Της ανάγνωσης
Κάποια βιβλία είναι σαν σπίτια που με καλούν να τα κατοικήσω. Να μπαίνω με την πρώτη ανάγνωση με δέος ακούγοντας τα σανίδια της σκάλας να τρίζουν στο βήμα μου, να ανοίγω τις πόρτες στα ξένα δωμάτια, να κοιτώ στους τοίχους, μέχρι και τα βαθουλώματα στο κρεβάτι να μπορώ να αγγίξω από αυτόν που κοιμήθηκε, μια ζέστη από την επαφή με το σώμα του που άφησε στα σεντόνια.
Να βρίσκω μόνη μου τα μυστικά περάσματα, να μαζεύω τα φύλλα από το δάσος που έφερε μέσα ο αέρας, τη μυρωδιά από τα βρύα και την υγρασία – κάποτε και το θαλασσινό αέρα ακούω όταν το σπίτι είναι χτισμένο στις ακτές της Ιρλανδίας – μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά να εκλιπαρεί έξω από ένα πύργο – σαν το τραγούδι της Κυράς του Ωγκριμ που ακούει εκείνος πίσω από τη σκάλα στους Δουβλινέζους του Τζέημς Τζόυς…Ιστορίες έκθετων παιδιών, δάκρυα, θάνατος, έρωτας πόνος, όλα ανεξιλέωτα να σωριάζονται σαν πέτρες πάνω μου στην πρώτη ανάγνωση. Ξανά και ξανά να πρέπει να περάσω το δάχτυλό μου στη σκόνη, μια γραμμή στα σκεπασμένα έπιπλα, στους θολούς καθρέφτες – πού να τολμήσω να αντικρύσω εκεί αυτούς που με κοιτούν από μέσα.
Εξω τα χωράφια απλώνονται άλλα πράσινα, άλλα οργωμένα, όσο φτάνει το μάτι μου. Παρακολουθώ το υνί να βυθίζεται στο χώμα, σβώλους υγρούς να σκορπίζονται στη διαδρομή, χορταράκια, ζωύφια να χάνουν τις φωλιές τους, αισθάνομαι τις εγχαράξεις εντός, σαν να ανακατεύεται το μέσα με το έξω, φωλιές συγκινήσεων από το παρελθόν, άγνωστα κελαηδήματα, αόρατοι κοκκινολαίμηδες που ήρθαν κάποτε στο παράθυρο των ενοίκων και μια τριανταφυλλιά μια μικρή τρελή που είδα κάποτε στο δρόμο να έχει φυτρώσει στον κήπο και να απλώνει κλαδιά στο σπασμένο τζάμι, να θέλει να μπει.
Γυρίζω τις σελίδες, πάλι και πάλι – εδώ να μείνεις, μείνε ακόμα, ακούω – μια φωνή που γνέφει από βαθιά.. οι ρυτίδες της ξένης ψυχής στο πρόσωπο, οι φλέβες οι χτύποι της καρδιάς, φαντάσματα – μια χώρα των λωτοφάγων είναι κάθε βιβλίο.
Να μείνεις, να μείνεις…
Αρχίζω την ανάγνωση από την αρχή, έχει μπει φως, βλέπω τις ραφές. Τις λάμψεις στο χειρουργικό τραπέζι, τις νεκρές ψυχές που έρχονται να σε φτιάξουν Φρανκεστάιν.
Θα μείνω φυσικά, θα μείνω κι άλλο. Δεν έχω πού αλλού να πάω.
Αγαπημένε μου συγγραφέα, υποκριτή, όμοιέ μου, αδελφέ μου.
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Δημοσιεύτηκε στο facebook, στις 4 Οκτωβρίου 2014
Εικόνα: Michele Meisster “Black Thoughts”
Κάποια βιβλία είναι σαν σπίτια που με καλούν να τα κατοικήσω. Να μπαίνω με την πρώτη ανάγνωση με δέος ακούγοντας τα σανίδια της σκάλας να τρίζουν στο βήμα μου, να ανοίγω τις πόρτες στα ξένα δωμάτια, να κοιτώ στους τοίχους, μέχρι και τα βαθουλώματα στο κρεβάτι να μπορώ να αγγίξω από αυτόν που κοιμήθηκε, μια ζέστη από την επαφή με το σώμα του που άφησε στα σεντόνια.
Να βρίσκω μόνη μου τα μυστικά περάσματα, να μαζεύω τα φύλλα από το δάσος που έφερε μέσα ο αέρας, τη μυρωδιά από τα βρύα και την υγρασία – κάποτε και το θαλασσινό αέρα ακούω όταν το σπίτι είναι χτισμένο στις ακτές της Ιρλανδίας – μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά να εκλιπαρεί έξω από ένα πύργο – σαν το τραγούδι της Κυράς του Ωγκριμ που ακούει εκείνος πίσω από τη σκάλα στους Δουβλινέζους του Τζέημς Τζόυς…Ιστορίες έκθετων παιδιών, δάκρυα, θάνατος, έρωτας πόνος, όλα ανεξιλέωτα να σωριάζονται σαν πέτρες πάνω μου στην πρώτη ανάγνωση. Ξανά και ξανά να πρέπει να περάσω το δάχτυλό μου στη σκόνη, μια γραμμή στα σκεπασμένα έπιπλα, στους θολούς καθρέφτες – πού να τολμήσω να αντικρύσω εκεί αυτούς που με κοιτούν από μέσα.
Εξω τα χωράφια απλώνονται άλλα πράσινα, άλλα οργωμένα, όσο φτάνει το μάτι μου. Παρακολουθώ το υνί να βυθίζεται στο χώμα, σβώλους υγρούς να σκορπίζονται στη διαδρομή, χορταράκια, ζωύφια να χάνουν τις φωλιές τους, αισθάνομαι τις εγχαράξεις εντός, σαν να ανακατεύεται το μέσα με το έξω, φωλιές συγκινήσεων από το παρελθόν, άγνωστα κελαηδήματα, αόρατοι κοκκινολαίμηδες που ήρθαν κάποτε στο παράθυρο των ενοίκων και μια τριανταφυλλιά μια μικρή τρελή που είδα κάποτε στο δρόμο να έχει φυτρώσει στον κήπο και να απλώνει κλαδιά στο σπασμένο τζάμι, να θέλει να μπει.
Γυρίζω τις σελίδες, πάλι και πάλι – εδώ να μείνεις, μείνε ακόμα, ακούω – μια φωνή που γνέφει από βαθιά.. οι ρυτίδες της ξένης ψυχής στο πρόσωπο, οι φλέβες οι χτύποι της καρδιάς, φαντάσματα – μια χώρα των λωτοφάγων είναι κάθε βιβλίο.
Να μείνεις, να μείνεις…
Αρχίζω την ανάγνωση από την αρχή, έχει μπει φως, βλέπω τις ραφές. Τις λάμψεις στο χειρουργικό τραπέζι, τις νεκρές ψυχές που έρχονται να σε φτιάξουν Φρανκεστάιν.
Θα μείνω φυσικά, θα μείνω κι άλλο. Δεν έχω πού αλλού να πάω.
Αγαπημένε μου συγγραφέα, υποκριτή, όμοιέ μου, αδελφέ μου.
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Δημοσιεύτηκε στο facebook, στις 4 Οκτωβρίου 2014
Εικόνα: Michele Meisster “Black Thoughts”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου