«Το δέρμα είναι μια επιφάνεια που αναμένει να της εντυπωθεί ο πολιτισμός»
Levi Strauss
Θυμάμαι την φιγούρα του καταδίκου,
στην συγκλονιστική αρχή των «Μεγάλων προσδοκιών» του Ντίκενς: την συνάντηση στο
νεκροταφείο που τρομοκράτησε τον μικρό Πιπ εκεί που του ζητούσε τροφή και μια λίμα – είχε
μόλις δραπετεύσει από ένα κάτεργο/ περιφερόμενο πλοίο/ φυλακή – από αυτά που το
Βρετανικό σωφρονιστικό σύστημα είχε εξαπολύσει στις θάλασσες για να
αποσυμφορήσουν τις φυλακές από τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό κρατουμένων που συσσώρευαν
όχι μόνο οι παραβάσεις και το κοινό έγκλημα, αλλά και οι αιχμάλωτοι πολέμου από τις διάφορες συρράξεις στις οποίες
είχε εμπλακεί η αυτοκρατορία τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Αργότερα ο Μάγκουιτς, ο περί ου ο λόγος κατάδικος, θα εκτοπιστεί στην Νέα Ουαλία
– στο Νότιο Ημισφαίριο όπου θα ασχοληθεί με διάφορες δουλειές – θα εκτοπισθεί
σιδηροδέσμιος αλλά από ότι φαίνεται επιστρέφει πλούσιος και βοηθά κρυφά τον
μικρό Πιπ. Μια μυστηριώδης νύξη στη λογοτεχνία για τον περίεργο τρόπο
σωφρονισμού, μεταφοράς καταδίκων στους Αντίποδες όπου το σύστημα επιτρέπει μια
δεύτερη ευκαιρία με τον όρο να παραμείνουν εκεί και να μην επιστρέψουν.
Αντίστοιχες αναφορές στην ευρωπαϊκή ιστορία, από την μεριά των Γάλλων,
από τη μεριά των Γερμανών περιλαμβάνονται στα ερμηνευτικά κείμενα που
συνοδεύουν την πρόσφατη έκδοση από την Κίχλη του αινιγματικού κειμένου του
Φραντς Κάφκα «Στη σωφρονιστική αποικία» σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή, που γράφτηκε το 1914 και δημοσιεύτηκε το 1919.
Τα κείμενα αυτά προσπαθούν να εντάξουν το αφήγημα συτό στην ιστορική πραγματικότητα της
εποχής του. Στην αδιαμφισβήτητη ύπαρξη δηλαδή τέτοιων αποικιών σε διάφορες περιοχές του
πλανήτη, όπου μαζί με το έργο της «εξημέρωσης»
της φύσης, τη γνώριμη αποστολή της αποικιοκρατίας, εξόριστες επίσης δυνάμεις καταστολής
επιχειρούσαν την συμμόρφωση, τον σωφρονισμό, την εργασιακή αξιοποίηση των εκτοπισθέντων
καταδίκων. Μια τέτοια δυστοπία αποτελεί το σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η παράξενη
αυτή ιστορία του Κάφκα. Ένας περιηγητής –ταξιδιώτης έχει επισκεφτεί ένα τέτοιο
τόπο και παρευρίσκεται και καλείται να υποστηρίξει έναν τρόπο εκτέλεσης θανατικής
ποινής ενός κρατουμένου που έχει καταδικαστεί χωρίς να έχει ποτέ δυνατότητα δίκης.
Ήδη ο τρόπος απόδοσης δικαιοσύνης προκαλεί αποστροφή αλλά η υπόθεση δεν
σταματά εδώ. Η τεχνολογία έρχεται επίκουρος στην ποινή με έναν τρόπο που έχει
επινοήσει ένας αξιωματικός, ο ίδιος που έχει αναλάβει να ξεναγήσει τον ταξιδιώτη.
Ένα μηχάνημα με ακίδες είναι
προγραμματισμένο να χαράσσει στο δέρμα του καταδίκου το κείμενο του νόμου που
έχει παραβεί. Ο προγραμματισμός γίνεται μέσα από ένα σύστημα τροχαλιών και γραναζιών,
ότι πιο σύγχρονο δηλαδή για την εποχή και ο θάνατος είναι επώδυνος, έρχεται
αργά αφήνοντας στο κείμενο το χρόνο να αποτυπωθεί και τον κατάδικο να το «διαβάσει»
με το σώμα του. Ο κατάδικος παρουσιάζεται
αλυσοδεμένος μεν, αλλά χωρίς καμία συνείδηση του τι θα του συμβεί, σαν
αφελής άγριος, δεν γνωρίζει την γλώσσα με την οποία μιλούν οι άλλοι βεβαίως
αλλά η αφέλεια και η ιδιωτεία του είναι πέραν των ορίων αυτής της άγνοιας.
Η εξέλιξη της ιστορίας δεν απαλλάσσει τον αναγνώστη από την
παρακολούθηση της αιματηρής εφαρμογής της θανατικής μεθόδου – όχι στον κατάδικο
αλλά στον ίδιο τον αξιωματικό που την στρέφει στον εαυτό του. Τούτο γιατί δεν βρίσκει
την υποστήριξη που ζητά από τον επισκέπτη – ταξιδιώτη, στο αίτημά του προς τον
νέο διοικητή της αποικίας, ώστε να εκσυγχρονιστεί το μηχάνημα της γραφής.
Στρέφει δηλαδή προς τον εαυτό του έως τις ακραίες συνέπειες το μηχάνημα με το
οποίο είχε ταυτιστεί.
Η ιστορία αυτή προσφέρεται για πολλές
ερμηνείες που σύμφωνα με το οπισθόφυλλο μπορούμε να διακρίνουμε σε δυο κατηγορίες. Μια
ως μια κριτική αυτών των εκτρωματικών κοινωνιών – των σωφρονιστικών αποικιών –
εκεί προσφέρονται τεκμήρια μαρτυριών που πρέπει να είχε υπόψιν του ή να είχε
διαβάσει ο Κάφκα. Η δεύτερη κατηγορία κριτικής έχει να κάνει με κάθε
ολοκληρωτικό καθεστώς και την βαρβαρότητα στην οποία οδηγεί η χρήση της τεχνολογίας
– ένας εκτυπωτής με πολλές ακίδες, πόσο κοντά πράγματι στην τεχνολογία της εκτύπωσης
κάποιας εποχής!!! – και παράπλευρα ηθικά ζητήματα, όπως η αδράνεια του
παρατηρητή που προσπαθούν να επικαιροποιήσουν το ηθικό μήνυμα, αν έχει ένα
τέτοιο το κείμενο.
Τόσο ζωντανές είναι οι περιγραφές που προκαλούν δυσφορία, τόσο ακραία αιματηρές, που ο υποψιασμένος αναγνώστης μάλλον κλίνει προς την δεύτερη κατηγορία. Υπάρχουν ωστόσο οι ανατροπές, η ανεξήγητη αυτοκτονία του αξιωματικού, όταν δεν γίνεται αυτό που ζητά που δεν επαρκεί κατά την άποψή μου το ανατρέχει κανείς στην καταγγελία του ολοκληρωτισμού ή στις εμμονικές ενοχές του Κάφκα για να την ερμηνεύσει. Ο αξιωματικός δεν φαίνεται να έχει καμία ενοχή – πείσμα και απογοήτευση φαίνεται να τον οδηγούν στην ενέργειά του αυτή.
Ενδεχομένως η ιστορία αυτή να είναι μια αλληγορία για την βαρβαρότητα της τεχνολογίας, μια βαρβαρότητα όμως άλλου είδους, όχι πολιτική αλλά εννοιολογική. Πρόκειται δηλαδή για ένα Κάφκα συμβολικό, πιο εσωτερικό, σαν αυτόν στον οποίον ανατρέχει ο φιλόσοφος Γκέρσομ Σόλεμ, ο επιστήθιος φίλος του Βάλτερ Μπένγιαμιν ο οποίος δηλώνει ότι χρησιμοποιεί και διαβάζει τα κείμενα του Κάφκα με τον ίδιο τρόπο που διάβαζε τα ιερά εβραϊκά κείμενα.
