Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Παπαδιαμάντης νεωτερικός: Την Πρωτομαγιά φυτρώνουν επιστολές στους κήπους (Ο κήπος είναι βιβλίον)




Ποιος δεν θυμάται τον αινιγματικό κήπο του Μπαρμπα Γιαννιού στην Μαυρομαντηλού. Μπορεί να ήταν κήπος, μπορεί και να μην ήταν. Μεταξύ ουρανού και θαλάσσης, αινιγματικός, με τις γραμμές τις οργωμένες, τις αράδες της γραφής, τα σήματα λυγρά που ο Μπαρμπα Γιαννιός δάβαζε ή τον διάβαζαν  σε εκείνο το διήγημα. Ας αφήσουμε όμως την εσαεί αναζήτηση αυτού του κήπου προς το παρόν – «Να ποιος ήταν ο κήπος του Μπαρμπα Γιαννιού: με την ανάγνωση του Παπαδιαμάντηεξανθρωπίζομαι»  – και ας σταθούμε σε εκείνη τη φράση «ο κήπος ήτο βιβλίον» που γράφει ο Παπαδιαμάντης και την ιδέα του κηπουρού που σκύβει επίπονα και καλλιεργεί – και γράφει – και ας την χαρούμε για μια φορά, όχι μόνο ως μεταφορά, αλλά ως κυριολεξία.
Ο κήπος είναι βιβλίον – πρβλ. «Η βοή της γραμμένης αράδας στο χωράφι» γιατί τον διαβάζεις και σε διαβάζει, ο κήπος είναι βιβλίον γιατί όταν τον παρατηρείς προσεκτικά σε ανταμείβει με κείμενα και με επιστολές.
Αυτό συνέβη στην όμορφη Ματή στο διήγημα «Θέρος – Έρος» μια θεσπέσια Πρωτομαγιά, όταν συνοδευόμενη από τη γριά ψυχοκόρη Φωτεινή ξεκινά  την περιδιάβαση στους κήπους. Θα κάνουμε πως δεν βλέπουμε τον αισθησιασμό του διηγήματος, το ξύπνημα της φύσης, τόσο έντονο και βίαιο που κάνει και τον σαλό βοσκό τον Αγρίμη να συνειδητοποιήσει ότι είναι «άρρην» και να προσπαθήσει να την κάνει να τον ακολουθήσει και στο τέλος να αποπειραθεί την βιάσει, και να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα παράξενο άνθος του κήπου. Εκεί όπως δίπλα στα σκο- ρόδα – να αναζητάμε  και στα οπωρικά την ομορφιά; - υπάρχει ένα κηπάκι με φυτεμένες πικρές αγκινάρες. Πρέπει να τις ξεφυλλίσεις -  φύλλο φύλλο για να τις φας – τετράδια του κήπου, μαυρίζουν τα δάχτυλά σου, πικραίνεσαι καμιά φορά, αυτή είναι η αιτία που απαγορεύεται στα παιδιά του διηγήματος, τα αδέλφια της να κόψουν και τις φάνε μόνα τους: "
ἐμελέτα νὰ φάγῃ κρυφὰ ἀπὸ τὴν Φωτεινήν, ἥτις θὰ τὸν ἐμάλωνε, φοβουμένη μὴ ἦτο πολὺ πικρά, καὶ φαρμακωθῇ τὸ παιδίον."   Πόσο θυμίζει ο απαγορευμένος καρπός του κήπου, οι αγκινάρες, τον γηραιό καλόγερο Χόρχε στο όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, που ξεφυλλίζει με μαυρισμένα δάχτυλα την χαμένη πραγματεία περί γέλιου του Αριστοτέλη. Αν το κάνεις θα σε πάρουν είδηση από τα  δάχτυλά σου που θα μαυρίσουν. Και οι δυο συγγραφείς αναφέρονται στο ίδιο βιβλίο, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, που τρώγεται, που είναι πικρό όταν το καταπίνεις. Φάρμακον. Όπως το κείμενο του Ντεριντά. Και εκεί ανάμεσα ο πιο απαγορευμένος από όλους τους καρπούς, το επιστόλιον. Αντί να κόψει αγκινάραν (ο μικρός αδελφός)  «εύρε λευκόν χαρτίον,  κείμενον…» – εύρε κ ε ί μ ε  ν ο ν δηλαδή στον κήπο, επί «κομψού κοκκινωπού χάρτου γραμμένον. 


Η επιστολή του Έρωτα, έτσι αποκαλεί τον νεαρό Κωστή η γραία Φωτεινή, αυτόν που έχει ερωτοκτυπηθεί με την κόρη της αφεντικίνας της, και που σε πολλά μοιάζει – χωρίς να ταυτίζεται απολύτως με τον Παπαδιαμάντη. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, γύρισε στο νησί για μερικά χρόνια, πήρε τέλος το απολυτήριο του Γυμνασίο γενειοφόρος. Όπως και ο Μαθιός στη Νοσταλγό, όπως ο Παπαδιαμάντης άλλωστε γνωρίζουμε γιατί είχε μια διαφωνία με ένα καθηγητή του.
Για το σκανδαλιστικό θέμα των ερωτικών επιστολών που βρίσκονται στα χέρια των μικρών αγοριών έχει ξαναγράψει ο Παπαδιαμάντης στον Σημαδιακό – πρβλ. «τααγόρια μεταξύ τους: η παιδική του περιέργεια περί τα ερωτικά δεν ανεπαύετο» – όπου συζητούν και υποθέτουν τι θα μπορούσε να περιέχει η επιστολή προς το Μπραϊνάκι. Οι δυο ξάδελφοι σε εκείνο το διήγημα, ο Αλέκος και ο Σωτήρος,  συνθέτουν οι ίδιοι την επιστολή εκείνη, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τον Σκανδαλώδη Έρωτα και την Φιλομειδή Αφροδίτην, τα δύο συλλογάς του Γαλατά. Δεν χρειάζεται να την ανοίξουν. Μπορούν μόνοι τους να φανταστούν τι γράφει:
«―Ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ τί θὰ γράφῃ. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου» καὶ ὕστερα θὰ ἔχῃ κάτι στίχους ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ σοῦ εἶπα: «Εἶσαι καρπὸς τοῦ ἔρωτος, παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης», ἢ «Ἔχεις ἀνάστημα μικρόν, ἀλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ὡς ἄρωμα πολύτιμον εἰς πάγχρυσον φιάλην» καὶ ὕστερα θὰ λέγῃ, «Ἀπὸ τὰ μπεντένια πέφτω, πέφτω γιὰ νὰ σκοτωθῶ, κ᾽ ἡ ἀγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον γιὰ τὸν Θεό!». Αὐτὰ θὰ γράφῃ.»

Εδώ, στο Θέρος - Έρος ο συντάκτης της επιστολής, δεν πρέπει να την έχει διανθίσει με εκφράσεις από τέτοια αναγνώσματα.  Το κείμενο το πεζογραφικό είναι βιωματικό, εξομολογητικό, απελπισμένο. Αναφέρεται σε ένα σφίξιμο του χεριού - ανεπίτρεπτο όπως υποψιάζεται η αναγνώστρια της επιστολής υπονοούμενο -  μια σκηνή όπου συγκινημένος και ενθουσιασμένος είχε σφίξει το χέρι της θείας της αντί της ανεψιάς.

Έχουμε την τύχη να διαβάσουμε ολόκληρη την επιστολή, που περιέχει ένα λυρικό μέρος με στίχους  – που άρεσε και αγαπήθηκε όπως φαίνεται από τους μετέπειτα αναγνώστες του διηγήματος και μελοποιήθηκαν αποσπάσματά της – εικόνα αχειροποίητη, τα μάτια τα ψιχαλιστά. Μνημειώθηκε ένα υπερβολικά λυρικό κείμενο, που ο Παπαδιαμάντης αποκαλεί «σύρραμα», αποδίδοντας την πατρότητα σε άλλον στιχοπλόκον, με τον ίδιον τρόπον που είχε συνταχθεί ίσως και η επιστολή του Σημαδιακού. Η τέχνη του «Έρωτα» δεν εξαντελείται όμως μόνον στην επιστολογραφία, την γοητεία, στη γενναιότητα, στην συρραφή. Είναι όλα μαζί, είναι και η συγκυρία, η τύχη, η επιμονή, τα λόγια της μάγισσας τον έκαναν να βρίσκεται κοντά της, έφεραν ώστε να ορμήσει και να την σώσει από τα χέρια του επίδοξου βιαστή, του Αγρίμη – του σαλού και μογιλάλου βοσκού που την ήθελε δική του.

Το «σύρραμα» μπορεί να είναι βεβαίως και η υπογραφή του Παπαδιαμάντη, στο ποίημα. Εφόσον «συρράπτης επιφυλλίδων» ήταν και ο ίδιος. «Πιθανόν όμως να ήσαν συγκολλημένοι και παραποιημένοι αλλαχόθεν», πιθανόν να θέλει να κρυφτεί ταπεινά, να μην θέλει να εκθέσει τα «βρυχώντα αισθήματα» που έχει εκθέσει αλλού.


Ιδού λοιπόν η επιστολή:

Ὦ Ματούλα, Ματούλα μου, ποὺ μοῦ μάτωσες τὴν καρδούλα μου, μοῦ εἶπεν ἡ μάγισσα ὅτι τρέχεις κίνδυνον, καὶ ἀπεφάσισα νὰ σὲ φυλάγω ἀπὸ πλησίον, ὅπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα διὰ σὲ ἀπὸ μακράν». Ἂν τὸ εὕρῃς, Ματούλα μου, τὸ γράμμα, καλά, μὴ θυμώνῃς πολύ, ἀρκεῖ ὅτι δὲν ἐλπίζω ποτέ, ἀλλοίμονον! νὰ σὲ ἀπολαύσω». Ἐὰν τὸ εὕρῃ ἡ Φωτεινή, Ματούλα μου, εἰπέ της, ἂν δὲν θέλῃς νὰ ψευσθῇς λέγουσα ὅτι δὲν εἶναι ἰδικόν μου, εἰπέ της τὴν ἀλήθειαν, ὅτι σὺ δὲν μὲ ἀγαπᾷς, καὶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι παράτολμος, αὐθάδης καὶ ἄθλιος.»

Εἰκόν᾽ ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά μου σ᾽ εἶχα,
κ᾽ εἶχα γιὰ μόνο φυλαχτὸ…


Εἰκόν᾽ ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά μου σ᾽ εἶχα,
κ᾽ εἶχα γιὰ μόνο φυλαχτὸ μιὰ τῆς κορφῆς σου τρίχα.

Ὀνείρατα στὸν ὕπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σὰν περιστέρι στὴ σπηλιὰ μ᾽ ἐτάραξαν γιὰ σένα.

Κίνδυνο, μαῦρο σύννεφο, οἱ μάγισσες μοῦ λένε·
τ᾽ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαδοῦν μοῦ φαίνονται νὰ κλαῖνε.

Νὰ σὲ χαρῇ κ᾽ ἡ ἄνοιξη μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ὁπού ᾽ναι σὰν ἀμέτρητα ζωγραφιστὰ τραγούδια(!)

Σὺ στὸ σκολειὸ δὲν ἔμαθες νὰ γράφῃς ραβασάκια·
στὰ χείλη σου τὰ ρόδινα ποῦ τά ᾽βρες τὰ φαρμάκια;

Στὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ πὄχ᾽ ἔρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.

Τὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ γύρνα σ᾽ ἐμέ, πουλί μου,
ἀγάπη μου περήφανη, ἀγάπη διαλεχτή μου.

Κι αὐτὸ τὸ μορφοδούλικο, τὸ τιμημένο χέρι,
ἂν ἔσφιξε ἢ τό ᾽σφιξαν ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.

Τὴ χάρη σου τὴ σπλαχνικὴ μὴ μ᾽ ἀρνηστῇς, ἀρνί μου,
ἀγάπη μου αἰώνια, ἀγάπη μου στερνή μου.


Η επιστολή επιτελεί τον προορισμό της. Αυτό το ξέρουμε πολύ πριν συγκατατεθεί η Ματή στον γάμο με τον Κωστή, «καλύτερ᾽ αὐτός, παρὰ ἄλλος», λέει στους δικούς της που την ρωτούν αν θα δεχόταν να τον πάρει, αφού την ζήτησε σε γάμο, ως σωτήρας μετά τον βιασμό. Το ξέρουμε γιατί  - να θυμηθούμε τον Φαίδρο και την επιστολήν που κρύβει στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο «υπό την χλαίνα» - τον συμβολικό γάμο με τον εραστή κάτω από τα ρούχα που υποδεικνύει ο Ντεριντά στο Πλάτωνος Φαρμακεία, ή τόσους και τόσους εραστές που έχει υποκαταστήσει μια επιστολή – θα κοιμηθώ με το γράμμα σου γράφει η Μαρίνα Τσβετάγεβα στα γράμματα στον Ελικώνα

Έτσι και η Ματή, κρύβει την επιστολή – «
ἔσπευσε νὰ κρύψῃ τὸ γράμμα εἰς τὸν κόλπον της», μια ανταπόκριση, καθρέφτισμα στο κάλεσμα του εραστή – εικόνα αχειροποίητη μεσ’ την καρδιά μου σ’ είχα…



Εικόνες:
Το Πνεύμα της Επιστολής, Paul Klee
Ο Ιωάννης δέχεται και τρώει το ιερό βιβλίο, Προραφαραηλιτης άγνωστος δημιουργός
Γυναίκα με αγκινάρα, Πάμπλο Πικάσο