Σκιάθος, λιμάνι, Αύγουστος
του 20… Περιμένω το πλοίο της επιστροφής. Μου τραβά την προσοχή μια
οικογένεια Δανών μπροστά στο μαρμάρινο ανάγλυφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Διαβάζουν με σπαστά Αγγλικά το
συνοδευτικό κείμενο.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911)
Σκιαθίτης. Ο σπουδαιότερος Έλληνας διηγηματογράφος. Ο
συγγραφέας των ταπεινών και των καταφρονεμένων. Πλούσιο συγγραφικό και
μεταφραστικό έργο. Προστάτης της ορθόδοξης παράδοσης.
Όλα είναι αλήθεια. Χωράει όμως ο Παπαδιαμάντης σε ένα
επίγραμμα που απευθύνεται μάλιστα και στα Αγγλικά στον επισκέπτη; Θα μπορούσε
να σημαίνει άραγε κάτι για τους «ξένους»; Τους μακρινούς δηλαδή, τους «άλλους»;
Τους νεότερους ας πούμε; Μήπως πετρώνει και το έργο του και γίνεται μαρμάρινο
ανάγλυφο; Ανησυχούμε αν διαβάζεται σήμερα στην ίδια του τη χώρα. Σίγουρα έχει
μετασχηματιστεί σε σύμβολο, σε χαρακτήρα της αγιοσύνης. Μνημειώνεται και
λατρεύεται, γίνεται πια μακρινός γιατί η δημιουργία ενός «μύθου» δεν ευνοεί και
τη συνομιλία με το έργο ενός συγγραφέα που κατάφερε στην εποχή του και
διαπερνώντας τον καιρό να καθρεφτιστεί
στο έργο του ο βαθύς πυρήνας του μυστηριώδους τοπικού μας ψυχισμού.
Αναρωτιόμουν αν θα υπήρχε ένα άλλο επίγραμμα, που να τον εκφράζει
και να τον αποδίδει με οικουμενική εμβέλεια, που περιέχει και
αυτούς, τους ξένους μέσα ιδιαιτερότητά του. Πλάνητας, ασκητής, μποέμ, ποιητής
των στοιχειωμένων τόπων, των κρουσμάτων, των κροτισμάτων, ταλαντευόμενος ανάμεσα στο πάθος να ασκητέψει
και να παραμένει στο έργο του βαθειά ερωτικός...
Τι θα γινόταν αν… Τι θα γινόταν αν τους είχα πλησιάσει; Αν τους μιλούσα για τη «Γιορτή της Μπαμπέτ» της δικής τους Κάρεν Μπλίξεν, τις κόρες του εφημέριου – κι
αυτός παπαδοπαίδι ήταν – την φτώχεια τη στέρηση στο σπιτικό τους, την ανέλπιστη
κληρονομιά της υπηρέτριας και τη δική του θεία Αχτίτσα, τη επιταγή που κατάφερε
να εξαργυρώσει, όπως η Μπαμπέτ εξαργύρωσε με μιας όλη της την κληρονομιά…
Φυσικά δεν λύνονται οι λογαριασμοί κάτω από μια μαρμάρινη
πλάκα. Όλες οι προσεγγίσεις, όλες οι αναγνώσεις έχουν ένα μερίδιο από την
αλήθεια του αναγνώστη αλλά και μια αφορμή από το έργο του συγγραφέα.
Προσεγγίσεις ακαδημαϊκές και προσεγγίσεις της μνημόνευσης – ποιος δεν γνωρίζει το
«όποτε σας βρίσκει το κακό αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη;» Μνημόνευση που μετατρέπει το λόγο του από κείμενο σε
αγγελικό τεριρέμ.
Θα ήθελα να στηρίξω με την εργασία μου εδώ την θέση ότι
ο Παπαδιαμάντης είναι αξιανάγνωστος και ανεξάντλητος και στην εποχή μας. Και
τούτο γιατί οι εικόνες και οι χαρές της
ανάγνωσης, οι θησαυροί που ανασύρει
κανείς από το βυθό του έργου του μπορούν
να χορτάσουν τη φαντασία και του σημερινού αναγνώστη, μπορούν να λειτουργήσουν
παραμυθητικά όχι ως ακατάληπτα ξόρκια
αλλά ως ζωντανές μορφές που τινάζουν από πάνω τους τη σκόνη του χρόνου και
αστράφτουν με τη βάσανο της ερμηνείας.
Θα αναπτύξω
εδώ το φαινόμενο των συμβολικών δρακοντοκτονιών σε τρεις περιπτώσεις. Πρόκειται
για τη δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας του
Παπαδιαμάντη που αποδυναμώνεται ψυχικά και κοινωνικά επειδή λόγω των συνθηκών ή
εκ γενετής τραυματίζεται η ικανότητά του της ομιλίας. Αναγκάζεται τότε, για να
ξεπεράσει την αδυναμία του να καταγάγει
έναν αγώνα και να νικήσει ένα συμβολικό δράκο. Δεσίματα του λόγου λοιπόν και
συμβολικές δρακοντοκτονίες.
Για τους γυναικείους χαρακτήρες υπάρχει ανάλογο φαινόμενο αποδυνάμωσης με
στέρηση της ομιλίας. Η ευφράδεια ή η πολυλογία των ηρωίδων σαγηνεύουν αλλά απειλούν. Εμβληματικές οι περιπτώσεις της Χαδούλας στη «Φόνισσα», της
Πολυλογούς στο «Έρωτας στα χιόνια» και της Λιαλιώς στη «Νοσταλγό», που η ομιλία της οδηγεί τη βάρκα. Κάποιες
ηρωίδες «χτυπιούνται» με παθήσεις του λόγου, περιδένονται συμβολικά, μένουν
έγκλειστες όπως για παράδειγμα η Γιάνναινα στην «Χτυπημένη». Άλλες καταφέρνουν να αποδράσουν όπως η Τσούλα («Καμίνι»), ή η Λιαλιώ («Νοσταλγός»).
Η στέρηση της ομιλίας οδηγεί στο μαρασμό και στο θάνατο, όπως η σύζυγος του
Τριαντάφυλλου στο «Με τον πεζόβολο»
ή η
Γιάνναινα, η «χτυπημένη». Για αυτά παραπέμπω στο εκτενές άρθρο «Τα πάθη
της Ταραντέλας στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη» τεύχος Δεκεμβρίου 2014, του
περιοδικού Οροπέδιο.
Δεν είχαν περάσει απαρατήρητοι οι συσχετισμοί της εποχής –
εγκέφαλος – σκέψη – ομιλία, έννοιες στο μεταίχμιο πριν την
ψυχανάλυση. Τούτο φαίνεται στην γλαφυρή περιγραφή του εγκεφάλου της υστερικής
αδελφής Σιξτίνας στη «Γυφτοπούλα» που εθελοντικά περισφίγγει στο στόμα της και
εμποδίζει την ομιλία. Μετά το 1892
δημοσιεύεται η μελέτη του Φρόιντ για τη μελέτη των αφασιών. Βρισκόμαστε στην εποχή
που οι νευρολόγοι μελετούν τον ανθρώπινο εγκέφαλο, εντοπίζουν κέντρα διαφόρων
λειτουργιών και ερμηνεύουν τις παθήσεις – την αφασία εν προκειμένω – σαν
αποτέλεσμα τραύματος ενός κέντρου ομιλίας στο αριστερό ημισφαίριο. Είχε
πραγματοποιηθεί μάλιστα κρανιοτομή σε ασθενή που είχε υποστεί κρανιακό κάταγμα
και εμφάνιζε αφασία ώστε να
αποσυμπιεστεί το κέντρο του Broca
και να ξαναμιλήσει. Ο Φρόυντ, επί
δεκαπέντε χρόνια νευρολόγος, έπαιζε στα δάχτυλα αυτές τις απεικονίσεις αλλά τις
αμφισβητεί. Αμφισβητεί δηλαδή ότι το αιτιατό ζεύγος τραυματισμός – αφασία
λειτουργεί και αντιστρόφως. Μπορεί όντως δηλαδή ο τραυματισμός να οδηγεί σε
αφασία. Δεν είναι απαραίτητο όμως το αντίστροφο. Αυτές οι απόψεις, το να μην
δέχεται κανείς την αποκλειστική και μονοσήμαντη λειτουργία των κέντρων του
εγκεφάλου για να εξηγήσει τις ψυχικές λειτουργίες αλλά να θεωρεί ότι όλα αυτά,
η λειτουργία του ανθρώπινου ψυχισμού της ομιλίας εν προκειμένω είναι αποτέλεσμα
μιας πιο σύνθετης και συνολικής συνεργασίας ολόκληρου του εγκεφάλου και ποιος
ξέρει τι ακόμα, έθεσε τις βάσεις της ψυχανάλυσης. Για να φτάσουμε 150 χρόνια
μετά πάλι να αμφισβητούνται όλα με τη χημεία των νευρώνων – μια μηχανιστική
ερμηνεία θα έλεγα του ψυχισμού που δεν είμαι σε θέση προσωπικά να καταρρίψω
αλλά βλέπω τις αναλογίες της με την εποχή που την κατέρριπτε ο Φρόιντ. Εν πάση
περιπτώσει τη μελέτη και τις εικόνες της ανθρώπινης ψυχής την είχε αναλάβει η
λογοτεχνία, με την εκπληκτική περιγραφή των ψυχικών συγκρούσεων, των δομών που
υπάρχουν σε αυτό το βάθος. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης δεν ήταν μακριά από τους προβληματισμούς
της εποχής του. Αναφέρομαι στη φιλία του με τον ψυχίατρο Σίμωνα Αποστολίδη και
τον γιατρό Πέτρο Αποστολίδη (Παύλος Νιρβάνας) που είχε δώσει διάλεξη για τις
μελέτες του Σαρκό στον Παρνασσό. Γνωστή η ευαισθησία του για τους ψυχικά
ασθενείς, αναφέρεται στα βάσανά τους στο ποίημα για την Παναγιά την Κουνίστρα
όπου προσέτρεχαν τέτοιες περιπτώσεις για θεραπεία. Η μελέτη του Σίμωνος Αποστολίδη για τις
ψυχώσεις υπάρχει στο διαδίκτυο σημαντική απεικόνιση του πνευματικού περιβάλλοντος
και των επιστημονικών ρευμάτων που περιβάλλουν τον Παπαδιαμάντη, στον κύκλο των
φίλων του. Ακροβατούσαν και αυτοί ανάμεσα στη μηχανική, τη φυσιολογία, τη
χημεία και τη λογοτεχνία για να αποσπάσουν το μεγάλο μυστικό, το πώς και γιατί
νιώθει ο άνθρωπος αυτά που νιώθει, πώς και γιατί αποσυνδέεται από τον κόσμο
κάποτε. Ποιος απελευθερώνει τα «δαιμόνια» που αποκτούν τον έλεγχο της υπάρξεώς
του;
Τέτοια
περίπτωση ψυχικής δομής, στα όρια της επιστήμης, αλλά με την ακαταμάχητη ισχύ
των πεποιθήσεων συγγραφέα, είναι πιστεύω
και η μεταφορά του Δράκου της αλαλίας, του «θηρίου» που «δένει» τη φωνή, την
ομιλία των ηρώων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Η απώλεια της ομιλίας, τόσο πολύ συνδέεται με τη
ζωτική ενέργεια ενός ανθρώπου, που η εκτόξευση σχετικής κατάρας θεωρείται ότι
θα πλήξει τον εχθρό καίρια, εκτοξεύοντας αρνητικό ψυχικό δυναμικό: τὸ στόμα
τους νὰ πιαστῇ!… νὰ βγάλουν τὴ φάγουσα.
Παρατήρησα,
λοιπόν, μια συμπύκνωση, μια σκιά εκεί στην «άγνωστη» χώρα του εσωτερικού
κόσμου, την αρνητική ψυχική μορφή του θηρίου που επιτίθεται και αποδυναμώνει
τον ήρωα. Το θηρίο είναι ο δράκος, ο οποίος, όπως στα παραμύθια, ελέγχει τις
πηγές του νερού και το θησαυρό. Στο παπαδιαμαντικό έργο είναι ο Άρχων του λόγου,
με δεδομένη τη σχέση νερού, κρουνών, πωμάτων με την ομιλία. Η σύγκρουση και η
λύση του προβλήματος έγκειται στο να τον αντιμετωπίσει ο ήρωας με μια συμβολική
μονομαχία.
Και στις τρεις περιπτώσεις που παρουσιάζονται, η
συμβολική μάχη γίνεται υπό τη σκέπη μιας μητρικής, μιας θηλυκής αρχής που
γαληνεύει, εμποδίζει να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα, δαμάζει τον Δράκο, τον
ενσωματώνει, μια και πρόκειται τελικά για πλευρά του ψυχισμού του ίδιου του
ήρωα, και τον βγάζει από τη σκιά.
Στις εικονογραφικές αναπαραστάσεις Αη Γιώργη – Δράκου, υπάρχει συνήθως και η
αλυσίδα με την οποία η βασιλοπούλα θα σύρει τον δράκο και θα τον φέρει στην
πόλη. Υπονοείται δηλαδή ότι ο δράκος εξημερώνεται, δεν φονεύεται.
Σε άρθρο του Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα Ακρόπολη το
1892 περιγράφεται επακριβώς αυτή η σύγκρουση Άη Γιώργη - Δράκου. Ήταν από τις προσφιλείς μυθοπλαστικές
του εικόνες.
«Και ιστορείται δια στίχων επικής
απλότητος και ύψους, πως το θεριό εφώλιαζε σιμά εις την βρύσιν, πως απήτει
περιοδικώς αιματηρόν φόρον, από τους κατοίκους της πόλεως, πως ερρίπτοντο
κλήροι μέλλοντες ν’ αποφασίσωσι περί της δυστυχούς κόρης, ης θα ήτο η σειρά να
χορτάση την αδηφάγον απληστίαν του φοβερού θηρίου, πως ο κλήρος έπεσεν επί την
βασιλοπούλαν (την Αλεξάνδραν!) και πως ο Άγιος, εισακούσας τας δεήσεις των
γονέων, επήλθε, ραγδαίος και αήττητος ιππεύς, εις βοήθειαν της δυσμοίρου
νεάνιδος, πως εθανάτωσε τροπαιοφόρος τον απαίσιον δράκοντα, και πως, αναλαβών
την βασιλοπούλαν εις τα κάπουλα του αλόγου του, την παρέδωκεν ασινή εις τους
βασιλικούς γονείς της.»
Α.
Περίπτωση Γουτού Γουπατού
Πρόκειται για μια
περίπτωση εκφοβισμού από νταήδες στην κοινωνία της Σκιάθου. Θύμα ο Μανώλης ο
Ταπόης, ένας δυστυχής νέος, χωλός, κυλλός και
μογιλάλος. Έπασχε από παράλυση από τη μια του πλευρά, υπερβολική δύναμη και
μεγάλο χέρι σαν μάγγανον και μια ιδιαίτερα τραυματισμένη ομιλία, που ο Παπαδιαμάντης
την καταγράφει και την μεταφράζει. «Η
φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και
τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων. Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το
χαρτί.»
Άλλο χαρακτηριστικό του Μανώλη είναι η υπερβολική αγάπη στη μητέρα του, τον
μόνο άνθρωπο που του έχει μείνει στον κόσμο.
Η μορφή του είναι σχεδόν τερατώδης. Παραμορφωμένος, πάμπτωχος, με γλωσσοδέτη, είναι
ο αποδιοπομπαίος τράγος του χωριού. Σχεδόν όλοι τον ειρωνεύονται εκτός από τα μικρά
παιδιά που λένε τα κάλαντα. Το πραγματικό τέρας όμως, είναι ο αρχηγός των μαγκών, ο ελεεινός
Τσηλότατος. Ο Τσηλότατος εκφοβίζει τα μικρά παιδιά που θέλουν να πουν τα
κάλαντα, και την υπεράσπισή τους αναλαμβάνει ο Μανώλης. Αποστολή που έχει τον
χαρακτήρα δρακοντοκτονίας, αντιμετώπισης του θηρίου. Τούτο αφενός γιατί έχει τα
χαρακτηριστικά της υπεράσπισης των αδυνάτων που είναι σε κίνδυνο, αφετέρου
γιατί ο Τσηλότατος περιγράφεται με μυθικό τρόπο, ως ο δράκος που ελέγχει το
νερό.
Η
ταύτιση του Τσηλότατου με τον Δράκο
αποκαλύπτεται όχι μόνο από την εμφάνιση και τη δράση του. Ήταν αποτρόπαιος σε
εμφάνιση, τεράστιος, μελαμψός, αχτένιστος, τρομακτικός και αποτελούσε μάστιγα,
μια και κανείς δεν περνούσε από εκεί, γραία, νοικοκυρά ή πτωχή χήρα χωρίς να
«φορολογηθεί»: Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ
φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά […]
Αυτό
που τον κάνει να ταυτίζεται με τον Δράκο, όμως, και που υπογραμμίζει τη
συμβολική σημασία της σύγκρουσης και την αποστολή του Μανώλη, είναι ότι
συνδέεται με τον έλεγχο των πηγών του νερού: Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς
μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο
τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς
κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον.
Η
σύγκρουση του Μανώλη με τον Τσηλότατο είναι δύσκολη, γιατί είναι βέβαια δυνατός
αλλά είναι και ημιπαράλυτος. Θα τα καταφέρει χάρη στη συνδρομή ενός παιδιού,
που εγνώριζε τη γλώσσα του και θυμήθηκε την οδηγία που του είχε δώσει ο
Μανώλης: Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. Οδηγία
ακολουθούμενη από την παπαδιαμαντική μετάφραση: Τουτέστιν· ἅμα ἰδῇς τὸν
Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ
ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ).
Έτσι,
ο Μανώλης ο Ταπόης (Αϊ-Γιώργης) καταφέρνει να νικήσει τον Τσηλότατο (Δράκο)
και κοντεύει να τον πνίξει από το δυνατό σφίξιμο του χεριού-μέγγενης.
Η
συμπλοκή έχει δραματικό χαρακτήρα, γιατί φτάνει στα όρια του φόνου. Ευτυχώς, ένα μέλος της αντίπαλης συμμορίας τον βοηθά να
κατευνάσει τον θυμό του, με το να του θυμίσει τη μητέρα του που δήθεν
κινδυνεύει. Αυτό δρα κατευναστικά και το δυνατό χέρι αφήνει τον λαιμό του
Τσηλότατου. Η υπόμνηση της μητρικής παρουσίας, δηλαδή, βοηθά τον Μανώλη να νικήσει τον Τσηλότατο,
ευτυχώς χωρίς να τον σκοτώσει.
Β. Νίκη του θηρίου στο « Ἔρως - Ἥρως»
Στο « Ἔρως - Ἥρως», ο Γιωργής της
Μπούρμπαινας καταφέρνει να υπερνικήσει το θηρίο εντός του, τον θυμό, την οργή
του και την επιθυμία να διαπράξει φόνο, όταν μαθαίνει ότι η νεόνυμφη την οποία
πρέπει να περάσει απέναντι με τη βάρκα του, με τον άντρα της, είναι η πρώτη του
αγάπη, ο παιδικός του έρωτας, η Αρχοντούλα.
Δεν είναι μόνο το όνομα της κοπέλας
Αρχοντούλα-Αρχοντοπούλα – πριγκίπισσα του παραμυθιού που ανακαλεί την ιστορία του δράκοντος, ούτε
το υγρό στοιχείο που εκδηλώνεται εδώ ως θαλάσσιο πέρασμα το οποίο φυλά με τη
βάρκα του ο ίδιος. Είναι ότι παρομοιάζεται σαφέστατα με δράκον, από την αρχή
του διηγήματος: ἐξαπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύμνην, μὲ μίαν βελέντζαν
τυλιγμένος, βωβός, ἀκίνητος, μὲ ἀνοικτὰ
τὰ ὄμματα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὡμοίαζε μὲ τὸν δράκον τοῦ παραμυθιοῦ
κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιμᾶτο μὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄμμα.
Ονομάζεται
όμως και Γεώργιος και είναι χαρακτηριστικό ότι έχει γάντζο – ένα καμάκι που
τόσο μοιάζει με το δόρυ του Αγίου με το οποίο καμακώνει χταπόδια και το οποίο
είναι τονισμένα δικό του αντικείμενο, γράφει ο Παπαδιαμάντης ότι έπεισε ένα
γύφτο να του το φτιάξει από διάφορα παλιοσίδερα που βρήκε σε μια βάρκα. Ο τρόπος
απόκτησης του γάντζου θυμίζει τον τυπικό τρόπο απόκτησης του βέλους, του ξίφους
του ήρωα- υπάρχει ένας τεχνίτης που το κατασκευάζει – σύμφωνα με τον Κάρλ Γιουνγκ στη «Μεταμόρφωση των συμβόλων», στην
ανάλυση του ποιήματος του Λονγκφέλλοου για τον Χιαγουάθα, τον ινδιάνικο μύθο
του ήρωα που σκότωσε ένα δράκο. Εδώ ο τεχνίτης είναι ο γύφτος, ένας σιδηρουργός.
Δεν
είναι όμως μόνο αυτό- δεν έχει μόνο το κοντάρι έχει και τον ίππο. Είναι ιππεύς.
Έχει δική του βάρκα. Δεν είναι υπερβολική η αναλογία να αντιστοιχίσουμε το
«θαλασσινό ονάριο» - παραπέμπω στα σχόλια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου σχετικά
με το τι ήταν ο κήπος του μπαρμπα Γιαννιού, ότι δηλαδή το «ονάριο» του μπαρμπα
Γιαννιού ήταν βάρκα του. Επεκτείνουμε το συλλογισμό, η βάρκα του Γιωργή είναι ο
ίππος του. Από τις περιγραφές της πλοήγησης, τον λεβέντικο τρόπο που κρατά το
πανί κατά την αφήγηση, τον πύρο που κρατά σαν σπηρούνι με τα δάχτυλα των
ποδιών, έτοιμος να τον τραβήξει, θυμίζει τη λεβεντιά του Αη Γιώργη ιππέα όπως
τον περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο περίφημο εκείνο άρθρο στην Ακρόπολη που αναφέρει και ο Λάμπρος Καμπερίδης στο βιβλίο του «Ιππεύς, ίππος δράκων» για τους Αηγιώργηδες του
ζωγράφου Πέρρη Ιερεμιάδη.
Η
ταύτιση με τον Δράκο –Δράκος και Γεώργιος είναι το ίδιο πρόσωπο– όπως εξελίσσεται η αφήγηση, μετατρέπεται σε
ισχυρότατη εσωτερική σύγκρουση και αιματηρή πάλη. Αρχικά θέλει να διακόψει τον
γάμο και να κλέψει την Αρχόντω.
Η κατάσταση αυτής της σύγκρουσης, μοιάζει
με το «χτύπημα», τη συσκότιση του νου και την παράλυση της γλώσσας
… ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα
καὶ βόμβος ἄναρθρος ἤχει εἰς τὰ ὦτά του. Δι᾽ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσμα οὔτε φθόγγος οὔτε ἦχος, ἱκανὸς νὰ ἐκφράσῃ τὸ
τί ὑπέφερε.
Στη
συνέχεια, αφού δεν έχει καταφέρει να κλέψει την νύφη και γαμπρός πεθερά και Αρχοντούλα
επιβιβάζονται όλοι στη βάρκα, έρχεται το επόμενο κύμα εσωτερικής σύγκρουσης,
αυτό που τον φέρνει στις πύλες του Άδη σύμφωνα με τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο στο
«Δαιμόνιο μεσημβρινό» όπου περιγράφεται με όρους θεολογικούς αυτή η δοκιμασία. Η
δραματική σύγκρουση – ο πειρασμός του ήρωα αφ΄ενός να πνίξει όλους τους
επιβάτες ακόμα και την αγαπημένη του – , αφ’ ετέρου ο φοβερός αισθησιασμός του
διηγήματος όπου φαντάζεται πως την έχει σφιχταγκαλιασμένη μέσα στο νερό,
αδιαφορώντας για τους άλλους και κολυμπά για να την σώσει να μην πνιγεί,
φτάνουν και οι δυο βρεγμένοι με τα ρούχα κολλημένα πάνω τους σαν γυμνοί και της
λέει να πάει σε μια σπηλιά να αλλάξει και θα της φέρει ξερά φύλλα να σκεπαστεί.
Φέρνει στο νου την εικόνα των πρωτοπλάστων, την πτώση την συναίσθηση της
γύμνιας και τον όφιν, το φίδι τον
πειρασμό που είναι υπεύθυνος για όλα αυτά – τον Δράκο, το απόλυτο κακό.
Η
σύγκρουση του Γιωργή-Ήρωα με τον Γιωργή-Δράκο κορυφώνεται όταν, στη φαντασία
του, καταπληγωμένος, ἀφρίζων, αἱματωμένος, ἄγριος, θ᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰ
κτυπήματα τῶν λυσσασμένων και εντέλει διευθετείται με μια ειρήνευση, όπως
και εις την περίπτωση του Μανώλη, αφού η μορφή της μητέρας του θέτει τέρμα στη
νοερή σπαρακτική αντιπαράθεση και ο φόνος αποφεύγεται:
Ἔξαφνα εἶδε νοερὰν ὀπτασίαν, τὴν μορφὴν τῆς
μητρός του τῆς Μπούρμπαινας, ἐναέριον, παλλομένην. Ἐτράβα τὰ μαλλιά της
κλαίουσα καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἄχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ᾽ εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ κάμῃς;» Ἔκαμε
κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του. Ἐνθυμήθη
καὶ εἶπε τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁποὺ τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦτο
μικρός, ἡ μήτηρ του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγῃ, ἡ
φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!»
Ο Γιωργής, λοιπόν, καταφέρνει να
νικήσει το εσωτερικό θηρίο με μια έσωθεν επίκληση της μητρικής στοργής, των
αναμνήσεων και των χειρονομιών που του είχε διδάξει η μητέρα του…
Η
έξωθεν επίκληση της μητέρας εν κινδύνω, έστω και ως ψευδολογία, απέτρεψε και
συγκράτησε τον Μανώλη από το να κάνει ένα μοιραίο φονικό. Το ίδιο και τώρα, το
όραμα της μητρός.
Όπως ο ήρωας τρέχει να σώσει την
αρχοντοπούλα από το θηρίο, η μητέρα του, η γυναικεία παρουσία, η θηλυκή του
πλευρά, σώζει τον ίδιο από την ανεξέλεγκτη εκδήλωση του θυμού του.
Η νίκη αυτή προκαλεί την ηρωοποίηση που αναφέρει στο τέλος ο Παπαδιαμάντης
«έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του»
Γ. «Η φωνή του
Δράκου»
Ο τρίτος ήρωας του Παπαδιαμάντη που
θα αντιμετωπίσει τον Δράκο είναι ο Κώτσος στη « Φωνὴ τοῦ Δράκου». Ένα
παλικαράκι που η κακή του τύχη, τα κουτσομπολιά ή ο κακός υπολογισμός των
ημερών κυήσεως έκαναν τον ναυτικό πατέρα του να αμφιβάλλει για την εντιμότητα
της συζύγου και να τους εγκαταλείψει.
Ο
μικρός μεγαλώνει με τη μητέρα του, τη Σοφία, και τη μεγαλύτερη αδελφή της, την
Κρατήρα, η οποία είχε αναλάβει να προικίσει την αδελφή της, βοηθά στην ανατροφή
του παιδιού και προσπαθεί να ξεπληρώσει το χρέος που έμεινε από τα έξοδα της προίκας. Ο μικρός γίνεται,
όπως και ο Μανώλης ο Ταπόης, θύμα χλεύης, πετροβολήματος από τα άλλα παιδιά που
τον αποκαλούν «μούλο», νόθο. Παρά την προσπάθεια και τα τεχνάσματα της θείας
του να τον παραπλανήσει για το νόημα αυτής της λέξης, να τον καθησυχάσει, ο
μικρός ζει σε μια κατάσταση αγριότητας και επιζητεί διαρκώς τη φυγή στα
βράχια, στα υψώματα, την αναρρίχηση στα
δέντρα.
Η
μητέρα του είναι απούσα από την ανατροφή του. Άφωνη ουσιαστικά, εφόσον δεν
υπερασπίζεται τα δικαιώματά της και τα δικαιώματα του παιδιού της. Η αφωνία -
αποδυνάμωση της μητέρας επισφραγίζεται με τον πρόωρο θάνατό της. Η σύγχυση των
νοημάτων, ως βοή, έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας με τις παρελκυστικές
απαντήσεις που δίνει στον Κώτσο η θεία του, η Κρατήρα, για το νόημα της λέξης
«μούλος» με την οποία τον φωνάζουν τα παιδιά:
Από
την σύγχυση μέχρι την κατάρα που εκτοξεύει η θεία του στα παιδιά που τον
χλευάζουν, γίνεται φανερή μια διάθεση να κλείσουν τα στόματα του εχθρού, μάχη
στο επίπεδο της παθολογίας του λόγου:
—Τὸ
στόμα τους νὰ πιαστῇ!… νὰ βγάλουν τὴ φάγουσα, ναί! ἤρχισε νὰ καταρᾶται […], ἡ
Κρατήρα.
Το πιάσιμο του στόματος, το χτύπημα, η
βωβότης, είναι ένας αρχέγονος φόβος που προκαλεί ο Φύλακας των Νερών και της
Φωνής, το στοιχειό της Σπηλιάς, ο Δράκος που βρίσκεται κοντά στο χωριό. Περιοχή
αγριότητας, ερειπίων, μια στοιχειωμένη περιοχή όπου καταφεύγει ο μικρός Κώτσος,
μια και ο οικογενειακός κι ο κοινωνικός ιστός που όφειλε να τον περιέχει έχει
διαρραγεί. Η εγκατάλειψη από τον πατέρα, η ασθενής και άφωνη μητέρα, ο απών
δάσκαλος που δεν τον προστατεύει, τον τιμωρεί όταν δεν φταίει ή δεν τον τιμωρεί
άλλοτε όταν φταίει, τα παιδιά που τον χλευάζουν και τον πετροβολούν. Η σπηλιά,
όπου αναζητά καταφύγιο ο Κώτσος, κρύβει τον μύθο ενός δράκου, με στοιχειά και
κρούσματα στην επικράτειά του, και έναν αράπη με θησαυρούς. Παρά τους
κινδύνους, τις φήμες και τους θρύλους που κυκλοφορούν, παρά τις προσπάθειες της
θείας του να τον αποτρέψει, ο Κώτσος επιμένει να αντιμετωπίσει τον Δράκο ελπίζοντας
να ξεφύγει την προσοχή του στοιχειού,
του Αράπη στο Κρύο Πηγάδι, με τα φλουριά του οποίου ονειρεύεται ότι θα πάρει
μέχρι και ένα τρικάταρτο μπρίκι, όπως ο πατέρας του ο ναυτικός, αψηφώντας το
ενδεχόμενο της αφωνίας και της παραλυσίας –το πλήγμα που μπορεί να επιφέρει ο
Δράκος στα θύματά του.
Εις
το Κρύο Πηγάδι πολλοί διηγούντο ότι είχον ιδεί να κάθεται πλησίον ένας Αράπης,
με την τσιμπούκα του. Διάφορα πλάσματα, χωριατόπουλα, τσομπανόπουλα και
βοσκοπούλες, είχαν «χτυπηθεί» διότι ευρέθησαν εις κακήν ώραν σιμά στο Κρύο
Πηγάδι. Η Καμπαναχμάκαινα, ποιμενίς προβάτων, και μήτηρ δέκα παιδιών, είχε
πάθει την νύκτα από αφωνίαν και παραλυσίαν.
Σε αυτή την ιστορία όλα τα στοιχεία
της δρακοντοκτονίας είναι παρόντα και ένα ακόμα. Η αναρρίχηση. Ο μικρός Κώτσος αναρριχάται. Αναρριχάται σε
δέντρα, σε βράχια σε βουνά να φύγει όσο γίνεται πιο μακριά από τη γη, για να
αποφύγει την καταλαλιά. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό ότι θέλει να διαλάθει
της προσοχής του αράπη και να κλέψει το θησαυρό του, την κάνει τη διαφορά από
τις συνήθεις δρακοντοκτονίες. Τα μοτίβα αυτά αναλογούν πολύ έντονα με ένα
αγγλικό παραμύθι του 18ου
αιώνα, το «Τζακ και τη φασολιά». Ο
μικρός Τζακ που πουλά την αγελάδα – έχουν οικονομικά προβλήματα στο σπίτι –
παίρνει αντί για φλουριά φασόλια, φυτεύει ένα φασόλι και φυτρώνει μια γιγάντια
φασολιά δίπλα στο σπίτι του. Σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει φτάνει στην επικράτεια ενός
δράκου κλέβει μια κότα, ξανακλέβει κάτι που του ζητά η μητέρα του… τέλος πάντων
ο δράκος τον κυνηγά και κόβουν τη φασολιά και πέφτει.
Το παραμύθι ωστόσο φαίνεται ότι είναι πολύ αρχαιότερο και έχει ταξινομηθεί με
τον κωδικό ATU 238, «το αγόρι που ήθελε να κλέψει τον θησαυρό του
δράκου».
Στο παραμύθι ο δράκος δεν είναι
φίδι, είναι ogre, ένα θεριό, γίγαντας/ δράκος, ο αράπης που τρώει και ανθρώπους. Δράκος ονομάζεται
στη γλώσσα μας αδιακρίτως. Ο
Παπαδιαμάντης λέει τη σπηλιά «σπηλιά του
δράκου» και το στοιχειό το λέει αράπη.
Στη σύγκρουση του Κώτσου με το δράκο όταν μπαίνει στη σπηλιά συνειδητοποιούμε ότι ο δράκος είναι τελικά ο εαυτός του. Η θεία του του εξηγεί, εκλογικεύει την εμπειρία
του μέσα στη σπηλιά. Αυτό που σου
στέλνει η φωνή του δράκου είναι αυτό που εσύ θέλεις να ακούσεις. «Μούλο»
φοβάσαι ότι θα σου πουν, «Μούλο» ακούς, «το χρέος» θα ακούσει εκείνη αφού το
χρέος φοβάται και αντιστοίχως οι υπόλοιποι, ο καθένας έχει ένα θεριό μέσα του
που φοβάται...
Στη μέση της ιστορίας, μαθαίνουμε το θάνατο του Κώτσου. Με δραματικό τρόπο, ο
ήρωας σκοτώνεται και εδώ με πτώση, όπως ο
γίγαντας του παραμυθιού. Του ξεφεύγει το
χέρι που κρατούσε το κλαδί ενός δέντρου και γκρεμίζεται.
Ποιος νικά και ποιος νικιέται εδώ; Η καταπραϋντική δύναμη της θείας δεν ήταν
αρκετή για να συγκρατήσει το θυμό του ήρωα/δράκου. Ο θυμός ευθύνεται για το
ατύχημα, για το θάνατο. Και όμως ο δράκος μπορούσε να νικηθεί. Ίσως μια άλλη
φορά. Σε μια άλλη ιστορία.
Σε κάθε περίπτωση - η δημιουργική
ανάγνωση του Παπαδιαμάντη – είναι αχανής και ανεξάντλητη. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος
είχε πει ότι μπορεί να αρκεστεί σε αυτόν από όλους τους συγγραφείς και να
περάσει τη ζωή του μαζί του και από τους ποιητές αντιστοίχως με τον
Σολωμό. Αποκαλύπτει στον αγαπητικό
αναγνώστη ένα πλούτο συμβολικών περιγραφών και βάθους των συγκρούσεων, μια
μελέτη της ανθρώπινης ψυχής σε όλο της το μεγαλείο, ιδίως όταν τραυματίζεται,
τις περισσότερες φορές δηλαδή.
Δημοσιεύτηκε στον τόμο της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς 2021