Δεν θα είναι εβραϊκή η δική μου ανάγνωση όμως. Η ιστορία με τις χαραγμένες
πλάκες του νόμου που παραδίδονται στο όρος Σινά είναι σίγουρα στην γραμμή ενός πολιτισμού
γραφής/γραφών και επιβολής του νόμου σε ένα
λαό, τα αποτροπαϊκά κείμενα προστασίας στις εισόδους των εβραϊκών σπιτιών, η εγγραφή
στο μέτωπο του Γκόλεμ της Πράγας, στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος από όπου κατάγεται ο συγγραφέας,
δείχνουν ότι ο Κάφκα ζούσε ενεργά σε μια
παράδοση που υπενθύμιζε και σεβόταν την γραφή και την ερμηνεία της – τις ερμηνείες της.
Αρχίζουμε λοιπόν από το τέλος της
ελληνικής έκδοσης, της Κίχλης:
«Εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία και δεν μπορώ και δεν θέλω
να είμαι τίποτε άλλο […] ό, τι δεν είναι λογοτεχνία με κάνει να πλήττω και το
μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου»
Αυτό είναι το μότο στο τέλος του βιβλίου, σχεδίασμα επιστολής προς τον
πατέρα της Φελίτσε, απόσπασμα από τα Ημερολόγια, εμβληματική φράση που δημιουργεί
μια εμβληματική επίσης ταύτιση του Κάφκα με τον αξιωματικό που αυτοκτονεί γιατί
δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την λειτουργία της συσκευής του, της συσκευής της γραφής.
Η γραφή είναι μια τεχνολογία που σκοτώνει και τούτο έχει διατυπωθεί ήδη από την εποχή του Πλάτωνα, διαβάζουμε στο εξαιρετικό κείμενο του Walter Ong «Προφορικότητα και εγγραματοσύνη» όπου περιγράφεται με διαύγεια και εξαντλητικές λεπτομέρειες η επιστημολογική σύγκρουση μεταξύ προφορικού και γραπτού τρόπου σκέψης. Από την μέθοδο σύνθεσης των προφορικών επών που δημοσίευσε πρώτος ο Millman Parry, τους λογότυπους, τη μνημονοτεχνική , τον παρατακτικό, αρχαϊκό τρόπο σκέψης – ένα ανθρωπολογικό και επιστημολογικό πρότυπο που δεν ευνοεί την εσωτερίκευση και την εξέταση, στην «θανατηφόρο» και «σωφρονιστική» επιβολή στη συνείδηση και στον τρόπο σκέψης του πολιτισμού της γραφής. Ο κόσμος της προφορικότητας ήταν ζωντανός τρόπος ζωής, βασισμένος στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση – ο προφορικός λόγος δεν υπάρχει ποτέ μόνος χωρίς συνομιλητή - ζωντανός και μεταβαλλόμενος αλλά όχι αυτοεξεταζόμενος. Ο κόσμος των ιδεών αντιθέτως, βασίζεται στην αμετάβλητη κυριαρχία των μορφών σκέψης, άφωνων και απομονωμένων όπως μόνο στο γραπτό μπορεί να αποκρυσταλλωθούν. Με την εξορία των ποιητών από την Πολιτεία του Πλάτωνα επιβεβαιώνεται η νίκη της εγγραμματοσύνης επί της προφορικότητας, Η γραφή ωστόσο συνδέεται με το θάνατο. Καταστρέφει τη μνήμη, είναι απάνθρωπη και η απρόσωπη η συσχέτισή της με το θάνατο έχει διαπιστωθεί πλειστάκις στην ιστορία του πολιτισμού. Για παράδειγμα στην Β΄ προς Κορινθίους 3:6 «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» δηλαδή το γράμμα σκοτώνει ενώ το πνεύμα δίνει ζωή ή ακόμα και η παρατήρηση του Μπράουνινγκ για τα νεκρά λουλούδια της γραφής, «την ακόμα ευρέως διαδεδομένη πρακτική του να πιέζεις ζωντανά άνθη προς το θάνατο ανάμεσα στις σελίδες των τυπωμένων βιβλίων – «μαραμένα κίτρινα μπουμπούκια/ανάμεσα σε σελίδα και σελίδα». Το νεκρό άνθος, που κάποτε ζούσε είναι το ψυχικό ισοδύναμο του προφορικού λόγου. Το παράδοξο βρίσκεται στο γεγονός ότι η νεκρότητα του κειμένου, η αφαίρεσή του από τον κόσμο των ζωντανών ανθρώπων, η άκαμπτη οπτική του σταθερότητα, επιβεβαιώνει την αντοχή του και τη δυνατότητά του να αναστηθεί σε απεριόριστα ζωντανά συγκείμενα από έναν εν δυνάμει άπειρο αριθμό ζωντανών αναγνωστών»
Η γραφή είναι μια τεχνολογία που σκοτώνει και τούτο έχει διατυπωθεί ήδη από την εποχή του Πλάτωνα, διαβάζουμε στο εξαιρετικό κείμενο του Walter Ong «Προφορικότητα και εγγραματοσύνη» όπου περιγράφεται με διαύγεια και εξαντλητικές λεπτομέρειες η επιστημολογική σύγκρουση μεταξύ προφορικού και γραπτού τρόπου σκέψης. Από την μέθοδο σύνθεσης των προφορικών επών που δημοσίευσε πρώτος ο Millman Parry, τους λογότυπους, τη μνημονοτεχνική , τον παρατακτικό, αρχαϊκό τρόπο σκέψης – ένα ανθρωπολογικό και επιστημολογικό πρότυπο που δεν ευνοεί την εσωτερίκευση και την εξέταση, στην «θανατηφόρο» και «σωφρονιστική» επιβολή στη συνείδηση και στον τρόπο σκέψης του πολιτισμού της γραφής. Ο κόσμος της προφορικότητας ήταν ζωντανός τρόπος ζωής, βασισμένος στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση – ο προφορικός λόγος δεν υπάρχει ποτέ μόνος χωρίς συνομιλητή - ζωντανός και μεταβαλλόμενος αλλά όχι αυτοεξεταζόμενος. Ο κόσμος των ιδεών αντιθέτως, βασίζεται στην αμετάβλητη κυριαρχία των μορφών σκέψης, άφωνων και απομονωμένων όπως μόνο στο γραπτό μπορεί να αποκρυσταλλωθούν. Με την εξορία των ποιητών από την Πολιτεία του Πλάτωνα επιβεβαιώνεται η νίκη της εγγραμματοσύνης επί της προφορικότητας, Η γραφή ωστόσο συνδέεται με το θάνατο. Καταστρέφει τη μνήμη, είναι απάνθρωπη και η απρόσωπη η συσχέτισή της με το θάνατο έχει διαπιστωθεί πλειστάκις στην ιστορία του πολιτισμού. Για παράδειγμα στην Β΄ προς Κορινθίους 3:6 «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» δηλαδή το γράμμα σκοτώνει ενώ το πνεύμα δίνει ζωή ή ακόμα και η παρατήρηση του Μπράουνινγκ για τα νεκρά λουλούδια της γραφής, «την ακόμα ευρέως διαδεδομένη πρακτική του να πιέζεις ζωντανά άνθη προς το θάνατο ανάμεσα στις σελίδες των τυπωμένων βιβλίων – «μαραμένα κίτρινα μπουμπούκια/ανάμεσα σε σελίδα και σελίδα». Το νεκρό άνθος, που κάποτε ζούσε είναι το ψυχικό ισοδύναμο του προφορικού λόγου. Το παράδοξο βρίσκεται στο γεγονός ότι η νεκρότητα του κειμένου, η αφαίρεσή του από τον κόσμο των ζωντανών ανθρώπων, η άκαμπτη οπτική του σταθερότητα, επιβεβαιώνει την αντοχή του και τη δυνατότητά του να αναστηθεί σε απεριόριστα ζωντανά συγκείμενα από έναν εν δυνάμει άπειρο αριθμό ζωντανών αναγνωστών»
Η γραφή και η δυνατότητα εσωτερίκευσης του νοήματος, η γραφή ως θάνατος
και βαρβαρότητα, ιδέες της νεωτερικότητας που δεν μπορεί κανείς ωστόσο να
παραβλέψει διαβάζοντας το κείμενο του Κάφκα. Είναι πια κοινώς αποδεκτό ότι η
γραφή – όχι μόνο η τυπογραφία – αποτέλεσε μια τεχνολογία που ο άνθρωπος
ενσωμάτωσε στον πολιτισμό του. Δεν είναι έμφυτη όπως η ομιλία.
Η σύγκρουση δηλαδή πολιτισμού και βαρβαρότητας αντιστοιχεί αλληγορικά στην αντίθεση του αθώου αφελούς, ανότητου καταδίκου – σύμφωνα με το διήγημα χαζεύει, χαμογελά ανόητα, έχει ζωώδη χαρακτηριστικά σε αντιδιαστολή με τον εκλεπτυσμένο αξιωματικό που μιλά ξένες γλώσσες, λατρεύει και βελτιώνει την συσκευή του και ενδιαφέρεται για την αποτελεσματικότητά της. Αν θεωρήσει κανείς το διήγημα σαν μια τέτοια αλληγορία – η ανάγκη του Κάφκα να ζήσει μέσα από την γραφή και τη λογοτεχνία - η ανάγκη του να κοινωνήσει – να επιβάλει την γραφή ως τρόπο ύπαρξης, αναδεικνύεται και ανακαλείται η γραφή ως θάνατος, το αδύνατο της επικοινωνίας, η εσωτερίκευση της γραφής, η γραφή που στρέφεται στον εαυτό της, η αυτοκτονία.
Η σύγκρουση δηλαδή πολιτισμού και βαρβαρότητας αντιστοιχεί αλληγορικά στην αντίθεση του αθώου αφελούς, ανότητου καταδίκου – σύμφωνα με το διήγημα χαζεύει, χαμογελά ανόητα, έχει ζωώδη χαρακτηριστικά σε αντιδιαστολή με τον εκλεπτυσμένο αξιωματικό που μιλά ξένες γλώσσες, λατρεύει και βελτιώνει την συσκευή του και ενδιαφέρεται για την αποτελεσματικότητά της. Αν θεωρήσει κανείς το διήγημα σαν μια τέτοια αλληγορία – η ανάγκη του Κάφκα να ζήσει μέσα από την γραφή και τη λογοτεχνία - η ανάγκη του να κοινωνήσει – να επιβάλει την γραφή ως τρόπο ύπαρξης, αναδεικνύεται και ανακαλείται η γραφή ως θάνατος, το αδύνατο της επικοινωνίας, η εσωτερίκευση της γραφής, η γραφή που στρέφεται στον εαυτό της, η αυτοκτονία.
Πιστεύω πως και έτσι μπορεί να
διαβαστεί η ιστορία αυτή του Κάφκα. Ένα υποσυνείδητο
κείμενο για τη λογοτεχνία και την εγγραμματοσύνη. Μια απόπειρα μύησης της κοινωνίας
με τεχνολογία που παραπέμπει στις αρχέγονες τελετές της δερματοστιξίας. O Levi Strauss αναφερόμενος στις τελετές αυτές, στην εγχάραξη δηλαδή υπό την
επίβλεψη και με την αποδοχή και επιβολή κάποιες φορές της κοινότητας σχημάτων
στο δέρμα των ανθρώπων σε π ολιτισμούς χωρίς γραφή, είχε πει ότι το δέρμα είναι
μια επιφάνεια που αναμένει να της εντυπωθεί ο πολιτισμός.
Η βαρβαρότητα της εγχάραξης δηλαδή είναι αρχαϊκής, ενοιολογικής φύσεως και όχι πολιτικής. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, βεβαίως όπως και το πλήθος των ερμηνειών στις οποίες προσφέρεται το κείμενο του Κάφκα.
Η βαρβαρότητα της εγχάραξης δηλαδή είναι αρχαϊκής, ενοιολογικής φύσεως και όχι πολιτικής. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, βεβαίως όπως και το πλήθος των ερμηνειών στις οποίες προσφέρεται το κείμενο του Κάφκα.
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου