Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος:Τρεις υφάντρες στο γκέττο του Λοτζ







Αναρωτιέμαι πώς να ήταν τα ονόματά τους – Ρόζα, Λουίζα και Λέα ή μήπως Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, οι κόρες της Νύχτας, με το αδράχτι, τη ρόκα και το ψαλίδι: Οι τρεις υφάντρες του Γκέττο του Λοτζ



To τέλος της τέταρτης ιστορίας στους "Ξεριζωμένους" του Sebald είναι αφιερωμένο στην περιγραφή μιας έκθεσης φωτογραφίας που έγινε γύρω στα 1987 στην Φραγκφρούρτη, με σκηνές από το γκέτο του Λιντσμαννσταντ στην πόλη Λοτζ της Πολωνίας, μια ιδιαίτερα "παραγωγική" πολιτεία, μια και οικειοθελώς οι έγκλειστοι προσπαθούσαν να "απελευθερωθούν" δια της εργασίας, αυξάνοντας διαρκώς την παραγωγικότητα αλλά και τις θέσεις εργασίας μια και εγνώριζαν - αυτά τα αναζήτησα και τα βρήκα αργότερα στο διαδίκτυο - ότι για όσους δεν ήταν παραγωγικοί η μοίρα που τους επιφύλασσαν οι Ναζί ήταν η θανάτωση, έτσι έγινε με 50,000 γέρους και παιδιά του γκέττο που μεταφέρθηκαν στο γειτονικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τσέλμνο, το πρώτο χρονολογικά στρατόπεδο θανάτου που είχε ιδρυθεί.
Φρόντιζαν λοιπόν οι κατοικοι του Γκέττο να δημιουργούν θέσεις εργασίας για τα παιδιά, να τα εκπαιδεύουν ώστε να μπορούν να γίνουν παραγωγικά ώστε να σωθούν…


Για την περίπτωση του Γκέτο του Λοτζ, του μικρού πολωνικού Μάντσεστερ παραγωγικότητας, ο Sebald δεν χρησιμοποιεί καθόλου φωτογραφίες, μόνο περιγραφές. Έτσι κι αλλιώς οι φωτογραφίες του είναι μυθοπλαστικές τις αμφισβητεί και τις υπονομεύει κατηγορώντας τις ότι υποσκάπτουν την μνήμη, για να θυμίσουμε τις σκέψεις του ήρωά του του Ανρί Μπελ (του Σταντάλ) στο Αίσθημα Ιλίγγου, που συμβουλεύει τους ταξιδιώτες να μην αγοράζουν γκραβούρες από τα μέρη που επισκέπτονται γιατί αυτές κυριαρχούν και αλλιώνουν τα χαρακτηριστικά του χώρου όπου δικαιωματικά θα έπρεπε να λειτουργεί η μνήμη.
Διάβαζα πριν λίγον καιρό τα σχόλια της Ruth Franklin για μια συγκεκριμένη φωτογραφία με την οποία τελειώνει η τέταρτη ιστορία και το βιβλίο, την ιστορία με τις τρεις υφάντρες του Λοτζ, σε μια από τις οποίες προσπαθεί η ίδια να αναγνωρίσει τη γιαγιά της που επίσης πέθανε στο Ολοκαύτωμα και όλη τη συζήτηση για το αν η τέχνη συμπληρώνει τη μνήμη ή αν είναι προτιμώτερο το κενό.

Θα αντιγράψω εδώ το απόσπασμα από την ιστορία και το συνοδεύω αυθαίρετα με φωτογραφίες από το γκέττο του Λοτζ, που ανακάλυψα στο διαδίκτυο, φωτογραφίες με γυναίκες ή κορίτσια που εργάζονται σκληρά, στη ραπτομηχανή, σε φούρνους, στον αργαλειό, στα πλυντήρια - μια μόνο είναι από το γκέττο της Βοσνίας – με εντυπωσιάζει πόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνουν τρεις κοπέλες μαζί να ποζάρουν αντί για μια ή δυο. Νομίζω το μια θα ήταν πολυτέλεια, ποιος ασχολείται να φτιάξει ένα πορτρέτο, το δυο συμβολίζει έναν ιδιαίτερο δεσμό ανάμεσα στις εικονιζόμενες που ίσως δεν έχει περιθώριο να ανθίσει ενώ το τρεις είναι ο μαγικός αριθμός της σταθερότητας, τρεις μοίρες, τρεις χάριτες, μια ανέμελη – δήθεν συντροφιά – τις μέρες εκείνες…
«Πίσω από το κατακόρυφο καφάσι του αργαλειού, κάθονται τρεις νεαρές πάνω κάτω εικοσάχρονες κοπέλες. Το χαλί που υφαίνουν έχει ένα ακανόνιστο γεωμετρικό σχέδιο, που ακόμα και τα χρώματα μου θυμίζουν την ταπετσαρία του καναπέ που έχουμε στο καθιστικό μας στο σπίτι. Δεν γνωρίζω ποιες είναι οι τρεις νεαρές γυναίκες. Το φως πέφτει πάνω τους από το παράθυρο στο φόντο και έτσι δεν μπορώ να διακρίνω καλά τα μάτια τους, καθώς στέκομαι βέβαια στο ίδιο σημείο, όπως και ο Γκένεβαϊν ο λογιστής, με τη φωτογραφική μηχανή του. Η κοπέλα στη μέση έχει ξανθά μαλλιά και κατά κάποιο τρόπο μοιάζει με νύφη. Η υφάντρια στα αριστερά της γέρνει ελαφρώς το κεφάλι προς το πλάι, ενώ η κοπέλα στη δεξιά άκρη με κοιτάζει τόσο επίμονα και ανελέητα, ώστε να αποστρέφω το πρόσωπό μου. Αναρωτιέμαι πώς να ήταν τα ονόματά τους – Ρόζα, Λουίζα και Λέα ή μήπως Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, οι κόρες της Νύχτας, με το αδράχτι, τη ρόκα και το ψαλίδι…»






















Ανάρτησή μου από το φέησμπουκ, 15 Αυγούστου 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια: