Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Τα αγόρια μεταξύ τους: «Η παιδική του περιέργεια (περί τα ερωτικά) δεν ανεπαύετο»




Πόσες και πόσες φορές στα εορταστικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ακούγονται  τα κάλαντα, τις φωνές τα πειράγματα από τις παρέες των παιδιών που διασχίζουν με τα φαναράκια τους τα καλντερίμια της Σκιάθου.
Μικρά φωσάκια που διατρέχουν το νησί από άκρου σε άκρην, τα γέλια τους τα πειράγματά τους. Ακούμε κάποτε τις κουβέντες τους όταν θέλουν να μοιραστούν την είσπραξη της μέρας, όπως για παράδειγμα στον Αμερικάνο, εκεί που ο ξένος που επιστρέφει στην πατρίδα του προσπαθεί να μάθει εμμέσως για την αρραβωνιαστικιά του και τους δίνει το υπερβολικό φιλοδώρημα, το τάλληρο – «Στάσου, πάρε αυτό το ντόλλαρ», για να τους αποσπάσει πληροφορίες.
Ο κόσμος των ενηλίκων δίπλα τους, παράξενος, ακατανόητος, τα φοβίζει και τους εξάπτει την περιέργεια. Και βέβαια υπάρχουν περιπτώσεις, ακραίες,  όπως εκείνη που κάποιος ενήλικας μπορεί να θελήσει εκμεταλλευόμενος το δικαιολογημένο δέος των παιδιών για τα ερειπωμένα σπίτια, τα στοιχειά που τα κατοικούν και τους βρυκόλακες να τα ληστέψει, να τους αφαιρέσει την είσπραξη εκεί που τσακώνονται ως συνήθως για τη μοιρασιά. Η περίπτωση του Γιάννη του Παλούκα στης  Κοκκώνας το σπίτι είναι μια από αυτές.  
Ωστόσο, το πιο ακατανόητο από τον κόσμο των μεγάλων είναι ο έρωτας. Ανάμεσα σε δυο πολύ αγαπημένα ξαδέλφια εκ μητρός, τον Αλέκο και τον Σωτήρο,  που έχουν βγει να πουν τα κάλαντα την ημέρα των Φώτων και γίνονται χωρίς να το θέλουν μεσάζοντες της ερωτικής αλληλογραφίας του Σημαδιακού[1]. Πρόκειται για τον Σωτήρη Οικονόμου, τον αγαπημένο εξάδελφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για τον οποίον θα γράψει  στα 1909 το «Θρήνος εις τον εξάδελφόν μου. Σωτήριον Αλ. Οικονόμου», δ. φ. Το «θρήνος» κατά το Σαιξπηρικόν “Τhrenos” όπως αναφέρεται στο κείμενο. Ο Αλέκος του διηγήματος είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπως συμπεραίνουμε εύκολα μια και : «καὶ ὁ πτωχὸς Ἀλέκος, ὅστις οὔτε διδάσκαλος κατώρθωσε νὰ γίνῃ, ἂν καὶ ἐνεγράφη ποτὲ εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν σχολήν, ἔμελλε νὰ μείνῃ ξεσκούφωτος καὶ ἄσημος… συρράπτης ἐπιφυλλίδων!» [2]
 Ο μικρός Αλέκος λοιπόν φλέγεται από επιθυμία να μάθει τι περιέχει ο φάκελος της επιστολής που ο αλλόκοτος Σημαδιακός ή μονίμως ερωτοχτυπημένος Διπλοκαημός τους έχει υποχρεώσει να παραδώσουν στην Κυρά των λογισμών του.   Ο κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος Σωτήρος (Οι ηλικίες τους σύμφωνα με το διήγημα είμαι δέκα και δώδεκα ετών)  είναι καλύτερα πληροφορημένος περί τα ερωτικά. Για τις κουβέντες τις σκωπτικές, τις γεμάτες  υπονοούμενα – για παράδειγμα ποιος αποσώνει[3] τα μωρά στην κοιλιά της μάνας τους όταν λείπει επειδή ταξιδεύει ο σύζυγος - των μεγάλων που ακούν τα παιδιά, έχει αναφερθεί κατά την περιγραφή του ταξιδιού με τη βάρκα στο Χριστό στο Κάστρο. Ολόκληρο το Παπαδιαμαντικό έργο είναι γεμάτο από την θέρμη που άφησε στα χέρια του Μαθιού το φόρεμα της Λιαλιώς όταν το έβγαλε για να το κάνουν πανάκι στη βάρκα στη Νοσταλγό. Το «φορτίον το ευάγγαλον», η επαφή με το σώμα της κοπέλας που σώζεται από πνιγμό στο Όνειρο στο κύμα σχεδόν βαρύνει τους ώμους του αναγνώστη, οι πόνοι της καρδιάς του αφηγητή σαν δαγκώματα από καβούρια νιώθονται στο Ολόγυρα στη λίμνη όταν μονίμως τον ξεπερνά ο Χριστοδουλής στους άθλους που θέτει η αγαπημένη του Χαρίκλεια.


Ωστόσο, η αθώα σκληρότητα της παιδικής ηλικίας, που όλα τα περίεργα και απειλητικά  τα ξορκίζει με την υπερβολή και τη διακωμώδηση, η προσγείωση, η άλλη πεζή ματιά στον αντίποδα τους λυρισμού, μια παιδική σοφία  που οι πάντες αναγκάζονται να αποδεχτούν και να  δικαιώσουν, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη σε όλο της το μεγαλείο με την ομολογία της περιέργειας του Αλέκου περί τα ερωτικά, την αστείρευτη, και τις γνώσεις του εξαδέλφου που τον δασκαλεύει:
Καὶ τί θὰ διαβάσῃς; Δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲ διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη ἔρωτα» καὶ τὴν «Φιλομειδῆ Ἀφροδίτην»;
―  Ναί.
―Ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ τί θὰ γράφῃ. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου» καὶ ὕστερα θὰ ἔχῃ κάτι στίχους ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ σοῦ εἶπα: «Εἶσαι καρπὸς τοῦ ἔρωτος, παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης», ἢ «Ἔχεις ἀνάστημα μικρόν, ἀλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ὡς ἄρωμα πολύτιμον εἰς πάγχρυσον φιάλην» καὶ ὕστερα θὰ λέγῃ, «Ἀπὸ τὰ μπεντένια πέφτω, πέφτω γιὰ νὰ σκοτωθῶ, κ᾽ ἡ ἀγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον γιὰ τὸν Θεό!». Αὐτὰ θὰ γράφῃ.
Ὁ Σωτῆρος ἐμνημόνευσεν ἀνωτέρω δύο συλλογὰς τοῦ Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αἵτινες τοιαῦτα δίστιχα περιέχουν τῷ ὄντι, ὧν πολλὰ μὲν κακόζηλα, πλεῖστα δὲ ἀνόητα καὶ ὅλα γελοῖα.
Καὶ ὅμως ἡ περιέργεια τοῦ Ἀλέκου δὲν ἀνεπαύετο.


Πόλυ Χατζημανωλάκη




[1] Η περίπτωση του Σημαδιακού και τα ίχνη της μνημονοτεχνικής παράδοσης των Κολλυβάδων αναφέρονται αναλυτικά στο «Ίχνη της μνήμης στον "Σημαδιακό" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία»



[2] Ο Σημαδιακός, Αλ Παπαδιαμάντη
[3] Μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, εκδ. Καστανιώτη 1986

Δεν υπάρχουν σχόλια: