Ένα απόγευμα, βγαίνοντας από το μπάνιο βιαστικά, συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει την ακοή μου. Δεν έμοιαζε με το θόλωμα, αυτό που μπορεί να συμβεί στον καθένα να μην ακούει το τέλος μιας φράσης, ή δεν γυρίζει όταν τον φωνάζουν κάποτε κάποτε.
Ένα ολοκληρωτικό κενό, μια απώλεια της αίσθησης ολοσχερής.
Δεν πίστεψα αυτό που μου συνέβη, προσπάθησα να το αρνηθώ και οδήγησα όπως πάντα μέχρι το μετρό. Είχα να πάω σε μια ποιητική βραδιά στο κέντρο. Προσεκτικά και κοιτώντας επανειλημμένα γύρω για τον απρόβλεπτο κίνδυνο συνειδητοποίησα πως είχα χάσει την αίσθηση του χώρου που μου ήταν απαραίτητη για να περπατώ. Εχετε προσέξει πως όταν βαδίζετε, ακούτε τον ήχο του ποδιού στο έδαφος για να πατήσετε; Κάθε βήμα ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια να πατήσω, να ισορροπήσω μόνο από την αίσθηση του βάρους και της πίεσης. Σαν να βυθίζομαι στο κενό, σαν να έχω ξεχάσει πώς περπατούν, ένας αποπροσανατολισμός, σαν να είναι όλα από βαμβάκι. Διέσχισα την Πανεπιστημίου κρατώντας την αναπνοή μου. Χωρίς όρια με το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα αραιή, άηχη, ένας πανικός τα πάντα.
Ελεγα, όταν θα επανελθει η ακοή, γιατί μου ήταν αδιανόητο να φανταστώ ότι αυτή η αλλαγή θα ήταν μόνιμη, θα έχω να λέω για την παράλληλη αίσθηση του χώρου, ένα διαρκές ηχόγραμμα, μια τρισδιάστατη αίσθηση του περιβάλλοντος που δημιουργούν οι ήχοι γύρω και που δεν της αποδίδεται ωστόσο η πρέπουσα σημασία. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό το παρέχει μόνο η όραση. Θα μπορούσα, επιστρέφοντας από το βασίλειο της σιωπής, να πω πως οι ήχοι του κόσμου, είναι παράξενες εικόνες, χάρτες για να πορεύεται το σώμα μας.
Σκεφτόμουν επίσης, ένα διήγημα που θα έγραφα, μια παραλλαγή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα, μια νουβέλα μάλλον, γιατί πώς θα έβαζα τώρα μια ολόκληρη οικογένεια να με παρατηρεί να μην βγαίνω από το δωμάτιό μου, τον εργοδότη μου να έρχεται και να με επιπλήττει για τη χαμηλή μου απόδοση – χρόνια έχουν περάσει από τότε που έφυγα από τη δουλειά και ακόμα ξυπνώ με άγχος – και φυσικά θα είχε την αυξανόμενη δυσφορία των άλλων για την αναπηρία μου μέχρι έναν οριστικό θάνατο.
Είχα δηλαδή την υπόθεση της νουβέλας έτοιμη. Επρεπε να μεταφέρω τις αλλαγές στο σώμα μου από την απώλεια της ακοής, τον αποτροπιασμό των άλλων, και ίσως και την αλλαγή στη φωνή μου, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι την άκουγα ήδη διαφορετικά και δεν ήξερα πού να κεντράρω την ένταση. Πολύ δυνατά – αυτό που με βόλευε – ή σκόπιμα χαμηλά για να μην διαφέρω.
Και στην επικοινωνία, τι σήμα δίνεις όταν δεν ακούς όταν είσαι ανάμεσα σε αγνώστους;. Ζήτησα ένα συνηθισμένο καπουτσίνο, υποθέτοντας ότι αυτό με ρώτησε ο νεαρός στην εκδήλωση που με πλησίασε – αφού τα κατάφερα να φτάσω εκεί. Για τα υπόλοιπα, δεν άκουσα τι μου είπε. Χαιρέτησα από μακριά ανθρώπους μου με ήξεραν, αποφεύγοντας να συζητήσω μαζί τους και κάποιος φίλος, ο Τ. που άρχισε να μου μιλά, θα με θεώρησε απροσάρμοστη γιατί άρχισα να του λέω κάτι που είχα θυμηθεί για το βιβλίο του και τον κοίταζα προσεκτικά, νιώθοντας ότι δεν είμαι τελείως εκτός νοήματος κάτι αλλόκοτο, αλλά θέλω να εξαφανιστώ.
Αυτό θα γίνει τώρα. Η ακοή δεν επανήλθε. Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Το εσωτερικό του αυτιού έχει αποτιτανωθεί, δεν υπάρχει καν ακουστικό νεύρο. Απορούν πώς δεν είχα καταλάβει τίποτε τόσον καιρό.
Κλείστηκα στο δωμάτιό μου και γράφω κείμενα στον υπολογιστή. Επικοινωνώ πια μόνο με γραπτά μηνύματα. Δεν ξαναπήγα σε εκδήλωση. Οι δικοί μου δεν μου χτυπούν την πόρτα γιατί δεν θα άνοιγα ούτως ή άλλως. Κάποιες φορές στον ύπνο μου, μου φαίνεται πως είμαι σε μια συναυλία. Το κοντσέρτο νούμερο 4 του Μπετόβεν, που είχα ακούσει λίγο πριν συμβούν όλα αυτά.
Ένα ολοκληρωτικό κενό, μια απώλεια της αίσθησης ολοσχερής.
Δεν πίστεψα αυτό που μου συνέβη, προσπάθησα να το αρνηθώ και οδήγησα όπως πάντα μέχρι το μετρό. Είχα να πάω σε μια ποιητική βραδιά στο κέντρο. Προσεκτικά και κοιτώντας επανειλημμένα γύρω για τον απρόβλεπτο κίνδυνο συνειδητοποίησα πως είχα χάσει την αίσθηση του χώρου που μου ήταν απαραίτητη για να περπατώ. Εχετε προσέξει πως όταν βαδίζετε, ακούτε τον ήχο του ποδιού στο έδαφος για να πατήσετε; Κάθε βήμα ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια να πατήσω, να ισορροπήσω μόνο από την αίσθηση του βάρους και της πίεσης. Σαν να βυθίζομαι στο κενό, σαν να έχω ξεχάσει πώς περπατούν, ένας αποπροσανατολισμός, σαν να είναι όλα από βαμβάκι. Διέσχισα την Πανεπιστημίου κρατώντας την αναπνοή μου. Χωρίς όρια με το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα αραιή, άηχη, ένας πανικός τα πάντα.
Ελεγα, όταν θα επανελθει η ακοή, γιατί μου ήταν αδιανόητο να φανταστώ ότι αυτή η αλλαγή θα ήταν μόνιμη, θα έχω να λέω για την παράλληλη αίσθηση του χώρου, ένα διαρκές ηχόγραμμα, μια τρισδιάστατη αίσθηση του περιβάλλοντος που δημιουργούν οι ήχοι γύρω και που δεν της αποδίδεται ωστόσο η πρέπουσα σημασία. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό το παρέχει μόνο η όραση. Θα μπορούσα, επιστρέφοντας από το βασίλειο της σιωπής, να πω πως οι ήχοι του κόσμου, είναι παράξενες εικόνες, χάρτες για να πορεύεται το σώμα μας.
Σκεφτόμουν επίσης, ένα διήγημα που θα έγραφα, μια παραλλαγή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα, μια νουβέλα μάλλον, γιατί πώς θα έβαζα τώρα μια ολόκληρη οικογένεια να με παρατηρεί να μην βγαίνω από το δωμάτιό μου, τον εργοδότη μου να έρχεται και να με επιπλήττει για τη χαμηλή μου απόδοση – χρόνια έχουν περάσει από τότε που έφυγα από τη δουλειά και ακόμα ξυπνώ με άγχος – και φυσικά θα είχε την αυξανόμενη δυσφορία των άλλων για την αναπηρία μου μέχρι έναν οριστικό θάνατο.
Είχα δηλαδή την υπόθεση της νουβέλας έτοιμη. Επρεπε να μεταφέρω τις αλλαγές στο σώμα μου από την απώλεια της ακοής, τον αποτροπιασμό των άλλων, και ίσως και την αλλαγή στη φωνή μου, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι την άκουγα ήδη διαφορετικά και δεν ήξερα πού να κεντράρω την ένταση. Πολύ δυνατά – αυτό που με βόλευε – ή σκόπιμα χαμηλά για να μην διαφέρω.
Και στην επικοινωνία, τι σήμα δίνεις όταν δεν ακούς όταν είσαι ανάμεσα σε αγνώστους;. Ζήτησα ένα συνηθισμένο καπουτσίνο, υποθέτοντας ότι αυτό με ρώτησε ο νεαρός στην εκδήλωση που με πλησίασε – αφού τα κατάφερα να φτάσω εκεί. Για τα υπόλοιπα, δεν άκουσα τι μου είπε. Χαιρέτησα από μακριά ανθρώπους μου με ήξεραν, αποφεύγοντας να συζητήσω μαζί τους και κάποιος φίλος, ο Τ. που άρχισε να μου μιλά, θα με θεώρησε απροσάρμοστη γιατί άρχισα να του λέω κάτι που είχα θυμηθεί για το βιβλίο του και τον κοίταζα προσεκτικά, νιώθοντας ότι δεν είμαι τελείως εκτός νοήματος κάτι αλλόκοτο, αλλά θέλω να εξαφανιστώ.
Αυτό θα γίνει τώρα. Η ακοή δεν επανήλθε. Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Το εσωτερικό του αυτιού έχει αποτιτανωθεί, δεν υπάρχει καν ακουστικό νεύρο. Απορούν πώς δεν είχα καταλάβει τίποτε τόσον καιρό.
Κλείστηκα στο δωμάτιό μου και γράφω κείμενα στον υπολογιστή. Επικοινωνώ πια μόνο με γραπτά μηνύματα. Δεν ξαναπήγα σε εκδήλωση. Οι δικοί μου δεν μου χτυπούν την πόρτα γιατί δεν θα άνοιγα ούτως ή άλλως. Κάποιες φορές στον ύπνο μου, μου φαίνεται πως είμαι σε μια συναυλία. Το κοντσέρτο νούμερο 4 του Μπετόβεν, που είχα ακούσει λίγο πριν συμβούν όλα αυτά.
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Αναρτήθηκε πέρσι το Μάιο του 2015 στο facebook
Το χαρακτικό είναι του Francisco Goya, "?De Que Mal Morira" (από ποια ασθένεια θα πεθάνω;)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου