Βρέθηκα χτες το βράδυ να διαβάζω ένα μεταθανάτιο διήγημα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη. Έτσι το βρήκα κάπου να ονομάζεται, μια και το 1925 η ημερομηνία
δημοσίευσης, το κάνει να φαίνεται ως να εγράφη πέραν του τάφου. Πες το ψέματα μα είναι μια
παρηγοριά να ανακαλύπτονται και άλλα και άλλα διηγήματά του, μετά που πέθανε,
σαν να έχει κάνει και αυτός μια συμφωνία με τον αναγνώστη του όπως ο
Σατωβριάνδος να συνεχίσει να συρράπτει ιστορίες και πέραν του τάφου.
Ήταν αργά που το διάβασα, μια μέρα δύσκολη και αυτό λειτουργούσε – με το μυστηριώδη του τίτλο σαν παρηγοριά. «Φλώρα ή Λάβρα» τα δυο ονόματα στον τίτλο μαζί. Τα είχα αποφύγει σε μια πρώτη ανάγνωση, τα φοβήθηκα κάποτε αλλά τα θυμόμουν όταν περιδιάβαινα στο νησί Τσαγκριάς απέναντι, διαβάζοντας το Βαρδιάνος στα Σπόρκα[1] είχα βρει μια αναφορά στο εκκλησάκι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, δυο δίδυμοι Άγιοι που ο συναξαριστής αναφέρει ως λιθοξόους, οι οποίοι μαρτύρησαν σε ένα πηγάδι για να μην αλλάξουν την πίστη τους.
Τα δυο ονόματα του ζεύγους των διδύμων Αγίων, ένα αίνιγμα βεβαίως για την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ τους, κλειστό ζευγάρι ωστόσο για τους έξω, σιωπηλό, όπως συμβαίνει συνήθως στους διδύμους.
Ήταν αργά που το διάβασα, μια μέρα δύσκολη και αυτό λειτουργούσε – με το μυστηριώδη του τίτλο σαν παρηγοριά. «Φλώρα ή Λάβρα» τα δυο ονόματα στον τίτλο μαζί. Τα είχα αποφύγει σε μια πρώτη ανάγνωση, τα φοβήθηκα κάποτε αλλά τα θυμόμουν όταν περιδιάβαινα στο νησί Τσαγκριάς απέναντι, διαβάζοντας το Βαρδιάνος στα Σπόρκα[1] είχα βρει μια αναφορά στο εκκλησάκι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, δυο δίδυμοι Άγιοι που ο συναξαριστής αναφέρει ως λιθοξόους, οι οποίοι μαρτύρησαν σε ένα πηγάδι για να μην αλλάξουν την πίστη τους.
Τα δυο ονόματα του ζεύγους των διδύμων Αγίων, ένα αίνιγμα βεβαίως για την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ τους, κλειστό ζευγάρι ωστόσο για τους έξω, σιωπηλό, όπως συμβαίνει συνήθως στους διδύμους.
Κάτω από την σκιά λοιπόν αυτής της συσχέτισης, άρχισα να διαβάζω το διήγημα χτες βράδυ. Βρισκόμουν σε κάποια ψυχολογική φόρτιση, μια πικρία από τα παρόντα της ζωής μου και που όπως συνηθίζεται, και ποιος δεν το κάνει – τελευταία διάβαζα τον Γιώργο Ιωάννου που στα ζόρια μιας ξενιτιάς του κατέφευγε και αυτός στον Σκιαθίτη.
Έτσι λοιπόν, δεν εξεπλάγην στην αρχή που μίλησε για την αλληγορία όλης της ζωής του. Κι εγώ αλληγορία έψαχνα να βρω μια και μετά κάθε ματαίωση, μοιράζεται η τράπουλα ξανά, η εσωτερική εννοώ, και ο κόσμος αποκτά μια δεύτερη ευκαιρία. Αλληγορία όλης της ζωής του είχε διαπιστώσει και στα Δαιμόνια στο ρέμα, εκεί που είχε παρασυρθεί και έχασε τον δρόμο ακολουθώντας τις διακλαδώσεις ενός ρέματος και είπε τότε το είχε χαθεί δι΄εμέ η ευθεία οδός του Δάντη:
”Ὅταν ἐνθυμοῦμαι τώρα τὸ συμβὰν ἐκεῖνο τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας, μοῦ φαίνεται ὡς νὰ ἦτο ἀλληγορία ὅλης τῆς ζωῆς μου.
Chè la dirrita via era smarrita.
Ἀνέβαινα καὶ ἀνέβαινα τὸ ρεῦμα, καὶ
ὁλονὲν ἐχανόμην. Δὲν ἐπανεύρισκα, ὄχι, τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν ἔχανα.
Ὤ, ναί, εἶχε χαθῆ δι᾽ ἐμὲ ἡ εὐθεῖα ὁδός. La dirrita via era smarrita.”
Έτσι λοιπόν έσκυψα προσεκτικά, όχι πως είναι εύκολο, να διακρίνω την
αλληγορία της ζωής του αφηγητή στο περπάτημα άμμο – άμμο όπως λέει στην αρχή,
βουλιάζοντας τα πόδια του στη δροσιά και μετά στην πιο χοντρή και ξερή άμμο
μέχρι που έφτασε να αναζητά τα ίχνη από εκείνα τα ρέματα και τα ποτάμια που
είχαν χαθεί πια μια και είχε ξεραθεί ολοσχερώς το ποτάμι που κατέληγε στην
αμμουδιά, κάποτε πλούσιο γάργαρο και δροσερό.
Ποιος ξέρει σε ποιο σημείο να ήταν η αλληγορία. Στην άμμο, στο ποτάμι που χάθηκε, στη μοναξιά που ένιωθε μοναχικός περιπατητής – σε εκείνη τη μεγάλη Αμμουδιά, ανατολικά του λόφου του κοιμητηρίου «καὶ τὸ κοιμητήριον ἐπὶ τῆς ἐντεῦθεν ἀποκρήμνου ἀκτῆς, ὄπισθεν τῆς δυσμικῆς ἐσχατιᾶς ταύτης. Ὤ, κοιμητήριον! Ἀπὸ ὅλας τὰς τόσας σκοπιὰς καὶ περιωπὰς τὰς ὑπερκειμένας τῆς θαλάσσης, σὺ μόνον βλέπεις μὲ ἀπτόητον διαυγὲς ὄμμα τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα καὶ δὲν τὰ λέγεις!»
Τα μνημούρια και ο λόφος τους και αυτά που βλέπουν θέατρο τόσων διηγημάτων και τόσων ιστοριών…
Ποιος ξέρει σε ποιο σημείο να ήταν η αλληγορία. Στην άμμο, στο ποτάμι που χάθηκε, στη μοναξιά που ένιωθε μοναχικός περιπατητής – σε εκείνη τη μεγάλη Αμμουδιά, ανατολικά του λόφου του κοιμητηρίου «καὶ τὸ κοιμητήριον ἐπὶ τῆς ἐντεῦθεν ἀποκρήμνου ἀκτῆς, ὄπισθεν τῆς δυσμικῆς ἐσχατιᾶς ταύτης. Ὤ, κοιμητήριον! Ἀπὸ ὅλας τὰς τόσας σκοπιὰς καὶ περιωπὰς τὰς ὑπερκειμένας τῆς θαλάσσης, σὺ μόνον βλέπεις μὲ ἀπτόητον διαυγὲς ὄμμα τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα καὶ δὲν τὰ λέγεις!»
Τα μνημούρια και ο λόφος τους και αυτά που βλέπουν θέατρο τόσων διηγημάτων και τόσων ιστοριών…
Η μοναξιά του, η διαφορά του από όλους τους άλλους –
βεβαίως ήταν μια αλληγορία – ήταν εκείνος ο ίδιος ο Αταίριαστος, ο
διαφορετικός, ο Σημαδιακός [2]–
την ίδια πικρία εκφράζει με τόσους τρόπους – από τότε που σαν παιδί υπέφερε από
την άστοργο και ασυμπαθή όπως χαρακτηρίζει συντροφιά των άλλων παιδιών.
Εκεί λοιπόν στην Μεγάλη Αμμουδιά, υπάρχει ένα σπιτάκι λευκό, σαν όνειρο, ένας επίγειος καταπράσινος παράδεισος που τον έλεγαν «του βασιλιά το σπίτι» και όπου κατοικούσε κάποιος ξένος, Στερεοελλαδίτης προφανώς μια και ήταν φουστανελλοφόρος. Τον έλεγαν ο βασιλιάς – ποιος ξέρει; «Ἀλλ᾿ ἀγνοῶ ἂν τὸ κτῆμα ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἢ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ κτῆμα.»
Μια παρένθεση ακόμα πριν φτάσουμε στην φασματική
εμφάνιση, της μοίρας, του οράματος. Είναι τα μάγια που ξεβράζει η θάλασσα. Εκεί
που είχε φτάσει από ότι φαίνεται και το πτώμα του Κωνσταντή, του Νεκρού
Ταξιδιώτη, εκεί που ξεβράζει η θάλασσα πανάκια και γιαλόξυλα και μάγια.
Τα μάγια, που ο ίδιος βρέχει επτά φορές το χέρι του για να τα πιάσει, ένα τόπι εικόνα της ανθρώπινης καρδιάς που κάποιος – μια κοπέλα προφανώς – επιθυμεί να δέσει:
Τα μάγια, που ο ίδιος βρέχει επτά φορές το χέρι του για να τα πιάσει, ένα τόπι εικόνα της ανθρώπινης καρδιάς που κάποιος – μια κοπέλα προφανώς – επιθυμεί να δέσει:
«Ἦτον εἶδος τόπι, σφαῖρα ἀπὸ ὕφασμα πυκνὸν καὶ σφιχτόν. Περιεῖχε πανὶ καὶ
κλωστήν, καὶ πάλιν πανὶ καὶ παραμέσα πάλιν ἄλλο πανὶ καὶ κλωστήν ― ὅμοια μὲ τὰ
κυτία ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα παρουσιάζει εἰς τοὺς χάσκοντας θεατὰς ὁ θαυματοποιός,
κυτία μικρά, καὶ κυτία μικρότερα ἀλλεπάλληλα ἐπ᾿ ἄπειρον. Τί εἴδους φίλτρα νὰ
ἐσήμαινεν ἆρα τοῦτο;»
Εικόνα της ανθρώπινης καρδιάς που είναι βιβλίο και γράφει και θυμάται – πλατωνική εικόνα – τόσο σχετική με τις παραδόσεις τις μνημονοτεχνικής. Να θυμηθούμε – πόσο τυχαίο να είναι άραγε; - τις αγκινάρες, ο καρπός που σφιχτά κρατάει τα φύλλα του και μαυρίζει τα δάχτυλα αυτού που την καθαρίζει. Το απαγορευμένο οπωρικό – το απαγορευμένο βιβλίο – που εκεί ανάμεσό τους βρίσκουν τα παιδιά το κοκκινωπό επιστόλιο του αγαπητικού στο Θέρος - Έρος[3]. Και εξηγεί:
Εικόνα της ανθρώπινης καρδιάς που είναι βιβλίο και γράφει και θυμάται – πλατωνική εικόνα – τόσο σχετική με τις παραδόσεις τις μνημονοτεχνικής. Να θυμηθούμε – πόσο τυχαίο να είναι άραγε; - τις αγκινάρες, ο καρπός που σφιχτά κρατάει τα φύλλα του και μαυρίζει τα δάχτυλα αυτού που την καθαρίζει. Το απαγορευμένο οπωρικό – το απαγορευμένο βιβλίο – που εκεί ανάμεσό τους βρίσκουν τα παιδιά το κοκκινωπό επιστόλιο του αγαπητικού στο Θέρος - Έρος[3]. Και εξηγεί:
«Ἴσως τὰ φυλλοκάρδια, τὰ μύχια τοῦ ἐραστοῦ, ἐννόει νὰ τὰ δέσῃ ἡ κόρη, ὡς μὲ
πανὶ καὶ κλωστήν, μὲ μόνον τ᾿ ὄνομα καὶ τὴν ἐνθύμησίν της ἐπ᾿ ἄπειρον. Καὶ ἡ
κόρη, ἥτις ἐκατῴκει βέβαια εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου ἐκείνου πρὸς ἀνατολάς, εἰς
τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, εἶχε ρίψει τὸ περίαπτον εἰς τὴν θάλασσαν διὰ νὰ τὴν
μαγεύσῃ ― ἢ μᾶλλον μὲ τὴν ἐντολὴν ὅπως τὸ μεταβιβάσῃ αὕτη εἰς τὸν νέον τῶν
ὀνείρων της, θαλασσινόν, ἀρμενίζοντα εἰς τὰ πικρὰ κύματα. Καὶ ἡ θάλασσα,
ἄτρωτος εἰς τὰ μάγια, καὶ μὴ θέλουσα νὰ ἐπαγγέλλεται τὴν προμνήστριαν, τὸ
ἐξέρασε μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα περιττὰ πράγματα, καὶ τὸ παρέπεμψεν εἰς τὴν χονδρὴν ἄμμον.»
Επιστρέφουμε λοιπόν στο σπίτι του βασιλιά, την λευκότητα μέσα στον επίγειο
παράδεισο, τον βασιλιά που σχετίζεται με τη γη του, μια αρχετυπική εικόνα που
παραπέμπει ίσως στον δυτικό μύθο του Γκράαλ, και αν όχι τουλάχιστον στο
στοιχείο του όπου ο βασιλιάς συνδέεται με τη γη του. Όταν νοσεί ο βασιλιάς,
νοσεί και η γη. Δεν είναι βέβαιον ότι
Παπαδιαμάντης θέλει να παραπέμψει εκεί. Η ύπαρξη του φουστανελλοφόρου, του
λευκοφορούντος είναι ένα πραγματολογικό στοιχείο, μια ανάμνηση και ας μην μας
παρασύρει στην ανάγνωση – μια και το στοιχειό του τόπου από ότι φαίνεται είναι
θηλυκό. Το στοίχειωμα του σπιτιού από την κοπέλα που περιμένει, στο Άνθος του
Γιαλού[4]
εκεί που το βασιλόπουλο φεύγει και ο θάνατος ή η φυλακή τον εμποδίζουν να
τηρήσει την υπόσχεσή του είναι πιο κοντά στην περιγραφή του μαυρισμένου
ερειπίου. Θυμίζει στοίχειωμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο λυρικό δοκίμιό του «Φλώρα ή Λάβρα» εκεί παραπέμπει και ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, με το εκτεταμένο παράθεμα από το Άνθος του Γιαλού. Χωρίς άλλη εξήγηση ή σύνδεση πείθει τον αναγνώστη να ψάξει και να νιώσει το στοίχειωμα του τόπου και να προσέξει το ένδυμα που θα φορέσει για να εισέλθει στον ονειρικό τόπο του Παπαδιαμάντη.
Εκεί περιπλανιόμουν κι εγώ χτες βράδυ. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου φανταζόμουν αυτήν την μορφή την μαυροντυμένη, με την μαύρη μαντήλα και την ανασηκωμένη χωριάτικη ποδιά – αχ αυτή η ποδιά της χωριατοπούλας που χωράει όλον τον κόσμο - που η ίδια είναι όλος ο κόσμος, η πόλη του, το νησί του. Ετσι αρχίζει στο Άγια και πεθαμένα την περιγραφή του λόφου όπου βρίσκεται η εσχατιά της πολίχνης. Απλωμένη σαν ανασηκωμένη ποδιά χωριατοπούλας.
Την θυμάται λοιπόν πριν τριάντα χρόνια αυτήν την γριά όταν εκείνος ήταν νέος, και ήταν γριά. Την βλέπει και τώρα και είναι γριά.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο λυρικό δοκίμιό του «Φλώρα ή Λάβρα» εκεί παραπέμπει και ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, με το εκτεταμένο παράθεμα από το Άνθος του Γιαλού. Χωρίς άλλη εξήγηση ή σύνδεση πείθει τον αναγνώστη να ψάξει και να νιώσει το στοίχειωμα του τόπου και να προσέξει το ένδυμα που θα φορέσει για να εισέλθει στον ονειρικό τόπο του Παπαδιαμάντη.
Εκεί περιπλανιόμουν κι εγώ χτες βράδυ. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου φανταζόμουν αυτήν την μορφή την μαυροντυμένη, με την μαύρη μαντήλα και την ανασηκωμένη χωριάτικη ποδιά – αχ αυτή η ποδιά της χωριατοπούλας που χωράει όλον τον κόσμο - που η ίδια είναι όλος ο κόσμος, η πόλη του, το νησί του. Ετσι αρχίζει στο Άγια και πεθαμένα την περιγραφή του λόφου όπου βρίσκεται η εσχατιά της πολίχνης. Απλωμένη σαν ανασηκωμένη ποδιά χωριατοπούλας.
Την θυμάται λοιπόν πριν τριάντα χρόνια αυτήν την γριά όταν εκείνος ήταν νέος, και ήταν γριά. Την βλέπει και τώρα και είναι γριά.
Και μετά ο διάλογος μεταξύ τους:
«― Βρίσκεσαι ἀκόμη, γρια-Φλώρα; τῆς εἶπα
ὡς ἐν ἐκστάσει.»
Είναι δηλαδή ζωντανή; Πώς βρέθηκε εκεί. Μου θυμίζει την ερώτηση που αυτή
την φορά απευθύνει σε εκείνον η εξαδέλφη Μαχούλα στο διήγημα στην Αγία
Αναστασιά εκεί που αυτός περιπλανάται έξω στο κτήμα με τις ελιές και αυτή τον
συναντά και έκπληκτη ρωτά: «Πού σ’ αυτόν τον κόσμο ξάδελφε;»
Και η απάντηση της Μοίρας, της γραίας, του στοιχειού του τόπου:
«― Δὲν μὲ λένε πλέον Φλώρα, παιδάκι μου,
ἀπήντησε· μὲ λένε Λάβρα.»
Η Φλώρα δεν είναι του κόσμου τούτου. Στον ονειρικό
διάλογο, η γριούλα που θυμάται, που κανονικά θα έπρεπε να μην ζει, έχει το νέο
της όνομα, όπως συμβαίνει μετά τον συμβολικό θάνατο στους μοναχούς που
αναγεννώνται με νέο όνομα. Όπως συμβαίνει στους βαπτισμένους Χριστιανούς που
και αυτοί αποκτούν νέο όνομα γενόμενοι αποδεκτοί σε μια κοινότητα.
Εν τούτοις, ο αναγνώστης έχει στη διάθεσή του τον προβληματισμό του εκπλήκτου αφηγητη: «Λαύρα; Ἔλεγε τάχα τὸ ὄνομα τῆς Δάφνης τὸ λατινικόν, τὸ ὄνομα σεμνοῦ ἐνδιαιτήματος μοναχοῦ, ἢ τὸ ὄνομα τῆς ἐρωμένης τοῦ Πετράρχα; Πλὴν ἐκείνη ἔλεγε Λάβρα, κ᾿ ἐνόει βέβαια τὴν φλόγα τῆς καρδίας της. Λαύρα;» Τι από όλα να ήταν. Εννόει την φλόγα της καρδίας της, το διπλό του άλλου της ονόματος μια και οι συνειρμοί του ονείρου σκαλώνουν τόσες φορές σε κρυπτομνησίες – εκεί ήταν οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος είμαι σχεδόν σίγουρη – για να μεταφέρουν τα σύμβολα τα βαθύτερα και τα νοήματα
Χαροκαμένη και εκείνη, είχε χάσει λέει όλα της τα παιδιά – και η γριά Λούκαινα στο Μυρολόγι της Φώκιας το ίδιο δεν είχε πάθει; Και πόσων άλλων γριών αυτή δεν είχε υπάρξει η μοίρα.
Εκείνη του δείχνει το ερείπιο εκείνη του λέει: ― Αὐτὸ τὸ χάλασμα ποὺ βλέπεις παιδί μου, εἶπεν ἡ γραῖα ὡς νὰ ἐμάντευσε τὴν ἀπορίαν μου, εἶναι «τοῦ Βασιλιᾶ τὸ σπίτι».
Εν τούτοις, ο αναγνώστης έχει στη διάθεσή του τον προβληματισμό του εκπλήκτου αφηγητη: «Λαύρα; Ἔλεγε τάχα τὸ ὄνομα τῆς Δάφνης τὸ λατινικόν, τὸ ὄνομα σεμνοῦ ἐνδιαιτήματος μοναχοῦ, ἢ τὸ ὄνομα τῆς ἐρωμένης τοῦ Πετράρχα; Πλὴν ἐκείνη ἔλεγε Λάβρα, κ᾿ ἐνόει βέβαια τὴν φλόγα τῆς καρδίας της. Λαύρα;» Τι από όλα να ήταν. Εννόει την φλόγα της καρδίας της, το διπλό του άλλου της ονόματος μια και οι συνειρμοί του ονείρου σκαλώνουν τόσες φορές σε κρυπτομνησίες – εκεί ήταν οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος είμαι σχεδόν σίγουρη – για να μεταφέρουν τα σύμβολα τα βαθύτερα και τα νοήματα
Χαροκαμένη και εκείνη, είχε χάσει λέει όλα της τα παιδιά – και η γριά Λούκαινα στο Μυρολόγι της Φώκιας το ίδιο δεν είχε πάθει; Και πόσων άλλων γριών αυτή δεν είχε υπάρξει η μοίρα.
Εκείνη του δείχνει το ερείπιο εκείνη του λέει: ― Αὐτὸ τὸ χάλασμα ποὺ βλέπεις παιδί μου, εἶπεν ἡ γραῖα ὡς νὰ ἐμάντευσε τὴν ἀπορίαν μου, εἶναι «τοῦ Βασιλιᾶ τὸ σπίτι».
To διήγημα "Φλώρα ή λάβρα" εδώ: http://papadiamantis.org/works/58-narration/418-04-68-flwra-h-layra-1925
[1] Ο Γερμανός
γιατρός Βίλλεμ Βουντ στη Σκιάθο και θεωρίες χαρτοπαιγνίων εδώ: http://waxtablets.blogspot.gr/2015/05/blog-post_8.html επίσης: Να ποιος ήταν ο κήπος του μπαρμπα
Γιαννιού (με την ανάγνωση του Παπαδιαμάντη εξανθρωπίζομαι) εδώ: http://waxtablets.blogspot.gr/2015/03/blog-post.html
[2] Ιδιόρρυθμος και
παρδαλός, Σημαδιακός, Αταίριαστος, Σημειωμένος, Σημαδεμένος (Ξαναδιαβάζοντας
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με αφορμή την παράσταση της Ηωάννας Σπανού) εδώ:
http://waxtablets.blogspot.gr/2015/02/blog-post.html
[3] Παπαδιαμάντης
νεωτερικός: Την Πρωτομαγιά φυτρώνουν επιστολές στους κήπους (Ο κήπος είναι
βιβλίον), κείμενο στις Πινακίδες από κερί, εδώ: http://waxtablets.blogspot.gr/2015/05/blog-post.html
[4] Η Πετρωμένη αρραβωνιαστικιά: Ψυχικά
τοπία και στοιχειώματα στο «Άνθος του Γιαλού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη»
εδώ: http://waxtablets.blogspot.gr/2015/05/blog-post_33.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου