Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Ο Παπαδιαμάντης εμπνέεται από τον Διονύσιο Σολωμό και αυτοσχεδιάζει ένα δίστιχο για μια λευκοφορεμένη…




Με την άδεια του συζύγου της, του καπετάν Κωνσταντή,  ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αυτοσχεδιάζει ένα δίστιχο για την τριαντάχρονη καπετάνισσα. Αυτό συνέβη καθ’ οδόν προς το πανηγύρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, της 24ης Ιουνίου, όπου ο κυρ Αλέξανδρος, διαψεύδοντας όσους τον φαντάζονται κοσμοκαλόγερον και απόκοσμον, «ξαναμμένος καθώς ήμην εγώ», όπως γράφει,  απαγγέλλει προς τιμήν της :

Ασπροκολοβολούσα μου, και άσπρη σαν το γάλα,
Σένα σου πρέπει λεβεντιά, σου πρέπει και καβάλα

«Σημειώσατε», γράφει, «ότι η πρώτη λέξις του διστίχου, άνευ δυσφημίας, σημαίνει εκεί εις τας νήσους την φέρουσαν λευκόν κολόβιον ή φουστάνι άνευ χειρίδων»

Το λευκόν κολόβιον, είναι αυτό που η Λιαλιώ, η μικροπαντρεμένη Νοσταλγός, υψώνει στη βαρκούλα με την οποία επιθυμεί να δραπετεύσει με τη βοήθεια του Μαθιού για να περάσει απέναντι, στον τόπο της…

Το πώς συνέθεσε αυτό το δίστιχο και πώς η χιών και γάλα είναι οι προσφορότερες κοινοτοπίες για να περιγράψει την λευκότητα της νεαρής γυναικός είναι το θέμα του μικρού του διηγήματος,  Άσπρη σαν το χιόνι…

Εκεί είναι και η αναφορά στην Αγνώριστη του Διονυσίου Σολωμού, που ανάμεσά σε άλλα αναφέρει για να ιστορήσει  τη δική του έμπνευση:


«Δεν ενθυμούμαι πλέον πώς μου το έλεγεν η αείμνηστος η κυρούλα μου το ωραίον εκείνο παραμύθι. Επρόκειτο δια ένα Βασιλόπουλο, οπού δεν έστεργε ποτέ να πανδρευθή, ανίσως δεν εύρισκε μίαν βασιλοπούλα, την όμορφην του κόσμου, οπού να είναι «άσπρη σαν το χιόνι, και κόκκινη σαν το αίμα».
Και ύστερα, νομίζω, το Βασιλόπουλο πήγε να ελαφοκυνηγήση εις τέτοιον καιρόν, οποίον έχομεν αυτήν την εβδομάδα, ακόμη και εις τας Αθήνας. Κι έρριξε μίαν τουφεκιάν επάνω εις τους χιονισμένους κάμπους και στα λιβάδια και στα πλάγια των βουνών κ΄εμάτιασε μιαν έλαφον. Και το αίμα της ελάφου εχύθη επάνω εις τα χιόνια, κ΄εκεί δεν ηξεύρω πως, εγεννήθη μία βασιλοπούλα, κ’ εμεγάλωσε, και ήτον «άσπρη σαν το χιόνι και κόκκινη σαν το αίμαΚαι το βασιλόπουλο ηύρε την νύμφην των ονείρων του, πλασμένην από χιόνι, όπως ο Πυγμαλίων την ηύρεν από μάρμαρον. Όλοι αυτοί υπήρξαν ευτυχείς εναντίον προς τον στίχον του Ιταλού ποιητού, και συμφωνότεροι προς τον ορισμόν του αρχαίου φιλοσόφου. Ευτυχείς διότι δεν υπήρξαν. Αλλ’ έκαμον και άλλους προ αυτών ευτυχείς. Τόσα παιδιά που ακούουν τας διηγήσεις των προμητόρων

Ενθυμείστε τον στίχον του Σολωμού.
Ποια είν’ εκείνη που κατεβαίνει
Ασπροντυμένη – απ’ το βουνό

Η χιων και το γάλα είναι αι δύο προχειρότεραι κοινοτοπίαι δια την λευκότητα νεαράς γυναικός. Μίαν φοράν έτυχεν ν’ αυτοσχεδιάσω εν δίστιχον προς έπαινον μιας λευκής και λευκοφορεμένης….



Η φωτό από:


το απόσπασμα από το Άσπρη σαν το χιόνι είναι από τον Δ΄τόμο των Απάντων, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το χρώμα το λευκό
το καταδεκτικό
...