Εγώ που δεν έχω δει τη Μέλπω
παρά μόνο σε φωτογραφίες, την σκέπτομαι
και την φαντάζομαι με τα μάτια των άλλων. Αναπλάθω με νου μου μια αξόδευτη
πίκρα, μια μετάνοια μοιρασμένη αυτού που δεν την βοήθησε – την σηκώνω κι εγώ
- ένα θυμό ή μια λατρεία και άλλοτε πάλι
μια αφοπλιστική σκληρότητα. Αυτό το τελευταίο στις αναμνήσεις ενός κοριτσιού
που έγινε αργότερα συγγραφέας και πρόλαβε να τη δει στην ακμή της, δεν είχε λόγο
δηλαδή να δει την φθορά, να λυπηθεί ή να νιώσει μια ανημπόρια εσωτερική όπως
όταν δεν μπορείς να βοηθήσεις δικό σου άνθρωπο, όταν σε ξενίζει πια η απώλεια της μνήμης ή ακόμα όταν τον βλέπεις
νεκρό.
Φανταζόμουν τη φωνή της πάντα αριστοκρατική και ελαφρά βραχνή. Μια βεβαιότητα. Την άκουσα – ποιος να το πίστευε – σε μια μαγνητοσκοπημένη εκπομπή των γαλλικών επικαίρων, μια συνάντηση συγγραφέων για την Ειρήνη και ήταν όπως την φανταζόμουν. Βαθειά, όχι και τόσο βραχνή όμως. Ο λόγος της στα γαλλικά, με την χαρακτηριστική προφορά που έχουν οι κοπέλες που έχουν πάει στις καλόγριες. Ασκούν μια επιρροή στην άλλη γλώσσα στην προφορά φαίνεται αυτό που είναι χαρακτηριστική, φραγκολεβαντίνικη θα μπορούσα να πω. Καμία υποχώρηση δηλαδή, όσα χρόνια και να έχει ζήσει στην Γαλλία να απαρνηθεί τον τρόπο που της δίδαξαν οι δασκάλες της στην Τήνο. Εκεί σε πάει, στην Τήνο δηλαδή το ηχόχρωμα, παρά την σκληράδα και την πολιτική χροιά, να φανερώσει στην οικουμένη τα εξοπλιστικά σχέδια των Αμερικάνων στην Ελλάδα, στις αρχές του Ψυχρού πολέμου. Εκεί σε πάει, με την Φιλομήλα, την τραγική κοπέλα με τα βρεγμένα σεντόνια σαν φτερά , που τη βασάνιζαν – τι παιδαγωγική και αυτή - στις «Δύσκολες Νύχτες» επειδή κατουριόταν το βράδυ. Της κρεμούσαν το τεκμήριο, τα βρεγμένα σεντόνια στην πλάτη να περιφέρεται τρελαμένη από τον εξευτελισμό για να το σταματήσει. Κορίτσι άγγελος – κορίτσι πουλί – την σκεφτόμουν και την Μέλπω που την συμπόναγε και το μαρτύρησε αυτό το βασανιστήριο στις σελίδες του βιβλίου της. Άγγελος και πουλί η ίδια ζει ανάμεσα στους Αγγέλους. Έτσι σαν πουλί, την περιέγραψε στο φέρετρο ο Μάρκος Μέσκος που ήταν παρών στην κηδεία της: «Πρόσωπο λευκό, μεγάλη μύτη, τα χέρια στο στήθος, μια φοβερή σημαία το παρουσιαστικό της (από ανθρώπινο μέταλλο όχι από μάρμαρο), πουλί που έκλεισε τα φτερά του, τέλος του ταξιδιού μα πάει ακόμα...». Σε εκείνο το κείμενο ο ποιητής συνθηματικά κατέγραψε έναν έναν όσους ήρθαν, όσους δεν ήρθαν – πόσοι τότε μόνο εμφανίστηκαν και όχι όταν τους είχε ανάγκη σε απόλυτη ένδεια εκεί που έλπιζε πως ίσως με την ίδρυση της εταιρίας συγγραφέων θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια σύνταξη. Δεν είχε καταλάβει. Απεγνωσμένες οι επιστολές στον αδελφό της Πανάγο, να παρακαλεί για τα στοιχειώδη.
Φανταζόμουν τη φωνή της πάντα αριστοκρατική και ελαφρά βραχνή. Μια βεβαιότητα. Την άκουσα – ποιος να το πίστευε – σε μια μαγνητοσκοπημένη εκπομπή των γαλλικών επικαίρων, μια συνάντηση συγγραφέων για την Ειρήνη και ήταν όπως την φανταζόμουν. Βαθειά, όχι και τόσο βραχνή όμως. Ο λόγος της στα γαλλικά, με την χαρακτηριστική προφορά που έχουν οι κοπέλες που έχουν πάει στις καλόγριες. Ασκούν μια επιρροή στην άλλη γλώσσα στην προφορά φαίνεται αυτό που είναι χαρακτηριστική, φραγκολεβαντίνικη θα μπορούσα να πω. Καμία υποχώρηση δηλαδή, όσα χρόνια και να έχει ζήσει στην Γαλλία να απαρνηθεί τον τρόπο που της δίδαξαν οι δασκάλες της στην Τήνο. Εκεί σε πάει, στην Τήνο δηλαδή το ηχόχρωμα, παρά την σκληράδα και την πολιτική χροιά, να φανερώσει στην οικουμένη τα εξοπλιστικά σχέδια των Αμερικάνων στην Ελλάδα, στις αρχές του Ψυχρού πολέμου. Εκεί σε πάει, με την Φιλομήλα, την τραγική κοπέλα με τα βρεγμένα σεντόνια σαν φτερά , που τη βασάνιζαν – τι παιδαγωγική και αυτή - στις «Δύσκολες Νύχτες» επειδή κατουριόταν το βράδυ. Της κρεμούσαν το τεκμήριο, τα βρεγμένα σεντόνια στην πλάτη να περιφέρεται τρελαμένη από τον εξευτελισμό για να το σταματήσει. Κορίτσι άγγελος – κορίτσι πουλί – την σκεφτόμουν και την Μέλπω που την συμπόναγε και το μαρτύρησε αυτό το βασανιστήριο στις σελίδες του βιβλίου της. Άγγελος και πουλί η ίδια ζει ανάμεσα στους Αγγέλους. Έτσι σαν πουλί, την περιέγραψε στο φέρετρο ο Μάρκος Μέσκος που ήταν παρών στην κηδεία της: «Πρόσωπο λευκό, μεγάλη μύτη, τα χέρια στο στήθος, μια φοβερή σημαία το παρουσιαστικό της (από ανθρώπινο μέταλλο όχι από μάρμαρο), πουλί που έκλεισε τα φτερά του, τέλος του ταξιδιού μα πάει ακόμα...». Σε εκείνο το κείμενο ο ποιητής συνθηματικά κατέγραψε έναν έναν όσους ήρθαν, όσους δεν ήρθαν – πόσοι τότε μόνο εμφανίστηκαν και όχι όταν τους είχε ανάγκη σε απόλυτη ένδεια εκεί που έλπιζε πως ίσως με την ίδρυση της εταιρίας συγγραφέων θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια σύνταξη. Δεν είχε καταλάβει. Απεγνωσμένες οι επιστολές στον αδελφό της Πανάγο, να παρακαλεί για τα στοιχειώδη.
Τα φτερά κλειστά και αυτή
η μεγάλη μύτη ράμφος. Ξαπλωμένη ή όρθια.
Αυτή είναι και η εικόνα που δίνει η Άλκη Ζέη στο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο»,
όταν μικρή εκείνη, την εποχή της Κατοχής ανοίγει την πόρτα και συναντά μια
γυναίκα: «ένα σκιάχτρο! Μια γυναίκα! Η
ασχημότερη ίσως γυναίκα που είχαμε δει. Ψηλή, ξερακιανή, με μια τεράστια μύτη,
θαρρείς και την είχε κολλήσει για να μασκαρευτεί. Φορούσε ένα χοντρό αντρικό
παλτό κι είχε κρεμασμένο στον ώμο της ένα τεράστιο ταγάρι χιλιοταλαιπωρημένο
που από μέσα περίσσευαν βελόνες του πλεξίματος.
-Τι χαζέψατε, μας λέει με μια φωνή βαριά, σχεδόν αντρική. Φωνάξτε τη μάνα σας, έφερα τ᾽ αυγά.» αυτή είναι η μαρτυρία της για την Μέλπω. Η φωνή βαριά σχεδόν αντρική – δεν ταιριάζει φυσικά με αυτήν όπως την έχω ακούσει στα επίκαιρα. Το παλτό βεβαίως μια σύμπτωση– με ένα παλτό την είχε δει Ιούλιο μήνα ο πατριώτης της ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, όταν είχε κατέβει στη Μύκονο, εκείνος ήταν μαθητής Γυμνασίου, γύρω στα 1970 που είχε εκείνη επιστρέψει στην Ελλάδα. Ένα παλτό με ένα λεκέ και ξηλωμένο λίγο το στρίφωμα. Αυτά στο διήγημά του «το λίκνο της Χρυσαλλίδας», και καταπίνει τον πόνο του γιατί δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Το παλτό πάντα, και στο «Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη» που μιλά για τους Γάλλους και τα παλτά που τα φορούν ακόμα και τον Ιούλιο – το θυμάται αυτό γιατί είναι η Εθνική τους Γιορτή – 14 Ιουλίου και λέει πως αυτοί δεν μαζεύουνε τα καλοκαιρινά και τα χειμωνιάτικα. Έχουν μια ντουλάπα με όλα τα ρούχα τους μαζί, «κοιτούν έξω τι καιρό κάνει και φορούν αναλόγως ό, τι χρειάζεται, ίσως και γούνα και παλτό τον Ιούλιο.»
-Τι χαζέψατε, μας λέει με μια φωνή βαριά, σχεδόν αντρική. Φωνάξτε τη μάνα σας, έφερα τ᾽ αυγά.» αυτή είναι η μαρτυρία της για την Μέλπω. Η φωνή βαριά σχεδόν αντρική – δεν ταιριάζει φυσικά με αυτήν όπως την έχω ακούσει στα επίκαιρα. Το παλτό βεβαίως μια σύμπτωση– με ένα παλτό την είχε δει Ιούλιο μήνα ο πατριώτης της ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, όταν είχε κατέβει στη Μύκονο, εκείνος ήταν μαθητής Γυμνασίου, γύρω στα 1970 που είχε εκείνη επιστρέψει στην Ελλάδα. Ένα παλτό με ένα λεκέ και ξηλωμένο λίγο το στρίφωμα. Αυτά στο διήγημά του «το λίκνο της Χρυσαλλίδας», και καταπίνει τον πόνο του γιατί δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Το παλτό πάντα, και στο «Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη» που μιλά για τους Γάλλους και τα παλτά που τα φορούν ακόμα και τον Ιούλιο – το θυμάται αυτό γιατί είναι η Εθνική τους Γιορτή – 14 Ιουλίου και λέει πως αυτοί δεν μαζεύουνε τα καλοκαιρινά και τα χειμωνιάτικα. Έχουν μια ντουλάπα με όλα τα ρούχα τους μαζί, «κοιτούν έξω τι καιρό κάνει και φορούν αναλόγως ό, τι χρειάζεται, ίσως και γούνα και παλτό τον Ιούλιο.»
Πώς το φέρνει η τύχη και η Μέλπω σύνδεσε την εικόνα της με ένα παλτό. Τι πιο
συγγραφικό, όπως το έχει πει κι ο Ντοστογιέφσκι, όλοι προερχόμαστε λέει από ένα
παλτό, το παλτό του Γκόγκολ.
Την
μπερδεύω τη Μέλπω με άλλη γυναίκα με
μορφή άγριου πουλιού, στο ίδιο βιβλίο, άσχημη και αυτή που χτυπά την πόρτα του
σπιτιού. Με μαύρα σγουρά μαλλιά με όμορφο χαμόγελο που στο ταγάρι της αντί για
βελόνες πλεξίματος έχει ένα φλάουτο. Και θα λες ότι σου κάνει μαθήματα
φλάουτου, λέει η μάνα της στην μικρή Άλκη.
Ενώ το ξέρω πως δεν είναι αυτή, έτσι θέλω να την σκέφτομαι. Με το φλάουτο: «Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι ασημένιο»
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό Οροπέδιο Τεύχος 15, καλοκαίρι 2015, Σελίδες για τη Μέλπω Αξιώτη
Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό Οροπέδιο Τεύχος 15, καλοκαίρι 2015, Σελίδες για τη Μέλπω Αξιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου