Δεν ηδύνατο να διακρίνει τίποτε. ήτο τόσο μακράν! Αλλ' εφαίνετο να έχη πολύ ενδιαφέρον, μεγάλην επιθυμίαν. Ας είχε όμματα α ε τ ί ν α ς, ας ημπορούσε να ιδή καθαρά εις τόσην απόστασιν!»
Τελικά υποκατάστατο των ματιών είναι το ναυτικόν όργανον του πατρός, το οποίον ανασύρει από ένα έπιπλο και επιδίδεται στις παρατηρήσεις της
«Έτρεξεν εις έν έπιπλον, το ήνοιξεν, έψαξεν εις το βάθος, και εξήγαγε πράγμα τι μακρόν, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίον εφαίνετο εκ μαύρου χαρτονίου. Αφήρεσε το κάλυμμα και ανέσυρεν από μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τούτον. Τον έλαβε, διευθέτησεν όλον τον σκελετόν, τον εξέσυρε και επλησίασε το άκρον εις το όμμα της, και εγύρισε το στόμιον, το άλλο άκρον κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινόν εκείνο. Ήτο το παλαιόν οκιάλι, το ναυτικόν τηλεσκόπιον του πατρός. Το είχεν αντικαταστήσει, φαίνεται, διά νεωτέρου ο καπετάν Γιωργής και διά τούτο το παλαιόν το είχεν αφήσει εις το σπίτι. Η νεάνις το εκράτησε σιμά εις το όμμα της επί μακρόν και έβλεπεν, έβλεπεν αχόρταγα.»
Για τις επίγειες παρατηρήσεις της Σεραϊνιώς σε σχέση με την αντίζηλό της, παραπέμπω στο κείμενο των Πινακίδων «Όπου η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη στο παράθυρό της, αποφασίζει να δει τον κόσμο με ένα τηλεσκόπιο» εδώ: http://waxtablets.blogspot.com/2011/03/blog-post_17.html
Η ιστορία, όπως ο τίτλος της άλλωστε, Άγια και πεθαμένα,  παραπέμπει σε μια υπόθεση τοπικής μαντείας με κόλλυβα, όπου υποτίθεται με τα άγια κόλλυβα, το Ψυχοσάββατο, στη μνήμη του Αγίου Θεοδώρου, είναι δυνατόν μια κοπέλα, βάζοντάς τα στο προσκέφαλό της, «να ίδει καθ’ ύπνον ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγόν της.»
Η παράδοσις αυτή στηρίζεται βεβαίως στον συναξαριστή και σε μια αντίστοιχη θαυματουργή μαντεία του Αγίου και ετηρείτο με προσήλωση και προσμονή στο αγαπημένο νησί του Παπαδιαμάντη.
Το δραματουργικό ενδιαφέρον στην ιστορία, είναι ότι η Σεραϊνιώ, που είναι σε ηλικία γάμου, από λάθος της θείας της, που έχει αναλάβει να της φέρει τα κόλλυβα της μαντείας, αντί για τα άγια κόλλυβα, βάζει στο προσκέφαλό της κόλλυβα από ένα μνημόσυνο. Και φυσικά βλέπει ένα όνειρο, αλλά όχι με τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγό της.

«Δεν ήτο ικανή να κάμει εκείνο το οποίον ήκουεν ότι έκαμναν άλλαι ομήλικές της και το οποίον πολύ ομοίαζε με μάγια, ας είχε και ευλαβείας επίχρισμα. Να εξέλθει διά νυκτός εις την αυλήν, κρατούσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αυλακώσει δι’ αυτού την γην, να σπείρει τα κόλλυβα, και τα περιέλθει τρεις γύρες ψιθυρίζουσα:
Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ,
κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ,
ἀπ᾽ τὴν ἔρημο περνᾷς,
κὶ τὶς μοῖρες χαιρετᾷς.
Ἂν βρῇς κ᾽ ἐμὲ τὴ μοῖρά μου, νὰ μοῦ τὴν χαιρετίσῃς.
Αλλά θα εφήρμοζε την απλουστέραν μέθοδον. Θα έβαλλε τα κόλλυβα υποκάτω από το προσκέφαλόν της και ίσως έβλεπε κανέν όνειρον.
Είδεν όνειρα.
Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, με σφαλιστά μάτια. Είδε κοράσια μικρά, αδελφάς της, εξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσών, όλας αποθαμένας. Είδε στεφάνους από νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, με θυμιάματα και με ακτίνας. Και ένα στεφάνι, το στεφάνι το ιδικόν της, της έφευγεν από την κόμην την καστανήν και ανέβαινε προς τον ουρανόν, εν μέσω αίγλης και μαρμαρυγής και δόξης αφάτου.
Τα κόλλυβα, τα οποία της είχε δώσει η Ζήσαινα, μη ήσαν πεθαμένα;
Τέλος, είδε και έν πρόσωπον ζωντανόν∙ ένα νέον, περί του οποίου είχεν εκφρασθεί άλλοτε ότι θα τον επροτίμα ως γαμβρόν ο πατήρ της.
Είδε το πρόσωπον τούτο, αλλ’ ωσάν εις ταξίδι και ως να ήσαν έτοιμοι προς χωρισμόν. Αυτή τάχα ήτον έτοιμη να φύγει κι εκείνος έμενεν∙ έλεγεν ότι ήθελε μείνει δι’ ολίγον καιρόν. Και της έδιδε μαζί της ως εφόδιον έν μαραμμένον και φυλλοροούν γαρόφαλον από την ιδίαν γάστραν της. Και αυτή έγινε περίεργη να μετρήσει τα μαραμένα φύλλα του και τα εύρε σαράντα.»



Ο αναγνώστης είναι βέβαιος για αυτό που πρόκειται να συμβεί. Τον θάνατον δηλαδή της κόρης, σαράντα μέρες μετά τον γάμον της, τον επόμενο χρόνο.

Η άλλη περίπτωση τοπικής μαντείας, αυτή τη φορά όχι με κόλλυβα αλλά με την έντονη παρατήρηση μιας εικόνας,  συμβαίνει στο «Δημαρχίνα Νύφη»:
«πάρ᾿ ἕνα κορίτσι ἀπάρθενο, ἀθῷο, ὣς ἕνδεκα χρονῶ νὰ εἶναι, κατέβασ᾿ ἕνα κόνισμα ἀπ᾿ τὸ κονοστάσι, δῶσ᾿ τής το στὰ χέρια νὰ τὸ κρατῇ, ὥρα πολλή, καὶ νὰ τὸ κοιτάζῃ ἀτράνταχτα, χωρὶς νὰ ξεκολλήσῃ μήτε στιγμὴ ἀπ᾿ τὸ κόνισμα τὸ μάτι. Καὶ τότε τὸ κορίτσι θὰ φωτισθῇ, καὶ θὰ τ᾿ ἀρωτήσῃς, τί βλέπεις; Κ᾿ ἐκεῖνο θὰ σοῦ πῇ βλέπω τό καὶ τό, ἢ βουλιαμένο εἶναι τὸ καράβι, ἢ ἀβούλιαχτο.»
Αυτό γίνεται για να μάθει η Αρχόντω, η σύζυγος του καπετάνιου τι του έχει συμβεί μια και το πλοίο του έχει καθυστερήσει να φανεί στο νησί όπως όλα τα υπόλοιπα των ναυτικών που έχουν έλθει για να λάβουν μέρος τα πληρώματα στις δημοτικές εκλογές…

Πριν καταλήξει όμως η Αρχόντω στην μαντεία, έχει και αυτή με το ναυτικό κιάλι του συζύγου της, προσπαθήσει, επί ματαίω, να ατενίσει τον ορίζοντα:
«καὶ ἵστατο ἐκεῖ ὥρας, μὲ τὸ ναυτικὸν κιάλι εἰς τὸ ὄμμα, ἀγναντεύουσα τὸ μακρὸν πέλαγος, ἐξετάζουσα τὰ κύματα, καὶ διερευνῶσα μὲ τὸ βλέμμα τὰ χαριτωμένα νησάκια, τοὺς μεμακρυσμένους βράχους καὶ τὰς σπιλάδας. Ἴχνος ἱστίου δὲν ἔβλεπε πουθενά, οὔτε ὡς πτερὸν γλάρου, οὔτε ὡς λοφιὰν πάπιας, οὔτε ὡς κεκρύφαλον καλλικατζούνας· οὔτε ὄπισθεν τῶν χθαμαλῶν σκοπέλων, οὔτε πέραν τῆς Μπούτας, οὔτε ἐκεῖθεν τοῦ Καλαμακιοῦ· οὔτε πρὸς τὴν ἀνατολικήν, οὔτε πρὸς τὴν δυτικὴν ἀκτήν. Κ᾿ ἐπανήρχετο ἐν ἀθυμίᾳ ἡ γυνὴ εἰς τὸν θάλαμόν της καὶ κατέθετε τὸ κιάλι τὸ ἄχρηστον, κ᾿ ἔτρωγε τὸ πικρὸν δεῖπνόν της ἐν συντριβῇ…»

Στο διήγημα αυτό, πράγματι, η εντεκάχρονη επιστρατεύεται και

Ἡ μικρὰ παιδίσκη ἐπὶ ὥραν ἐκράτει ἓν εἰκόνισμα τῆς Παναγίας μὲ τὰς δύο χεῖράς της. Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ καπετάνισσα ἡ Λιμπέριαινα, εἴτε διότι ἐδυσχέραινεν ἐκ τῆς παρατεινομένης ἀπουσίας τοῦ θυγατρίου, εἴτε μᾶλλον διότι ἐπεθύμει νὰ εἶναι κι αὐτὴ παροῦσα εἰς τὴν διεξαγωγὴν τῆς μαντείας, ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Παγούραινας. Μετὰ ὥραν ἱκανήν, ὅταν ἡ Ἀλέξαινα, καθημένη ἀντικρὺ τῆς μικρᾶς, εἶδε κάπως τὰ ὄμματά της νὰ ἰλλωπίζουν ἀπὸ κούρασιν ἢ ζάλην, τὴν ἐρωτᾷ:
― Τί βλέπεις;
― Βλέπω, ἀπήντησεν ἡ παιδίσκη, ἕνα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ἀνακατωμένα… φουσκοθάλασσα*, τρικυμία, θεόρατα κύματα, ποὺ χτυποῦν ἀπάνω στοὺς βράχους, στὸν κάβο, στὴν ἀκρογιαλιά.
― Καὶ πῶς τὸ βλέπεις τὸ καράβι; ἠρώτησε μὲ κομμένην ἀναπνοὴν ἡ Ἀρχόντω.
― Τὸ καράβι, σύντριμμα καὶ τρομάρα… ἄχ! καὶ ἕνας, δυό, τρεῖς νομάτοι ποὺ πλέουν, τοὺς συνεπαίρνει τὸ κῦμα (ὕψωσεν ἀλληλοδιαδόχως τρεῖς δακτύλους τῆς δεξιᾶς χειρός της), τοὺς χτυπᾶ ἡ θάλασσα ἀπάνω στὰ βράχια, ποὺ πολεμοῦν νὰ πιαστοῦν, τοὺς ἁρπάζει ξανὰ πίσω τὸ κῦμα, πάλι τοὺς πετᾷ ἐμπρός, τοὺς χτυπᾷ, πώ, πώ! ἀπάνω στὰ γκρίφια*, κ᾿ οἱ νομάτοι ζαλισμένοι, μισοπνιμένοι, μισοσκοτωμένοι, δὲν μπόρεσαν νὰ πιαστοῦν. Βουλιοῦν, βούλιαξαν, πᾶνε, ἄμοροι* ἔγιναν. Οἱ δυὸ ἐπῆγαν στὸν πάτο κάτω, κι ὁ ἕνας ἀκίνητος, μὲ γουρλωμένα μάτια, φαίνεται σὰν νὰ γλυκοκοιμᾶται ἀπάνω σὲ μιὰν ἀμμουδιὰ μικρὴ ὣς τρεῖς πιθαμές, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὁλόμαυρους βράχους· (τοσηδά, ὣς τρεῖς πιθαμές, ἔκαμε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι της σχῆμα ὡς νὰ ἐμέτρει).


Το βλέμμα της αετίνας που δεν διαθέτει η Σεραϊνιώ, οι οιωνοί που δεν είναι ορατοί οὔτε ὡς πτερὸν γλάρου, οὔτε ὡς λοφιὰν πάπιας, οὔτε ὡς κεκρύφαλον καλλικατζούνας στην καπετάνισσα είναι παρόντες στην όραση, των μακρινών αποστάσεων, αυτήν που επιτυγχάνεται με το ναυτικό όργανο. Στην πραγματικότητα όμως, και τα δύο διηγήματα αναφέρονται στο τηλεσκόπιο, το ναυτικό κιάλι, για να τονίσουν ακόμα περισσότερο, το ατράνταχτο και παντοδύναμο βλέμμα του «οιωνοσκοπίου», της μαντείας.



Θα ήθελα να απευθύνω θερμές ευχαριστίες στην Έφη Ματθαίου - Δημητριάδη για την ανάρτηση του πορτρέτου του Νικολάου Δ. Δημητριάδη στο facebook, του Σκιαθίτη ευπατρίδη στον οποίον αναφέρεται το "Δημαρχίνα Νύφη" ( αν και δεν εξεδόθη όσο ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν εν ζωή), και την αναφορά στην Αλεξάνδρα Δουλίδου - Δημητριάδου, την περιβόητη νύφη της απέναντι νήσου, στην οποία ο Αλ. Παπαδιαμάντης έκανε ιδιόχειρες αφιερώσεις βιβλίων, μετά "φιλότητος και υπολήψεως"...
Η ανάρτηση αυτή, καθώς και αναφορά στο "Δημαρχίνα Νύφη"  έγινε η αφορμή για αυτό το ποστ.

Εικόνες από:
http://www.1st-art-gallery.com/thumbnail/223452/1/Postcard-Of-A-Woman-With-Binoculars.jpg
http://img.dailymail.co.uk/i/pix/2008/01_04/ghost1NNP_468x304.jpg
http://www.chinaoilpaintinggallery.com/oilpainting/Claude-Joseph-Vernet/Storm-with-a-Shipwreck.jpg
Τα άγια και πεθαμένα:
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=302:03-11-agia-kai-pe8amena-1896&catid=58:narration&Itemid=54
Δημαρχίνα Νύφη:
http://papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=401%3A04-12-dhmarxina-nyfh-1912&catid=58%3Anarration&Itemid=54

Δεν υπάρχουν σχόλια: