Προσπαθώ να
φτιάξω με το νου μου ένα τόπο σαν κιβωτό. Να μαζεύω αναμνήσεις από παλιά για να
μπορέσω να τις σώσω μέχρι να σταματήσει ο κατακλυσμός και αράξουμε πάλι στα
κανονικά, να βγει ο ήλιος και να μιλάμε πάλι σαν άνθρωποι μεταξύ μας. Η ατμόσφαιρα
έχει γεμίσει μια κακή ακτινοβολία που στεγνώνει τους ανθρώπους τους αγριεύει
και τους τρώει τις σάρκες. Και όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο
φωνάζουν, δεν έχει μείνει τίποτα να
πουν, θυμός, θυμός και δεν τελειώνει επιτέλους α φτάσουμε κάπου. Εκεί που πάω έχει ένα μικρό σπιτάκι, σαν εκείνο που μέναμε στη Ρόδο που έχει πια γκρεμιστεί. Διώροφο
και πάνω έμενε μια κυρία, που μοιραζόμασταν την ίδια αυλή και έρχονταν
διστακτικά να τη δουν κάποιοι κύριοι περνώντας απαραιτήτως από εκεί που παίζαμε
εμείς τα παιδιά. Κάναμε χάζι και συνεχίζαμε το παιχνίδι, δεν τους μάθαμε ποτέ,
δεν μας παραξένεψε. Μόνο που έλεγαν μισόλογα οι μεγάλοι. Στην αυλή μας ένας φίκος – δέντρο με μαγικές ιδιότητες που
τον αγγίζαμε στα στρατιωτάκια αμίλητα και έδινε μιαν άλλη ιδιαίτερη ακινησία,
πιο ισχυρή και αμετακίνητη. Ένας κήπος δίπλα που μας χώριζε ένας άσπρος τοίχος
ψηλός αλλά όχι και τόσο ψηλός γιατί περνούσε η μπάλα και έπεφτε και αλοίμονό μας τότε αν ήταν εκεί η Μαλτέζαινα.
Εκείνης ήταν το σπίτι και ο κήπος και δεν ήθελε να πέφτει μέσα η μπάλα και την
είχε τρυπήσει πολλές φορές. Αν πιστεύαμε ότι
έλειπε, κάποιος έμπαινε κρυφά κρυφά να τη φέρει και αν βλέπαμε ένα
κουρτινάκι να κουνιέται του λέγαμε γρήγορα, γρήγορα… αν δεν προλάβαινε εκείνη
έτρεχε να πιάσει την μπάλα για να την τρυπήσει. Δεν είχε σηκώσει χέρι σε παιδί, αλλά τη
φοβόμασταν.
Εκείνος ο τόπος έχει όλα τα αγαπημένα μου περιστατικά. Ανεξήγητα αλλά αληθινά που πρέπει να μεταφερθώ νοερά εκεί για να τα βρω. Ένα βγαλμένο νύχι που μελάνιασε όταν πιάστηκε στην καγκελόπορτα και βάλαμε ούζο, ένα δωμάτιο γεμάτο νεκρές πεταλούδες που πήγαινα να δω, ένα μικρό παιδί ο Μωϋσής Κοέν που κέρδισε σε ένα διαγωνισμό γνώσεων στην τηλεόραση και τον είχαμε καμαρώσει όλοι γιατί μας εκπροσωπούσε – και δεν ήταν τόσο παράξενο που τον έλεγαν Μωϋσή αλλά που την αδελφή του Μύριαμ γιατί οι Εβραίοι είχαν τα ίδια ονόματα αλλά κάπως διαφορετικά – Μαριάμ δεν λέγαν και την Παναγία; - αυτό δεν το συζητούσαμε μεταξύ μας, αλλά το είχα σκεφτεί μόνη μου και το έβρισκα ικανοποιητικό. Ο Μωϋσής ήταν μαθητής στο δημοτικό και ωστόσο δούλευε βοηθός σε ένα βιβλιοπωλείο. Κανείς δεν παραξενεύτηκε μικρό παιδί να δουλεύει. Μπορεί να διάβαζε εκεί τα βιβλία αλλά είχε και πολλές άλλες γνώσεις που είχαν σχέση με τα ποδοσφαιρικά αυτά δεν ξέρω πώς τα είχε μάθει. Θυμάμαι επίσης και αυτό απαραιτήτως το βάζω στην κιβωτό μου, που πηγαίναμε στο ενυδρείο και βλέπαμε τις υπόγειες στοές με τα ψάρια, ιπποκάμπους, σαλάχια, σαν το εσωτερικό του υποβρυχίου του κάπταιν Νέμο, είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την θάλασσα. Αυτό που με γοήτευε να βλέπω ήταν μια μικρή βαλσαμωμένη φάλαινα, με μια τρύπα στο κεφάλι, μαύρη, γυαλιστερή και σκληρή, ένα μεγάλο σαλάχι κι αυτό βαλσαμωμένο και μετά διάφορα ζώα που είχαν γεννηθεί διαφορετικά σε διάφορα μέρη του νησιού και τα είχαν φέρει εκεί να τα βλέπουμε. Ενα κατσικάκι με ένα μάτι, σαν μικρό κυκλωπάκι, ένα μοσχάρι με δυο κεφάλια και άλλα ζώα με έξι πόδια ή άλλα έμβρυα ζώων που είχαν σε γυάλινα βάζα, ασπρισμένα σαν διαφανή να επιπλέουν σε ένα υγρό, που δεν χόρταινα να βλέπω. Αυτά εξαφανίστηκαν αργότερα όταν πήγα τριάντα χρόνια μετά, πρέπει να τα έκρυψαν σε μια αποθήκη ή να καταστράφηκαν, δεν ξέρω. Είχε θυμάμαι και μια ζωντανή φώκια σε μια στέρνα στην πίσω αυλή που και αυτήν την βλέπαμε να βουτάει και να ξαναβουτάει και πότε πότε έβγαινε και ξάπλωνε στη σκιά, περπατώντας στα μπροστινά της πτερύγια, πιτσιλώντας νερό γύρω γύρω και κοιτώντας παράξενα τους επισκέπτες. Εγώ δεν βαρέθηκα ποτέ στο ενυδρείο.
(Συνεχίζεται)
1 σχόλιο:
Ωραία 'πράγματα' οι αναμνήσεις...
Δημοσίευση σχολίου