Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Όπου η δύναμη των ψευδών διαδόσεων «από αυτί σε αυτί» είναι ισχυρότερη από την πανώλη, στην Μετανάστιδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη




«Γύρω βομβούν οι καλοθελητές
που δηλητηριάζουν την ακοή
με διηγήσεις φαρμακερές» 
Άμλετ (1), Σαίξπηρ




Διαδόσεις από αυτί σε αυτί στον Άμλετ του Σαίξπηρ
«Περίμενε λίγο κι άσε να κάνουμε άλλη μια φορά έφοδο
στ’ αυτιά σου, που τόσο αντιστέκονται στη διήγησή μας…»
λέει  ο Βερνάνδος, ο φρουρός στο Κάστρο της Ελσινόρης,  στην αρχή του Άμλετ, εκεί που θέλει να πείσει τον Οράτιο για το ότι πράγματι έχει δει το φάντασμα του νεκρού βασιλιά. Ο Βερνάνδος  εισάγει από την αρχή του έργου,  με έναν παράδοξα κυριολεκτικό τρόπο, το «αυτί», το όργανο, από όπου εισβάλλει η διήγηση και εκτός από τους ήχους και τη μουσική εισβάλλουν και τα λόγια και η δύναμή τους να πείθουν, να αποπλανούν, να χειρίζονται με το ψεύδος τη συνείδηση ενός λαού και μιας ολόκληρης χώρας. Το ψεύδος που διαπερνά συμβολικά με το δηλητήριο τα αυτιά του βασιλιά μια και επιλέγεται αυτός ο τρόπος θανάτωσης, από το αυτί,  το ψεύδος που θα μεταχειριστεί κατά κόρον ο σφετεριστής Κλαύδιος, ο αδελφός του για να εξαπατά  τη γυναίκα του νεκρού, το γιο του, τη χώρα ολόκληρη…Το έργο βρίθει από αναφορές στο αυτί  και στην ακοή – «ούτε τα αυτιά μου θα βιάσεις να το πιστέψω αυτό», λέει ο Άμλετ ή αργότερα για το πάθος που ισχυρότερο από το πάθος των ηθοποιών «θα ξέσκιζε τα αυτιά των θεατών». Το ψέμα και η συνωμοσία «διαβάλλουν από αυτί σε αυτί» λέει ο κατ’ εξοχήν διαβολέας, ο Κλαύδιος,  ή ακόμα «γύρω του βομβούν οι καλοθελητές που δηλητηριάζουν την ακοή του με διηγήσεις φαρμακερές» και πάει λέγοντας…

Ο Παπαδιαμάντης ομοιάζει μόνο με τον εαυτό του
Αυτές οι σκέψεις για τον Άμλετ και τα ψεύδη, τις φήμες και το δηλητήριό τους όπως παραβιάζουν τις θύρες του αυτιού, έρχονται στο νου διαβάζοντας το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, τη Μετανάστιδα. Γνωστός ο κίνδυνος να παρασυρθεί κανείς σε τετριμμένες και αδιάφορες για τη λογοτεχνία υποθέσεις αιτίου – αιτιατού που θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε. Ελλοχεύει επίσης ο πειρασμός να  αναζητηθούν βεβιασμένα ομοιότητες του των δύο έργων με δεδομένη τη  μαρτυρία του Γιώργου Σεφέρη για  το βιβλίο του Σαίξπηρ που ο Σεφέρης  είδε στο σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Επομένως, παρά το ότι ο Παπαδιαμάντης, ομοιάζει μόνο με τον εαυτό του, όπως άλλωστε ο ίδιος ισχυρίζεται όταν λέει «Αλλ’ εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε ούτε με τον Δίκενς ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;», αυτό δεν εμποδίζει τον αναγνώστη του να ανακαλεί ομοιότητες από άλλες αναγνώσεις δικές του – και όχι του Παπαδιαμάντη -  που η ανάγνωση του κειμένου και η δίνη των συνειρμών του ανακαλούν, επιχειρώντας ένα διάλογο και μια επαναδιαπραγμάτευση με το κείμενο. Με την ελπίδα πάντοτε, ότι αυτό έχει ενδιαφέρον και για τους άλλους, και ανοίγοντας το δρόμο ενδεχομένως σε άλλες αναγνώσεις και στη συμμετοχή και άλλων στο παλίμψηστο της γραφής.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: 

Η Μετανάστις, «διήγημα πρωτότυπον»
Η σωτηρία από το θάνατο εκ πανώλης μιας νεαράς Ελληνίδας – μετανάστιδος στη Μασσαλία - με αφορμή το λοιμό που ενέσκηψε, υποτίθεται,  στην Ευρώπη στις αρχές του 18ου αιώνα,  και η εξιστόρηση των μετέπειτα δεινών της  είναι το θέμα  του πρώτου μυθιστορήματος του Παπαδιαμάντη. Το μυθιστόρημα αυτό, με τον τίτλο «Η Μετανάστις»,  δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινουπόλεως ως «διήγημα πρωτότυπον». Πρόκειται για μια τραγική ιστορία των περιπετειών της ηρωίδας, από τη σωτηρία της από την πανώλη στη Μασσαλία  μέχρι που πεθαίνει στη  Σμύρνη εγκαταλελειμμένη από το μνηστήρα της, με ένα θάνατο θλιβερό και άδοξο. Στην ουσία όμως, πρόκειται για μια ιστορία εξαπάτησης, όπου οι φθονερές φήμες και η συκοφαντία καταφέρνουν να σπείρουν το ζιζάνιο της αμφιβολίας στον αρραβωνιαστικό της νέας ώστε  αυτός να αμφιβάλει για το ήθος της και εν τέλει να τον απομακρύνουν από αυτήν. Η ανεξήγητη και αναίτια εγκατάλειψη βυθίζει την κοπέλα στη θλίψη και την οδηγεί τελικά στο θάνατο. Αυτή σε λίγες γραμμές είναι η υπόθεση του μικρού αυτού μυθιστορήματος, του πρώτου του Παπαδιαμάντη…

Οι προφορικές διαδόσεις, το «αυτί»  και η δύναμη των ψευδών διαδόσεων
Η δυστυχία της νέας προκαλείται από τις  χαλκευμένες  με μαστοριά συκοφαντίες που διαδίδονται σκοπίμως εναντίον της ηρωίδας από την μητέρα της νεαρής αντιζήλου τους και  που η δύναμή τους, η δύναμη δηλαδή των ψευδών  διαδόσεων και  της συκοφαντίας, αποδεικνύεται εν κατακλείδι ισχυρότερη και από την πανώλη από την οποία εκείνη έχει ήδη σωθεί. 
Ο αναγνώστης παρακολουθεί μαζί με την ανάπτυξη της ιστορίας, ακολουθώντας την ηρωίδα στο ταξίδι της με το πλοίο από τη Μασσαλία ως τη Σμύρνη, παράλληλα με τη δράση των υπονομευτικών αυτών παραγόντων, μια άδηλη αλλά σκληρή μάχη μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, αναξιοπιστίας και αξιοπιστίας. Γίνεται μάρτυρας δηλαδή μιας σύγκρουσης του καλού και του κακού που διεξάγεται όχι  μόνο στο πεδίο της δράσης και της ηθικής,  αλλά που αποκαλύπτει βαθύτατες συγκρούσεις αντιλήψεων στη σφαίρα του εποικοδομήματος. Κάτι που κάποτε εκδηλώνεται ως αντίθεση μεταξύ του προφορικού και γραπτού λόγου,  άλλοτε εμφανίζεται  ως διαμάχη μεταξύ του ενοχλητικού θορύβου και της ενάρετης σιγής και άλλοτε ως  σύγκρουση μεταξύ του «αυτιού»  και του «ματιού», ή  των προφορικών  ανεξακρίβωτων διαδόσεων και των  έγκυρων σημάτων της γραφής για να αποκαλύψει τη βαθύτερη αντίθεση μνήμης – λήθη που αντανακλά με τη σειρά της  την προαιώνια αντιπαράθεση ζωής – θανάτου…

Εν αρχή ην η γραφή: ο θάνατος ως σημείωση
Η ιστορία αρχίζει με τους θανάτους από πανώλη στη Μασσαλία και με το ίχνος του θανάτου,  με επιβλητικό τρόπο να αποτυπώνεται και να σημειώνεται με σύμβολα στο εξωτερικό των σπιτιών:

«Αι οικείαι, αι πλείσται με κεκλεισμένας τας θύρας και ανοιχτά τα παράθυρα έφερον επί των τοίχων κιτρίνους και μέλανας σταυρούς και άλλα πένθιμα σήματα» (*). Ο θάνατος και τα σύμβολά του, με μια εντυπωσιακή προφάνεια,  επαληθεύοντας όπως λέει ο   Walter Ong (2) τη σχέση της γραφής με το θάνατο από την εποχή του Πλάτωνα και πώς για να αποτυπωθεί κάτι πρέπει να πεθάνει.
Το κεφάλαιο της Μασσαλίας, αρχίζει με τα σύμβολα του θανάτου τους σταυρούς στα σπίτια και τελειώνει πάλι με τα σύμβολα του θανάτου, τους σταυρούς που σημειώνουν τη θέση των νεκρών στο νεκροταφείο. Ενδιαμέσως, μεταξύ των γραμμών  και εν όσω εκτυλίσσεται η δράση, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει και την ανάπτυξη της σύγκρουσης που αναφέραμε. Ενώ οι ήρωες δηλαδή συζητούν για τα προσωπικά τους θέματα είναι σαν να επιχειρηματολογούν σε μια άδηλη ρητορική στο βήμα  αυτής της διαμάχης, προφορικού – γραπτού, αυτιού – ματιού ή σημάτων γραφής…
Ο Ζέννος για παράδειγμα  συνομιλεί με τον πατέρα του τον καπετάν Βίλλιο, καθ’ οδόν προς το σπίτι της Μαρίνας της υποτιθέμενης αρραβωνιαστικιάς του, την οποία επιχειρούν να σώσουν. Ο πατέρας προσπαθεί να επαναφέρει τον γιο στην πραγματικότητα, ώστε να μην τρέφει ψεύτικες ελπίδες για τον αρραβώνα του:
«Εσύ μου φαίνεται ότι την νομίζεις ως μνηστήν σου την νέαν εκείνην […] Πιστεύεις αρραβώνα με τα λόγια;» Είναι δηλαδή αυτό που λέγεται δια λόγου αξιόπιστο;
Παρακάτω, στο σπίτι της κοπέλλας, με τους δύο γονείς της ήδη νεκρούς και εκείνη να θέλει να καθυστερήσει για να «αλλάξει» την νεκρή μητέρα της
«Ο πλοίαρχος ηγέρθη τότε και έβαλεν εις κίνησιν πάσαν την ευγλωττίαν των λέξεων και των χειρονομιών όπως την εμποδίση»
Η κόρη επιμένει και εκείνος το ίδιο: «Τέκνον μου άκουσέ με∙ η νόσος είναι κολλητική, εψιθύρισεν ο γέρων εις το ους της, ωσεί ίνα μη ακουσθή παρά των δύο νεκρών»
Και όλα αυτά όταν ταυτοχρόνως όλα χρωματίζονται από έντονες εναλλαγές των αισθήσεων του ήχου και της σιγής:  
«Σιγαλοί λυγμοί γυναικός έ π λ η ξ α ν τα ώ τ α αυτών» πριν αντικρύσουν την φρικιαστική σκηνή με τον πατέρα της κοπέλας ήδη νεκρό και την μητέρα να ψυχορραγεί:
«Ουδέν ηδύνατο να εμποιήσει τοιαύτην φρίκην, οίαν η θέα της παραδόξου και α φ ώ ν ο υ ταύτης σκηνής.»
«Η νεκρώσιμος σιγή διεκόπτετο μόνων υπό των υποκώφων της κόρης λυγμών και υπό των ρόγχων της ψυχορραγούσης. Έξωθεν ουδείς θόρυβος, ουδεμία φωνή ηκούετο».
Ή
«δεν επιχειρούμεν να περιγράψωμεν το άφωνον αυτής άλγος»
Στο τέλος, όπως είπαμε, ο θάνατος εναποθέτει τα σύμβολά του, ως σημείωση,  σε μια πεδιάδα που εχρησίμευε και ως νεκροταφείο:  «Πρόσφατοι χωμάτων σωροί, και που λάκκοι κακώς γεμισμένοι εσημείουν πανταχού το έδαφος».
Μετά την ταφήν των γονέων της η νέα  «εμελέτα την τοποθεσίαν προσπαθώσα να καταγράψη αυτήν εις την μνήμην της»

Η ενάρετη ανάγνωση – το βιβλίο
Εκτός όμως από τα σύμβολα της γραφής ως σημάτων του θανάτου, εμφανίζεται και το βιβλίο όπου αποτυπώνεται η σοφία την οποία χρησιμοποιούν ως αναφορά τους και ως αδιάσειστη πηγή αληθείας  οι συνομιλητές. Οι θεραπευτικές και παρηγορητικές αφηγήσεις,  όπως αυτή του σοφού καπετάνιου προς την ηρωίδα, παραμένουν προφορικές,
«Εμείς στην ηλικίαν μας, έχομεν εμπιστοσύνην η μία εις την άλλην, καθώς ανέγνωσα εις εν βιβλίον∙ ενώ αι γυναίκες, όταν ενηλικιούνται, προσφέρονται με υπουλότητα μεταξύ των», λέει η νεότερη συνταξιδιώτισσα στην Μαρίνα. Επίσης, ο καλός πλοίαρχος περιγράφεται και ως εντρυφών στον κόσμο της ανάγνωσης και κατά την γνώμην του της γνώσης: «Το βέβαιον είναι ότι ο πλοίαρχος ηξίου ότι διέπρεπε μεταξύ των συναδέλφων αυτού. Εγνώριζεν οποσούν καλώς την ιταλικήν γλώσσαν και είχεν αναγνώσει βιβλία τινά, εξ ών ήντλησε τας εγκυκλοπαιδικάς γνώσεις του»

Λόγια του αέρος, λόγια του κόσμου, λόγια γυναικεία
Αντίθετα από την αδιαμφισβήτητη αλήθεια του γραπτού, ο λόγος των αντιζήλων, η ομιλία τους θεωρείται κενή νοήματος:
«ήρχισαν να τη ομιλώσι περί αδιαφόρων πραγμάτων». Ομιλία χωρίς σκοπό, περιττή.  Από την άλλη, τα λίγα λόγια είναι δείγμα αρετής, όπως για παράδειγμα ο καλός ναύτης Γουλμής, αυτός που έχει «την μανίαν της αναγεννήσεως των παναρχαίων και σκωληκοβρώτων σκουνών», ο φερόμενος ως πεπαιδευμένος ή και φιλόσοφος, έχει λίγα τα λόγια του: «Το στόμα του αν και παρέμενε πάντοτε ανοικτόν, σπανίως ωμίλει, και ποτέ δεν παρεπονείτο».
Να όμως που ο κόσμος της ομιλίας διεκδικεί το μερίδιό του, όταν η Κάκια, η αντίζηλος της Μαρίνας και η μητέρα της διαμαρτύρονται που η Μαρίνα δεν συμμετέχει στις συζητήσεις:
«Σοι ομιλούν χαροποιά, δεν απαντάς∙ σοι ομιλούν αδιάφορα, βαρύνεσαι να ακούης. Σοι ομιλούν λυπηρά, θυμώνεις∙ λοιπόν είναι ανάγκη να μη σε ομιλή κανείς διόλου; Συγχώρεσέ με∙ άλλοτε δεν θα σε ενοχλήσω.»


Η ωτακούστρια
Σε όποιον αρέσει να μιλά, αρέσει και να ακούει, και όσον ακράτητος είναι στην ομιλία του εξ ίσου αρπακτικός είναι και στο τι θέλει να ακούει και ακροάται, από ότι φαίνεται. Πρέπει να έχει πολύ σημαντική θέση στην ανάπτυξη της ιστορίας  η υποκλοπή δια της ακοής, της ομιλίας των άλλων εφόσον στην ενέργεια αυτή αποδίδεται και ο τίτλος του ΙΓ΄ κεφαλαίου: «Η ωτακούστρια.»  Η Κάκια, ανεβαίνει στο κατάστρωμα, κρυμμένη πίσω από τον πρωραίο ιστό και «εκ προθέσεως ή εκ τύχης» ακούει την συνομιλίαν του Ζέννου και του πατρός του, όπου αποκαλύπτονται τα αισθήματα του νέου για την Μαρίνα και επομένως η Ωτακούστρια τίθεται σε επιφυλακή για να εμποδίσει την ένωσή τους. Αργότερα, η Κάκια, η ωτακούστρια, όταν πια φτάνουν στην Σμύρνη, «προσεκόλλησεν οφθαλμόν και ους» στο τζάμι του παραθύρου…Σε άλλη περίσταση, όταν η μητέρα της και η κ. Μαρκόνη η γνωστή της και συνεργός στα σχέδιά της να διαλύσει τον αρραβώνα του Ζέννου και της Μαρίνας, αποσύρονται στο δωμάτιό της για να της δείξει δήθεν ένα «πανίον» αλλά στην πραγματικότητα για να συνεννοηθούν δια τα περαιτέρω και να υφάνουν τη συνομωσία τους,  η Κάκια και πάλι κρυφακούει: «Αύτη, υποπτεύσασα ότι υπό το πανίον εκείνον εκαλύπτετο συνδιάλεξις τις εμπιστευτική, ίσως αυτήν έχουσαν υπόθεσιν, περιέμεινε μέχρις ου ήκουσε την θύραν του κοιτώνος κλεισθείσαν, και ευθύς εξήλθε βαδίζουσα επ’ άκρων των ποδών, και προσεκόλλησε το όμμα εις την οπήν του κλείθρου. Ηκροάσθη ορθία και συνέχουσα την αναπνοήν».
Κατ’ εξακολούθησιν ωτακούστρια, πίσω από την κλειδαρότρυπα αυτή τη φορά, αλλά χωρίς άλλον, η έκφραση «υπό το πανίον», ανακαλεί  την εικόνα του Σαιξπηρικού ωτακουστή, που κρυφάκουγε και αυτός πίσω από μια κουρτίνα, του  Πολώνιου, τότε που ο πατέρας της Οφηλίας βρήκε κρυμμένος το θάνατο από το ξίφος του Άμλετ. Τότε ο αναγνώστης ίσως θυμηθεί την αναφορά μας στην εισαγωγή στον Άμλετ και τη σχέση του με το «αυτί» και ίσως αναζητήσει στην ανάγνωση της Μετανάστιδος το ενδεχόμενο και άλλων αναφορών στο αμφιλεγόμενο όργανο της ακοής. Αν προσπαθήσει να ακούσει μαζί με τη Κάκια τι λένε «υπό το πανίον» η κυρία Ρίζου με την κυρία Μαρκώνη, θα αποζημιωθεί αυτή τη φορά γιατί με τα ίδια του τα αυτιά θα ακούσει την κυρία Μαρκώνη, την συνεργό της κυρίας Ρίζου, να της υπόσχεται πίστη και αφοσίωση με τον παρακάτω τρόπο:
«Ω, εγώ είμαι το αυτίον της γης∙ το αυτίον της γης και το στόμα της ψυχοκόρης μου της κυρίας Ρίζου».


Διαβολές από αυτί σε αυτί
Κατόπιν, αποκαλύπτει το σχέδιόν της, την εξαπόλυση φημών, συκοφαντιών εναντίον της Μαρίνας. Φημών που έχουν τη δύναμη να διαλύσουν τον αρραβώνα της, και όπως δεν τα κατάφερε η πανώλη αυτές θα καταφέρουν να επιτύχουν και το θάνατό της:
« - Λοιπόν άκουσε το σχέδιόν μου (είπε μειδιώσα η κ. Μαρκώνη)
-          Ακούω
-          Θα υπάγω να εύρω τον Ζέννον και θα του κατηγορήσω την μνηστήν του.
Ησύχασε. Δεν θα του πω λόγια του αέρος. Θα είπω ιστορίας, αίτινες διεδόθησαν άλλοτε εις την ελληνικήν αποικίαν της Μασσαλίας. Μόνον που ήσαν όλα μύθος.
-          Διεθόθησαν εις την Μασσαλίαν ιστορίαι; Εις το όνομα της Μαρίνης;
       -    Μάλιστα εγώ τας διέδωκα. Λοιπόν αφού τας διέδωκα τότε, τι μου κοστίζει να τας επαναλάβω και τώρα;»
Έτσι εξυφαίνεται η συνωμοσία «υπό το πανίον» την οποία η Κάκια συνεχίζει να ακροάται «εξηκολούθησε να ακροάται κρεμαμένη εκ της θύρας» και παρά την ταραχή της για όσα πρόκειται να συμβούν αποκρούει και τις ελάχιστες τύψεις συνειδήσεως  για την άδικη συνομωσία κατά της Μαρίνας, τυφλωμένη από τα αισθήματα της ζηλοτυπίας και του φθόνου…

«…βομβούν οι καλοθελητές…»
Η δράση των φημών, των συκοφαντιών, των πλανερών λόγων στα αυτιά των θυμάτων τους χαρακτηρίζεται ως βόμβος. Και αν ο έρωτας προς την Κάκιαν κάνει να βομβούν από ζαλάδα τα αυτιά του αφελούς Γόμνου, «η νέα αυτή τω εφαίνετο ελαφροτέρα του ελαφρού πτερού και του ελαφροτέρου ανέμου, όστις έκαμέ ποτέ να βομβούν τα ώτα του» οι πονηροί λόγοι της κυρίας Μαρκώνη προς τον Ζέννον «εβόμβουν εις τα ώτα αυτού» ή παρακάτω, αφού εκείνη έχει ολοκληρώσει το έργο της «αι λέξεις αύται ήσαν ως ακατάληπτος και συγκεχυμένος βόμβος δια τον νέον, όστις εξήλθεν σχεδόν παράφρων»
Η δυσοίωνη αναφορά στον βόμβο εμφανίζεται και σε άλλα έργα του Παπαδιαμάντη, σημαίνοντας και τον δυσάρεστο ήχο του βόμβου των ενοχλητικών λόγων,  αλλά και το ψυχικό τους  αποτέλεσμα, τη ζαλάδα  που προκαλούν αυτοί οι λόγοι. Να θυμηθούμε για παράδειγμα τα λόγια του θείου της Τσούλας, της ηρωίδας στο Καμίνι, που ηχούν σαν «βόμβος σφηκοφωλιάς» στα αυτιά της, όταν η κοπέλα μαθαίνει ότι θέλουν  να την παντρέψουν με ένα πολύ μεγαλύτερό της


Ο λόγος της τεχνικιάς
Τα λόγια της κυρίας Μαρκώνη, που με μαστοριά κατευθύνει προς τον αφελή Ζέννο – «δεν μ’ αρέσει ποσώς ο τρόπος αυτής της τεχνικιάς. […] ποιος ηξεύρει τι θα του λέγει του Ζέννου! Αν δεν του γυρίσει τα μυαλά του! Ηξεύρει πολλάς τέχνας αυτή η μαστόρισσα» Η τέχνη του λόγου που αποπλανά και η σημασία που της αποδίδει ο Παπαδιαμάντης θα ξεδιπλωθεί σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια αργότερα στη Νοσταλγό του, όπου η Λαλιώ η ομιλητική θα καταφέρει «ομιλώσα μαθηματικώς» με ακρίβεια και μαστοριά δηλαδή, να κατευθύνει τη βάρκα στο απέναντι νησί με τον Μαθιό, την περσόνα του Παπαδιαμάντη σε νεαρή ηλικία να κωπηλατεί μαγεμένος (3)   
Κι έτσι, ενώ ο Ζέννος προσπαθεί στην αρχή να αμυνθεί, στην επίθεση του βόμβου:
«Προσποιείσθε ότι εκπλήττεσθε κυρία∙ ω, δεν αμφιβάλλω ότι κατέχετε καλώς την τέχνην ταύτην.  Αλλά δεν είναι τώρα καιρός υποκρισίας. Σας ζητώ να μοι είπητε, να μοι είπητε ευθύς τι εννοούσατε χθες την εσπέραν με τους λόγους σας εκείνους»
Και εκείνη εξασκώντας την τέχνη της συνδαυλίζει ακόμα περισσότερο την αγωνία του, καμαρώνοντας για τα όπλα της: «Λόγια, λόγια του κόσμου, είπεν η κ. Μαρκώνη. Λόγια γυναικεία. Και θα τα συνερισθείς συ, φίλε κύριε Ζέννε;  Θα τα πιστεύσεις συ, ανήρ;»
Και παρακάτω: «εγώ νόμιζα ότι τα ήξευρες και συ, και δια τούτο με έφυγεν ο λόγος»
Και υποκριτικά: «αόριστα και αμάρτυρα καθώς είναι όλα τα λόγια του δρόμου» και μετά κατά την παράδοσιν των απυλώτων στομάτων που συγχέονται βεβαίως με το βάραθρον της κολάσεως (4)  «Η κυρία Μαρκώνη ωμίλει αφ’ εαυτής, έχυνε τας λέξεις, ως ο κρουνός ον άπαξ εξέστρεψέ τις»

Η σιωπή των (νεκρικών) επιγραφών και η «άγνωστος» μουσική
Μετά την υπονομευτική δράση του βόμβου, συντετριμμένος ο Ζέννος, ούτε ακούει πια ούτε βλέπει., απομονώνεται εκουσίως από τα ερεθίσματα και απελπισμένος ξεκινά μια περιπλάνηση έξω από την πόλη.
 «Η Ανθούσα […] τον έκραξεν ονομαστί. Εκείνος εκώφευσε». Τα βήματά του τον οδηγούν στο χριστιανικό κοιμητήριο της πόλης, όπου «περιήρχετο τα μνημεία και ανεγίγνωσκε τας νεκρικάς επιγραφάς χωρίς να εννοή λέξιν». Τότε είναι που σχεδόν με χαρά βλέπει τον τάφο μιας δεκαοχτάχρονης, με το ίδιο όνομα Μαρίνα και ζητά από τον ιερέα του κοιμητηρίου να παραγγείλει μνημόσυνο για την δική του Μαρίνα, την οποία ίσως, ενδομύχως, επιθυμεί νεκρή.
Σε  έξαλλη κατάσταση  ψυχικής ταραχής και πένθους, ιδρωμένος, με γόνατα να τρέμουν δίνει εικόνα παράφρονος και προκαλεί τον τρόμο τα παιδιά που φύλαγαν λίγα βόδια στην εξοχή…Συντετριμμένος οδηγείται κατά τύχη σε ένα δάσος πευκών – από τα οποία είναι γνωστό ότι προέρχεται η ξυλεία για τη ναυπήγηση των πλοίων – όπου τον προσεγγίζει η άγνωστη μουσική του ανέμου στα κλαδιά γιατί του θυμίζει κάτι οικείο:  «Διήλθεν διά τινος δάσους πευκών, όπου εναρμονίως ήχει ο άνεμος διά των κλώνων. Ο Ζέννος ενόμισεν ότι ακούει άγνωστόν τινα μουσικήν, άλλην ή εκείνην, ην ήκουεν επί των ιστών και εξαρτίων του βρικίου…»

«φωνή τις υποκώφως ηχούσα και μόλις ακουομένη εκ των ενδομύχων του’
Στη συνέχεια, έχοντας επιτύχει την διάλυση του αρραβώνα του με την Μαρίνα, οι δύο γυναίκες επιδίδονται σε μια υστάτη προσπάθεια πριν ο Ζέννος αναχωρήσει για με το πλοίο του, να καταφέρουν να τον ποτίσουν μαγικό φίλτρο και να πετύχουν να τον αρραβωνιάσουν με την Κάκια και αυτός σώζεται την υστάτη ώρα, ακούγοντας μια εσωτερική φωνή.
Αρχίζουν δηλαδή  οι κουβέντες «με την συνήθη μακρόγλωσσον στωμυλίαν αυτής» η κυρία Ρίζου, η Κάκια στο άλλο δωμάτιο «ηκροάτο με τέσσερα ώτα» και παρακολουθεί την προσπάθειά τους  να τον ποτίσουν το «δροσιστικόν». Η κυρία Μαρκώνη συνομιλεί μυστικά με την κυρία Ρίζου – «τη είπε εις το ους» - και εν τέλει, ο Ζέννος ακούει κάποια φωνή αλλά με το έσω ους:  «διατελών εν απροσδιορίστω ψυχική καταστάσει, όλως πέραν των ορίων της συνήθους των ανθρωπίνων πορείας και αυτής της φύσεως σχεδόν, ουχ ήττον φωνή τις υποκώφως ηχούσα και μόλις ακουομένη εκ των ενδομύχων του, τω έλεγεν ότι η γυνή αύτη ήτο μάλλον παράφρων αυτού»…Αυτός καταφέρνει να φύγει γρήγορα από το σπίτι τους και σώζεται, ενώ  οι δυο γυναίκες κλείνονται στον κοιτώνα για να συσκεφθούν και η Κάκια «εκόλλησεν, ως συνήθως το ους εις το κλείθρον και ηκροάτο».

 


«Πνοή αύρας λεπτής…»
Ο Ζέννος, αναχωρεί με το πλοίον του, ενώ η Μαρίνα βαρειά άρρωστη, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου…Στην οριακή αυτή κατάσταση έχει ξεπεράσει τον σπαραγμό και τη λύπη από την άδικη και ανεξήγητη εγκατάλειψη του Ζέννου που εμφανίζεται με την μορφή ενός συγκλονιστικού οράματος ενός δαίμονος «που τη εδείκνυεν άλλοτε τους οξείς αυτού οδόντας γελών τον καταχθόνιον αυτού γέλωτα, και άλλοτε έτεινε τους σκελετώδεις αυτού βραχίονας εν τω σκότει»…Έτοιμη να αναχωρήσει κυριεύεται από υπερκόσμια οράματα, μεταξύ ζωής και θανάτου, που θυμίζουν – όσο και να μην ομοιάζει ούτε και αυτόν - τον Πόε: «Ίστατο μεταξύ της ζωής και του θανάτου και απήλαυε του λυκαυγούς της αιωνιότητος…Διέκρινε μυστικώς φωτοβολούν το τέρμα προς ο εβάδιζεν, χωρίς να βλέπη την οδόν εφ’ ής επάτει…Έστρεφε στιγμιαίως το βλέμμα εις τα οπίσω, και οι διάφοροι σταθμοί του βίου αυτής της εφαίνοντο ως τάφοι, εφ’ ων επάτησε, και ως ερείπια, εφ’ ων προσέκοπτε ο πους αυτής»

Ωστόσο, στην αιώνια μάχη των ήχων και των φωνών, του φωτός και του σκότους, της αλήθειας και του ψεύδους που διεξάγεται πότε αθέατη και πότε στο προσκήνιο του μυθιστορήματος και η Μαρίνα αφήνει να ακουστεί ο δικός της ψίθυρος, πνοή «αύρας λεπτής»: «Εψιθύριζεν εν τη καρδία αυτής μυστικάς και αδιανοήτους λέξεις, ως ύμνον χερουβείμ. Ετερέτιζε το άσμα της αυγής ως αηδών αναγγέλλουσα το έαρ» ή στο τέλος με την τελευταίο της χαιρετισμό προς τη θεία της: «Είναι αληθές θεία μου. Είμαι πολύ καλά τώρα, είπε η Μαρίνα. Και η φωνή της ήτο ασθενής και μόλις ακουομένη, ως λεπτή αύρα και ως φλοίσβος ρύακος»

Ανεπαύθη λοιπόν η Μαρίνα, «ταπεινή και άγνωστος παρά τους τους πόδας του Κυρίου», ανεχώρησε για το βασίλειο της σιωπής, αλλά σύμφωνα με την χριστιανική πίστη, αναμένουσα την ανάσταση και την τελικήν κρίση, η οποία σημαίνεται με ένα ήχον επίσης, τον ήχον της σάλπιγγος: «προσδοκώσα τον ήχον της σάλπιγγος». 
Ποιος ξέρει;

Το τέλος της αφήγησης, το τέλος του κειμένου
Το τέλος της αφήγησης, αναπαρίσταται ωστόσο ως κείμενο, μια και «η σελίς του βιβλίου εστράφη, το κύμα επανήλθεν εις τον τόπον του μετά την πομφόλυγα, και ουδείς εμίλησε πλέον περί της μεταξύ των νεκρών κοιμηθείσης και ευσεβούς τεθλιμμένης ανθρωπίνης ψυχής…»

Και πάλι η γραφή
Η ιστορία τελειώνει οριστικά κάνοντας υποθέσεις για το Ζέννο για τον οποίο «ουδείς ήκουσε να γίνεται λόγος» και «το επόμενον έτος ελησμονήθη» όπως και η Μαρίνα. Μόνη νίκη επί της λήθης και επί του θανάτου, ο γραπτός λόγος, οι επιστολές: «πιθανωτάτη γνώμη είναι ότι διήγε πλάνητος βίον και έγραφεν ενίοτε επιστολάς προς τον πατέρα αυτού»


Πόλυ Χατζημανωλάκη

(1)   Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, Εκδόσεις Κέδρος,  2007
(2)   Walter Ong, Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη, Μετάφραση Κώστας Χατζηκυριάκου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997
(3)   Όπου από ένα μικρό ορθογραφικό λάθος του Παλαμά, η Μούσα του Παπαδιαμάντη, η Λιαλιώ η Νοσταλγός, γίνεται Λαλιώ η ομιλητική…
(4)   Όπου το καυκίον της χελώνης παραβάλλεται με το φόρεμα (κολόβιον) της γυναικός και το χάσκον στόμα της πολυλογίας γίνεται φρέαρ, βάραθρον και πύλη της κολάσεως στον Παπαδιαμάντη… στο


(*) Όλα τα αποσπάσματα από το έργο του Παπαδιαμάντη είναι από την Κριτική έκδοση των Απάντων του, του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου από τις εκδόσεις Δόμος


Εικόνες από το διαδίκτυο

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μάλλον η διάδοση ψευδών ειδήσεων χωρίς εμπάθεια,δοκιμάζει την πίστη ή την εμπιστοσύνη και αξιολογεί την αυτοάνοσο ικανότητα