Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Βλέποντας τα περασμένα «ως εις πανόραμα»: Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, ο Σημαδιακός άλλη μια φορά (με αφορμή την παράσταση της Ηωάννας Σπανού)

Θυμάστε εκείνο το «πανόραμα» - την οπτική συσκευή που πρέπει να είχε δει ο Παπαδιαμάντης και να τον είχε εντυπωσιάσει, στην εποχή του; Η άρνησή του να φωτογραφηθεί ίσως σχετίζεται με μια περίεργη έλξη που είχε στα σχετικά με την απεικόνιση και τη δημιουργία ειδώλων. Ο διακαμός για παράδειγμα – το φάντασμα, ο καθρεφτισμός – αυτό που φαίνεται και εξαφανίζεται στη θάλασσα με το φως του φεγγαριού, έτσι αποκαλεί τη σκιά της μάνας της Χαδούλας της φόνισας. Η Δελχαρώς, η στρίγγλα, η μάγισσα, χάθηκε ως διακαμός από τα μάτια των χωροφυλάκων. Η περίφημη φωτογράφηση που του ξεφεύγει στους Εμπόρους των Εθνών, τότε που ο αββάς Αμμούν  κοιτάζει την Αυγούστα, "Την εκοίταζεν (την Αυγούστα)  ως να επεθύμει ουχί μόνον να φ ω τ ο γ ρ α φ ή σ η την εικόνα της, αλλά να καταμετρήσει την συνείδησίν της". Αυτό θυμίζει πολύ  το lets play billiards, της Κλεοπάτρας στο Σαιξπηρικό έργο Αντώνιος και Κλεοπάτρα, που όπως γράφουν οι μελετητές, η αγάπη του συγγραφέως για το μπιλιάρδο του έγινε έμμονη ιδέα ώστε να το βάλει να παίζεται τη Ρωμαϊκή εποχή, στην Αίγυπτο. Να μην παραλείψουμε οπωσδήποτε  και το «αυτοείδωλον εγεννόμην» την εγωιστική αγάπη που αναφέρει ο αφηγητής στα Ρόδινα ακρογιάλια,  το ποίημα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης, από την κατανυκτική Ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης.
Ας αφήσουμε ίσως για μια άλλη φορά τις ελκυστικές συσχετίσεις με την αντίδρασή του στη φωτογράφηση και ας επιστρέψουμε στο πανόραμα.
Το πανόραμα λοιπόν, αναφέρεται στο σπιτάκι που διατηρούσε η Μαχώ το Φαλκάκι,   η μητέρα του μικρού Φάλκου (γεράκι και αυτός όπως και η μικρή Γηρακώ στο Σημαδιακό), στο Κάστρο, μετά την μετοικεσία των κατοίκων του στην πόλη της Σκιάθου αφού δεν υπήρχε πια φόβος από τις επιδρομές των πειρατών. Η Μαχώ το Φαλκάκι δεν ήθελε να ξεκόψει από το παλιό της σπίτι, την παλιά της ζωή, τις αναμνήσεις της, γι’ αυτό φρόντιζε να πηγαίνουν όποτε μπορούσε και να μένουν στο σπιτάκι τους, να το διατηρούν ζωντανό, τρόπον τινά.


Ετσι λοιπόν, σε αυτήν την πόλη φάντασμα λοιπόν, «Ὁ μικρὸς οἰκίσκος (ήταν) μία ἐπάνοδος εἰς τὸ παρελθόν, μία ὀπὴ διὰ τῆς ὁποίας ἔβλεπέ τις τὰ περασμένα ὡς εἰς π α ν ό ρ α μ α, ζωντανὴ ἀνάμνησις μέσα εἰς τὴν τέφραν τῆς λήθης». Μια μηχανή του χρόνου, δηλαδή, μια συσκευή. 

Ετσι λοιπόν, στον Σημαδιακό του Παπαδιαμάντη, "ως εις πανόραμα" επίσης,  μπορεί να δει τα δυο εξαδέλφια, τον Αλέκο και τον Σωτήρο, δέκα και δώδεκα ετών αντιστοίχως, να κρατούν τα σύνεργα για τα άσματα των Φώτων, το ραβδάκι και την κάσα αντιστοίχως. Και μαθαίνει ότι τσακώνονταν όλον τον χρόνο, μαθαίνει ποιος ήταν ο Σωτήρος, ο αγαπημένος ξάδελφος που σπούδασε στην Γερμανία και ποιος ήταν ο Αλέκος, αυτός που εισήχθη εις την Φιλοσοφικήν αλλά ουδέποτε απεφόίτησε και δεν κατώρθωσε να γίνει ούτε δάσκαλος αλλά απλώς συρράπτης επιφυλλίδων.

Αυτά βεβαίως ίσως είναι γνωστά, ή αυτονόητα έστω στον αναγνώστη του κειμένου. Όχι τόσο αυτονόητα είναι τα ενδυματολογικά τους, το πώς ο Αλέκος ήταν ντυμένος με παντελόνια κακόζηλα, στενά, φράγκικα ενώ ο Σωτήρος φορούσε την νησιώτικη ενδυμασία και φέσι (παραπέμπω σε παλαιότερο κείμενό μου στις Πινακίδες από κερί, Ίχνη μνήμης στον Σημαδιακό του ΑλέξανδρουΠαπαδιαμάντη).
Επίσης λιγότερο γνωστό είναι ίσως το ενδιαφέρον τους περί τα ερωτικά, το πώς προσπαθούν να συμπεράνουν το τι περιέχει η επιστολή, «η περιέργεια του Αλέκου δεν ανεπαύετο» γράφει ο Παπαδιαμάντης χαμογελώντας προς τον αναγνώστη του μέλλοντος και μαθαίνουμε (πρβλ. τα αγόρια μεταξύ τους) για τα αναγνώσματα των αγοριών.
Εκεί όμως που ο χαρακτήρας ζωντανεύει και κινείται επί σκηνής είναι βεβαίως όταν μαθαίνουμε ότι ήταν  «υπνοφάγος», ότι δηλαδή δεν έσπευδε να είναι από τους πρώτους στην λειτουργία όπως ο εξάδελφος Σωτήρος. Απορίας άξιον αυτό αν σκεφτεί κανείς τις πιέσεις από το σπίτι στα ενδυματολογικά – να θυμηθούμε τα πέδιλα με κάλτσες – που δεν του επέτρεπε να παίξει με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Εύθικτος βεβαίως, αν σκεφτεί κανείς την αντίδρασή του στο κόλλημα του σφάνζτικου στο μετωπό του, που επεχείρησε ο καπετάν Θανασός ο θείος του, «μα εγώ δεν είμαι βιολιτζής», είναι η αντιδρασή του.


Διέκρινα ένα ιδιόμορφο χιούμορ, ένα πειραχτήρι, βλέποντας την Ηωάννα Σπανού, που υποδυόταν και τον Αλέκο και τον Σημαδιακό – δικαίως γιατί υπάρχουν πολλές ταυτίσεις. «Δεν γίνεται να γίνει κανείς ανήρ χωρίς να απατηθεί», καταλήγει στη Νοσταλγό του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Σημαδιακός είναι μια ιστορία εξαπάτησης. (Πρβλ σχετικό κείμενο στις Πινακίδες από κερί: όπου από ένα ορθογραφικό λάθος του Παπαδιαμάντη κλπ) Για πολλούς λόγους είναι διαφορετικός από τους άλλους ο Αλέξανδρος, όπως και ο Μανώλης ο Προυσαλής, ο παράξενος αυτός χαρακτήρας του διηγήματος.
Και το Μπραϊνάκι, πόσο μοιάζει με διάφορες ηρωίδες που έχουν προκαλέσει μεγάλα πάθη στους ήρωές του. Όπως η Πολυλογού στον μπαρμπα Γιαννιό στο Ερωτας στα χιόνια, ή η Λαλιώ στον Μαθιό, στη Νοσταλγό. Και στις δυο περιπτώσεις βρυχώντα αισθήματα και μια γυναίκα που πάει η γλώσσα της ροδάνι, όπως γράφει.
Το Μπραϊνάκι που δεν υπάρχει μαθητής να μην την ονειροπολεί ή ναύτης να μην της κάνει πατινάδα βρίζει και καταριέται «στο γυναικείον ιδίωμα» και προκαλεί την αμηχανία των δύο αγοριών.
Πειραχτήρι λοιπόν, εφ’ όσον φαίνεται ότι το διασκεδάζει και λίγο, παρά την δύσκολη συνθήκη στην οποία έχουν βρεθεί. Εχει ο Σπύρος φέσι; Προσπαθεί να παρηγορήσει τον ξάδελφό του, που του έχει αρπάξει το φέσι του ο Σημαδιακός, υπερθεματίζει σε ερωτήσεις «και τι ώρα θα απολύσει η λειτουργία» και καὶ τί ὥρα θὰ ψαλῇ ὁ ἁγιασμός… καὶ τί ὥρα θὰ ρίξουν τὸ Σταυρὸ στὴ θάλασσα..  που μπορεί να τινάξουν στον αέρα την προσπάθεια να απομακρυνθεί το μικρό Γηρακώ από το δωμάτιο.  Μια κοινωνική δυσλειτουργία στο ταίριασμα – αταίριαστος και αυτός – μια απόσταση από την δράση, μια υπογράμμιση του δραματικού στοιχείου όχι χωρίς διακινδύνευση, δικαιώνοντας πάλι την ταύτισή του με τον Σημαδιακό, ως προς την ετερότητα.
Είμαι ευτυχής που είδα την παράσταση στο χώρο των εκδόσεων εν πλω. Όλα περιέχονται στο κείμενο. Όμως χωρίς την ανάγνωση του κειμένου από την Ηωάννα, ο δεκαετής Αλέξανδρος, δεν θα έκανε την εμφάνισή του και μια υπόκλιση σε αυτούς που τον αγαπούν στο πατάρι ενός βιβλιοπωλείου στη Χαριλάου Τρικούπη.


Πόλυ Χατζημανωλάκη
Φεβρουάριος 2015


Φωτογραφιες


http://www.lefigaro.fr/mon-figaro/2013/02/08/10001-20130208ARTFIG00546-ces-enfants-bien-eleves.php
http://microsites.lomography.com/spinner-360/images/history/panoscan_04.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια: