Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ο Vincent Van Gogh ως Λάζαρος








Στην φαινομενική ηρεμία του ασύλου του Σαιν Ρεμύ ο Βαν Γκογκ, έγκλειστος, βασανιζόταν από αϋπνίες και μια σκέψη τριβέλιζε το νου του. Είχε νόημα να επιστρέψει στον κόσμο; Πώς μπορούσε να αντέξει αυτή τη μεταβολή στο ρυθμό – μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου είπε μέσα του – κοιτώντας το φεγγίτη του δωματίου στο Δρομοκαϊτειο, αυτή τη μεταβολή που του άλλαζε την πυκνότητα, τον έκανε να σηκώνεται από το έδαφος, οι νοσοκόμοι τον έβλεπαν να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι του με τα μάτια κλειστά, και το δωμάτιο πλημμύριζε μυρωδιά από φρεσκοθερισμένα στάχια, τοπίο θερισμού ο νους του, με μια άμαξα στη μέση…Νομίζω αστερισμός ήταν η άμαξα… σχήματα στον έναστρο ουρανό να στροβιλίζονται. Μετά θα έγραφε την πονεμένη επιστολή στον αδελφό του να παραπονεθεί πως φαντάζεται τον εαυτό του πουλί κλεισμένο στο κλουβί του να χτυπά το κεφάλι στα κάγκελα εκείνο να ματώνει. 
Η ανοιχτή πόρτα του κλουβιού, μια μεταφορά για τη διάθεσή του να μην επιστρέψει…Η αραίωση του σώματος και οι αιωρήσεις ήταν η αρχή. Σιγά σιγά να κατεβάσει το φως της συνείδησης – δεν ήταν και τόσο δύσκολο – μια σκηνή θεάτρου το μυαλό. Από δω και στο εξής να στραφεί σε ένα νοερό αποχρωματισμό των πινάκων, όπου βαθμιαία ξεκινώντας από τους στροβιλισμούς με το πινέλο που θα έφευγαν πρώτοι, θα έφευγαν όλα, το μπλε κοβάλτ, το πορτοκαλί και οπωσδήποτε το κίτρινο, τόσο έντονο κάποιες φορές, που είχε δώσει αφορμές να τον κακολογήσουν και να αποδοθεί, αυτή η εμμονή του στο αψέντι…Τα χρώματα λοιπόν, θα αντικαθίσταντο από τα ονόματά τους. Αυτό θα επέτρεπε στον ίδιο να απαλλαγεί από τις επιλογές του και να θυμηθεί τις νοητές εικόνες από την αρχή, λιτές, άχρωμες αλλά με ένα πλήθος πιθανότητες εκδίπλωσης…
Αφού αποχρωμάτισε νοερά όλους τους πίνακές του, αυτό είναι μια δυνατότητα που μου δίνει η τρέλα, είπε, να βλέπω τα έργα μου χωρίς χρώμα…Αυτό που μου μένει είναι να απαλλαγώ από το βόμβο, από τον εκκωφαντικό και μάταιο θόρυβο των σκηνών, είπε– δεν νομίζω ότι αυτό κατάφερε να το κάνει…Παραισθήσεις είπαν οι γιατροί, του τρυπούσαν το κρανίο κάποτε αυτοί οι ήχοι και μαζευόταν διπλωμένος στην άκρη του κρεβατιού του ανήμπορος…δεν είχε βρει τη λύση…
Όταν τον άφηναν οι κρίσεις, αντέγραφε έργα μεγάλων ζωγράφων. Με αναζωογονεί αυτό, έλεγε. Ίσως με κάνει να επιστρέψω. Ετσι ζωγράφισε Ντελακρουά, Μιλέ, Χιροσίγκε – κάτι εξαίσιες ροδακινιές και άλλους…Ξεκίνησε μια συνομιλία με τα έργα των άλλων, σαν να έβγαιναν τα πνεύματά τους και να τον καλούσαν. Μια αναβάπτιση στην τέχνη των άλλων, μια κατάδυση σε άλλες συνειδήσεις, μια ανταλλαγή, μια μεταμόρφωση του εαυτού…
Κάτι σαν Ανάσταση, μετά από την Κάθοδο στον Άδη…



Μια δική του Ανάσταση, μια δική του επαναφορά ίσως είναι και η Ανάσταση του Λαζάρου κατά Ρέμπραντ, που ξαναζωγράφισε, εμπνεόμενος από το χαρακτικό του Ρέμπραντ, αποδίδοντας ίσως δικά του χαρακτηριστικά στο νεκρό. Παρέλειψε βέβαια να περιλάβει στην εικόνα τον Ιησού…Νομίζω ο πίνακας είναι ακόμα πριν το θαύμα, αν ήταν εκεί ο Ιησούς, η παρουσία του θα απέτρεπε το θάνατο είχαν πει οι αδελφές του νεκρού… ίσως αυτό να θέλει να τονίσει με αυτή την ηθελημένη διαφορά. 
Το κενό εντός του, την εσαεί απουσία. 

Πόλυ Χατζημανωλάκη
Εικόνες:
Η Εγερση του Λαζάρου κατά Ρέμπραντ, του Βαν Γκογκ (1887 - 1890) 
Η Ανάσταση του Λαζάρου του Ρέμπραντ, 1632 χαρακτικό

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το κοινό παρ' όλα αυτά αναρωτιέται κανείς εάν κατανοεί το μυστήριο.