Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Γιωσέφ Ελιγιά: ο θάνατος του παλικαριού και οι Διγενήδες.











«Η ίδια η ζωή του ήταν το ωραιότερο ποίημα», γράφει ο γιατρός, λογοτέχνης και ερευνητής Σάββας Μιχαήλ στο κείμενο του «Το μείζον μέσα στο έλασσον», ένα εξαιρετικό δοκίμιο όπου παρουσιάζει τον ποιητή που γνωρίσαμε στις σελίδες του διηγήματος του Δημήτρη Χατζή Σαμπεθάι Καμπιλή (από το Τέλος της Μικρής μας Πόλης) και όπου με αριστουργηματικό τρόπο και θαυμαστή επάρκεια, προσπαθεί να αποκαταστήσει το μείζον μέσα στον χαμηλό τόνο της γραφής του. Απαρατήρητο πέρασε από τα μάτια των μελετητών το μάγμα του ηφαιστείου, της μελέτης, της λογιότητας, των κρυφών αναφορών στις γραφές και τις παραδόσεις. 




Επιμένω ότι και το δοκίμιο του Σάββα Μιχαήλ είναι κορυφαίο, ισάξιο με το διήγημα του Δημήτρη Χατζή στον χώρο της Ιστορίας και της κριτικής. Ανοίγει την κουρτίνα και μας αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές της ποίησης και της ιστορίας μας, στο μεταίχμιο δύο πολιτισμών, δύο γλωσσών, του ελληνικού και του εβραϊκού. Το κείμενο υπάρχει στο διαδίκτυο, σε λινκ από το πολιτικό καφενείο, κυκλοφορεί βεβαίως στο βιβλίο του Σάββα Μιχαήλ από τις εκδόσεις Άγρα. (και στο Scribdd ολόκληρο το βιβλίο)


Σε αυτό το κείμενο λοιπόν, υπάρχει μια λεπτομερής περιγραφή του θανάτου του Γιωσέφ Ελιγιά στον Ευαγγελισμό, Παρασκευή βράδυ της 29ης Ιουλίου 1931. Ο ποιητής είχε φτάσει στην Αθήνα στις 15 Ιουλίου με εγκληματική καθυστέρηση, γιατί ενώ είχε αρρωστήσει με κοιλιακό τύφο, η θρησκευόμενη προϊσταμένη αρχή δεν του έδινε άδεια να νοσηλευτεί και του έλεγαν αν το κάνει στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Έτσι, μπήκε κακήν κακώς μόλις έκλεισαν τα σχολεία (υπηρετούσε στο Κιλκίς) στον Ευαγγελισμό αλλά ήταν αργά. Η μάνα του φώναξε δυο ραββίνους για να διαβάσουν την Τορά. Την διάβαζαν όμως με τόσο άσχημα εβραϊκά, που ο ετοιμοθάνατος νεαρός σοφός οργίστηκε και τους διέκοψε. Τους είπε να σταθούν στη μια και στην άλλη πλευρά του κρεβατιού και να ανοίξουν από πάνω του το ρολό, το Σεφέρ Τορά. Ανασηκώθηκε, στηρίχτηκε στα μπράτσα των δυο ραβίνων και διάβασε μόνος του «με την ωραία άρθρωση και τη βροντώδη φωνή», το Καντίς, την ευχή των νεκρών και άφησε την πνοή του. 


Διφυείς (Ντυμπούκ) είναι τα τρομερά πνεύματα των εβραϊκών παραδόσεων, που ζουν στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δυο κόσμους, στοιχειώνουν τους θρύλους - προκαλούσαν τον τρόμο στους Ναζί – γράφει ο Σάββας Μιχαήλ σε ένα άλλο κείμενο στο ίδιο βιβλίο. Διφυής (Ντυμπούκ) είναι και ο Γιωσέφ Ελιγιά, άνθρωπος ανάμεσα τον ελληνικό και τον εβραϊκό κόσμο, όπως Διφυής (Διγενής) ήταν και ο Αφεντοδήμος - ο Αντρειωμένος με την ουρά στο θάνατο του παλικαριού του Κωστή Παλαμά. Και οι δυο, ρυθμίζουν τις τελετουργικές λεπτομέρειες του δικού τους περάσματος ανάμεσα στους δυο κόσμους, αυτόν των ζωντανών και αυτόν των νεκρών. Να θυμηθούμε το μοιρολόγι που ζήτησε από τη μάνα του να ακούσει, ακόμα εν ζωή ο Δήμος.



Πόλυ Χατζημανωλάκη
Από παλαιότερη ανάρτηση στο facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια: