"To λευκό ρόδο του Δάντη" του William Blake |
Θυμάμαι πώς αποκαταστάθηκε στα νιάτα μου η εκτίμηση προς τον
Chesterton, που μου
ήταν γνωστός τότε από τις περιπέτειες του πατρός Μπράουν. Δεν τις είχα εκτιμήσει,
φανατική λάτρης του Σέρλοκ Χολμς και της χειραφέτησης από το μυστήριο που
ενέπνεε η μελέτη των «σημείων». Η λάσπη στην αριστερή πλευρά του παντελονιού, η
κιτρινίλα στο μουστάκι, μια σκλήρυνση του δέρματος στα δάχτυλα και να πώς
αποκαλυπτόταν μια ολόκληρη ζωή και οι συνήθειές της, οι εμμονές της σε βάθος
χρόνου να οδηγούν εν τέλει τον χαρισματικό κοκαϊνομανή ντετέκτιβ σε
ταχυδακτυλουργικές αποκαλύψεις. Πού να σταθεί μπροστά του ο αδέξιος πατήρ
Μπράουν, που δεν μπορούσε καλά καλά να κρατήσει τη χιλιομπαλωμένη ομπρέλα του
αγνοώντας τα στοιχεία που ήταν μπροστά του και επιστρατεύοντας τους ιδιόμορφους
συνειρμούς του, αυτογελοιοποιούμενος ίσως προς στιγμήν, ταπεινός κατά μίμησιν
του Κυρίου του, αλλά νικηφόρος στο τέλος. Ωστόσο, ίσως επειδή τον είχα
πρωτοδιαβάσει σε ελληνική μετάφραση – δεν φταίει μόνο αυτό αλλά σίγουρα κάπως
χαλάρωνε μερικά κλικ στυλιστικά το κείμενο
ενώ αυτό δεν συνέβαινε με τον Κόναν Ντόιλ – πάντως τον θεωρούσα κάπως
λιγότερο. Έτσι, χρειάστηκε η μεταστροφή του Evelyn Waugh στον καθολικισμό και η συζήτηση του
Τσαρλς Ράιντερ κατά την Επιστοφή στο Μπράιτσχεντ με ένα από τα μέλη της οικογένειας
Μάρτσμαιην, νομίζω τη λαίδη Μάρτσμαιην αλλά ίσως ήταν και με την νεαρή τότε
Κορτντήλια για να συναντήσω ξανά ένα παράθεμα από τον Chesterton, οι σημειώσεις λένε ότι πρόκειται
για τον The queer feet, τα αλλόκοτα πόδια ίσως σε μετάφραση όπου γίνεται η αναφορά στο αόρατο νήμα
που εν τέλει τον κρατά και μπορεί με ένα τράβηγμα να τον φέρει – για τον άσωτο
υιό η μεταφορά – πίσω σαν την πετονιά του ψαρέματος φαντάζομαι αλλά εδώ μιλάμε
για την άκρη του κόσμου και φυσικά για
την θρησκευτική πίστη.
Δεν χρειαζόμουν και πολύ περισσότερο για να γοητευτώ με
αυτήν την λόγια φιλοξενία των λόγων ενός συγγραφέα αστυνομικών κατά την άποψή μου
μυθιστορημάτων στις σελίδες ενός άλλου που με είχε μαγέψει τότε. Είναι
ματαιόδοξο που το αναφέρω, αλλά τη σκηνή με το αόρατο νήμα του Τσέστερτον το
αναφέρω με συγγραφικό γλυκασμό στις Μέλισσες του Κάλβου (μου) και αυτό
ημερολογιακά βεβαιώνει το χρονικό μιας γοητείας. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο λόγος αυτού
του μικρού εξομολογητικού κειμένου. Ούτε πιστεύω πως είμαι σε θέση να αποκαταστήσω
– σε ποιον άλλωστε; - ήδη εδώ και δέκα χρόνια οι μεταφράσεις του Τσέστερτον
κυκλοφορούσαν «σκοτωμένες» στις προσφορές δεν έχω κοιτάξει αν έχει γίνει κάποια
επανέκδοση. Τι να πρωτοπρολάβεις. Ωστόσο ο Chesterton ήταν προσωπικός φίλος του Όσκαρ
Γουάιλντ και του Μπέρναντ Σω και έπαιζε με την παράδοση του Ντίκενς
δημοσιογραφώντας, γράφοντας δοκίμια για την ποίηση και την θρησκευτική (του)
πίστη και φυσικά τις περιπέτειες του Πατρός Μπράουν, αστυνομικές, αλληγορικές
ίσως αλλά παραγνωρισμένες, το εφήμερο απέναντι στην αιωνιότητα, μια κερδισμένη
αιωνιότητα είναι ωστόσο το αόρατο νήμα του που μπορεί να γαντζώνει στις σελίδες άλλων συγγραφέων, ακόμα κι εμένα, τόσα χρόνια μετά.
Τα σκέφτηκα όλα αυτά αυτό τον καιρό που περπατώ με τη μικρή μου φωτογραφική
στην τσέπη, σε επάλληλους κύκλους στην ίδια γειτονιά, δεν σκέφτηκα είναι αλήθεια κανένα νήμα, ούτε
μίτο, ούτε φοβάμαι πως θα χαθώ, παρατηρώντας τα άνθη και τους κήπους των άλλων, φωτογραφίζοντας σπάνια
ρόδα να γερνούν, πικρούς ολέανδρους στην ακμή τους, άρρωστες τριανταφυλλιές
ακόμα, μαθαίνοντας για τον κήπο της Καλυψώς και τις μυρωδάτες θούγιες και τον
ανθό τους. Σήμερα μια χελώνα μου κρυβόταν σε μια δεξαμενή ενός κήπου – δεν έβγαζε
το κεφάλι να αναπνεύσει – για να μην την
απεικονίσω έφυγα και την άφησα στην ησυχία της. Η μαγική serendipity χτες
το βράδυ με έκανε πάλι να θυμηθώ τον Chesterton και τα μπουμπούκια των ρόδων
που συναντούν στο δρόμο τους οι
λυπημένοι άνθρωποι. Κάπου έγραφε για τη
φιλοσοφία του Carpe diem,
και ότι αυτή αφορά τους λυπημένους ανθρώπους που κοιτούν τα άνθη και τα μικρά
ρόδα της στιγμής – όπως προτείνει ο Όσκαρ Γουάιλντ. Ο ίδιος προτείνει το λευκό
ρόδο της αθανασίας που είδε ο Δάντης στον Παράδεισο. Το έψαξα και αυτό και ευτυχώς βρήκα στη
βιβλιοθήκη μου τη μετάφραση – δεν έχω καλύτερη – του Καζαντζάκη της Θείας
Κωμωδίας που με δυσκολεύει να την παρακολουθήσω, πολύ ιδιοσυγκρασική αλλά
είπαμε. Βρήκα ωστόσο στο Κάντο 31 τη
σκηνή με το όραμα του λευκού ρόδου και γύρω σαν μέλισσες οι άγγελοι πετούν. Ένα
όραμα της αιωνιότητας.
Και κάπου κατάλαβα τι να σημαίνουν όλα αυτά. Πώς από εκεί που είναι – πού να είναι άραγε; - ένας άνθρωπος, πόσα χρόνια μετά το θάνατό του κρατά ένα αόρατο νήμα, με κρατά, με σκουντά, με βλέπει. Και γύρισα και τον κοίταξα και δάκρυσα, τον ένιωσα πιστέψτε με.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου