Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

Η εξορία του Γκιουζέππε Μαντσίνι και η «καλύβα στο βουνό».

 για τον Πάνο Ζέρβα (panosz.wordpress.com)


Ο Γκιουζέππε Μαντσίνι στην αιωνιότητα είναι εξόριστος. Αναλογίζεται τα γεγονότα του βίου του και συμπεραίνει ότι η συμβολή του στην υπόθεση του Ρισορτζιμέντο, της ενοποίησης και απελευθέρωσης της Ιταλίας από την κυριαρχία της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας ήταν περισσότερο ιδεολογική παρά πρακτική.


Η μια ήττα μετά την άλλη, οι μικρές εξεγέρσεις που είχε οργανώσει από την εξορία του στην Αγγλία και την Ελβετία, όλες καταδικασμένες να αποτύχουν.
«Η νίκη ήρθε γιατί κάποιοι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν καλύτερα τα γεγονότα. Θα μπορούσες να πεις εκ των υστέρων ότι ο ρους της ιστορίας ήταν με το μέρος του Ρισορτζιμέντο», μονολογεί.
Η νίκη πράγματι ήρθε από τον ρεαλιστή Καβούρ που άφησε κατά μέρος τις ιδέες του Μαντσίνι για επανάσταση του λαού και ανασυγκρότηση του ιταλικού έθνους και οδήγησε το στρατό του Βασιλείου της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου στον πόλεμο της Κριμαίας, περιμένοντας φρόνιμα και τακτικά να δει πού γέρνει η πλάστιγγα για να βεβαιωθεί με ποιου το μέρος θα πάει.

Ο Μαντσίνι ήταν ρομαντικός, ήταν επαναστάτης. Θυμάται τους καρμπονάρους της Τοσκάνης όταν στα 1830 μυήθηκε στην οργάνωσή τους. Τον είχαν προειδοποιήσει για την αυτοκτονία του Benedetti και τη σύλληψη και καταδίκη σε θάνατο του Silvio Pellico . Ο Κάλβος ο Ζακύνθιος γλύτωσε κατά τύχην, ο Pellico ήταν στη φυλακή και έγραφε για δέκα χρόνια το ημερολόγιό του,. Εκείνος, που ήταν κατά βάθος ποιητής, θα επεδείκνυε μικροψυχία; Στην καλύβα των καρμπονάρων, επαναλαμβάνοντας τους μυητικούς όρκους, αισθανόταν ότι γίνεται δεκτός σε ένα κύκλο καταδικασμένων ποιητών. Μπορούσαν αυτοί οι φλογεροί νεαροί που ο καθένας τους είχε γράψει τουλάχιστον ένα θεατρικό έργο να ελευθερώσουν την Ιταλία; Η σύλληψή του ήταν αναπόφευκτη. Άλλη μια πράξη του δράματος: η εξορία στην Ελβετία.


Η αιωνιότητα είναι σαν μια φυλακή. Θα μπορούσε τώρα να γράψει τα απομνημονεύματά του, να συνθέσει το θεατρικό του έργο, τα ποίηματα που ποθούσε με όλη του την ψυχή. Είναι η ευκαιρία που όλη του τη ζωή δεν είχε. Εκτός από εκείνο το δοκίμιο για την αγάπη στην πατρίδα του Δάντη, όλα τα γραφτά του ήταν προκηρύξεις, επαναστατικά φυλλάδια, λίβελοι, επιστολές…

Ο Μαντσίνι δακρύζει όταν φέρνει στο νου του αυτές τις επιστολές. Δακρύζει με απόγνωση. Θυμάται τη συνωμοσία του 1843 στην Μπολόνια, που είχε οργανώσει πάλι από την εξορία του στο Λονδίνο. Τότε που είχε καταφέρει να πείσει τα δυο αδέλφια που υπηρετούσαν στον Αυστριακό στόλο, τον Αττίλιο και τον Εμίλιο αλλά που τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν μόλις πάτησαν το πόδι τους στην Κοζέντσα. Πώς έγινε αυτό; Ποιος ήταν ο καταδότης; «Η αφέλεια του Μαντσίνι» μονολογεί κλαίγοντας. Ήταν εύκολο για τις Βρετανικές αρχές να ανοίξουν την αλληλογραφία του. Θάπρεπε νάναι τόσο απλό εύκολο και να τη διαβάσουν; Γιατί δεν χρησιμοποιούσε κώδικα;


Το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή οι αρχές άνοιξαν την αλληλογραφία του εξόριστου δικηγόρου και ειδοποίησαν την κυβέρνηση της Αυστροουγγαρίας, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους φιλελεύθερους κύκλους της Μεγάλης Βρετανίας. Ετέθη θέμα στο Κοινοβούλιο. Ποιος ήταν ο ευπατρίδης που με το φλογερό του λόγο καταδίκασε την κυβέρνηση για την απρέπειά της να εισβάλει στην προσωπική αλληλογραφία ενός ατόμου; Θα βρει τον καιρό να τον μνημονεύσει.

Διάβασαν τάχα και της επιστολές της ωραίας Guditta; Αυτές που έκρυβαν μέσα στις υποσχέσεις του έρωτά της τα προμηνύματα της εγκατάλειψης;
Δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση στη γραφή. «Παρεδόθησαν ως πρόβατα επί σφαγήν», μονολογούσε.

Ο Μαντσίνι περιστοιχιζόταν από όλες τις αναμνήσεις του βίου του, ψηλαφούσε τα όρια της προσωπικής του ύπαρξης, αγνοώντας αν κατά βάθος οι εμπειρίες του ήταν κοινές με τις εμπειρίες των άλλων.

Αγνοεί πως εσαεί, ρομαντικοί νέοι, που έχουν ένα μισοτελειωμένο θεατρικό στο συρτάρι, κείμενα, άρθρα, ιστολόγια, συγκεντρώνονται πάλι σε μια καλύβα στο βουνό σαν παλιοί καρμπονάροι, γράφουν συζητούν για το μέλλον, για την τύχη του τόπου τους αλλά και για το παρελθόν και τον εξόριστο ποιητή Κάλβο. Τα συνθηματικά υπάρχουν και πάλι – ψευδώνυμα και ονόματα χρήστη – αλλά αυτό που τους σώζει είναι το φως. Συζητούν όλοι μαζί φανερά και δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Συζητούν όλοι μαζί φανερά και φοβούνται ακριβώς όπως οι παλιοί. Με άλλες αιτίες κι αφορμές - ωστόσο ο φόβος είναι ίδιος.

Χίλια ευχαριστώ για την αφιέρωση!